Ψάχνουν διέξοδο με νέο «Ελσίνκι» στις εντάσεις με την Αγκυρα
Αν και οι συνθήκες δεν είναι ώριμες, η ελληνική πλευρά στοχεύει στην εμπλοκή της Ευρώπης για μια ελληνοτουρκική προσέγγιση – Η προσπάθεια για αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Μπορεί να υπάρξει μια νέα «στρατηγική του Ελσίνκι» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Το συγκεκριμένο ερώτημα έχει πολλάκις απασχολήσει όσους ασχολούνται με τη σχέση Αθήνας – Αγκυρας τα τελευταία χρόνια και προφανώς την κυβέρνηση Τσίπρα. Αλλωστε, το Ελσίνκι υπήρξε – διαχρονικά – ίσως η πιο δομημένη προσπάθεια διαμόρφωσης μιας ολιστικής προσέγγισης των ελληνοτουρκικών σχέσεων, υπό το πρίσμα της Ευρωπαϊκής Ενωσης και των δικών της σχέσεων με την Τουρκία, ανεξαρτήτως της κριτικής που δέχθηκε. Αναμφίβολα οι συνθήκες δεν είναι οι ίδιες και οι προκλήσεις είναι πλέον διαφορετικές, καθώς οι ευρωτουρκικές σχέσεις διάγουν μια από τις πιο τεταμένες περιόδους τους. Ωστόσο, οι γνωρίζοντες σημειώνουν ότι μόνο μέσω μιας «τριγωνοποίησης», στην οποία η ΕΕ θα είναι μέρος του παιχνιδιού, θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα πλαίσιο «θετικού αθροίσματος», εντός του οποίου η Αθήνα έχει πιθανότητες να αποκομίσει κέρδη. Μόνο αφελείς επιμένουν να υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα μπορεί μόνη της να αντιμετωπίσει μακροπρόθεσμα τον τουρκικό αναθεωρητισμό επί κρίσιμων εθνικών θεμάτων. Επιπλέον, η καλλιέργεια στενότερων επαφών με τις Ηνωμένες Πολιτείες μπορεί να λειτουργήσει επιβοηθητικά για τη διατήρηση ηρεμίας στα ελληνοτουρκικά, αλλά καθώς η αμερικανική οπτική για την περιοχή διαθλάται αποκλειστικά μέσα από τον φακό της ασφάλειας δεν είναι επαρκής.
Από την άποψη αυτή η πρόσφατη επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στην Αγκυρα και η συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι δυνατόν να κριθούν με τους απλοϊκούς όρους της επιτυχίας ή της αποτυχίας. Είναι σαφές ότι ο βασικός στόχος της ελληνικής πλευράς ήταν να διασφαλιστεί μια αποκλιμάκωση της έντασης που σιγοκαίει διαρκώς τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Ενα «Ελσίνκι Νο 2» δεν βρίσκεται φυσικά προ των πυλών. Πρέπει να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο και αυτό θα απαιτήσει πολύ κόπο. Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι σήμερα το ίδιο γραμμικές όσο την περίοδο 1995-2005, όταν το βασικό, αν όχι μοναδικό, ζήτημα ήταν να αξιοποιηθεί η επιθυμία της Αγκυρας για ένταξη στην ΕΕ ως μοχλός πίεσης για την επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Σήμερα έχουν προστεθεί πτυχές, με βασικότερη – αλλά όχι μόνη – το Προσφυγικό, που τις έχουν καταστήσει πολυπαραγοντική εξίσωση. Στο κάδρο πρέπει επίσης να προστεθεί ο «νέος χαρακτήρας» μιας Τουρκίας λιγότερο κοσμικής, με εντονότερα ισλαμικά στοιχεία, αναμεμειγμένης βαθιά στη σύρραξη της Συρίας, επιδιώκουσας να διευρύνει την επιρροή της στη Βαλκανική και τείνουσας να απομακρυνθεί από τη Δύση και να προσεγγίσει τη Μόσχα. Οποιαδήποτε νέα ελληνική στρατηγική οφείλει να εντάξει στον σχεδιασμό όλα αυτά τα στοιχεία.
Οι ευρωτουρκικές σχέσεις
Η ίδια η ΕΕ είναι αμφίθυμη έναντι της μελλοντικής της στάσης έναντι της Αγκυρας. Ιδιαίτερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, η ΕΕ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, την ώρα που ο κ. Ερντογάν εμφανιζόταν σφόδρα ενοχλημένος επειδή θεωρούσε ότι οι Ευρωπαίοι δεν τον στήριξαν. Από τη μια πλευρά, η ΕΕ γνώριζε ότι έπρεπε να διατηρηθεί πάση θυσία σε ισχύ η Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό που ήταν υψίστης σημασίας για τη διαχείριση του προβλήματος. Η Αθήνα είχε επιδιώξει, μέσα στο πλαίσιο αυτό, να αξιοποιήσει το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον ώστε να εντάξει ορισμένα από τα θέματα που την απασχολούσαν στον ευρωτουρκικό διάλογο. Είχαν υπάρξει διμερείς συναντήσεις, όπως το 4ο Ανώτατο Συμβούλιο Συνεργασίας στη Σμύρνη αλλά και η επίσκεψη Τσίπρα στην Κωνσταντινούπολη και η συνάντησή του με τον τότε πρωθυπουργό Αχμέτ Νταβούτογλου. Ωστόσο, οι απηνείς διώξεις Ερντογάν εναντίον οποιουδήποτε υπήρχαν υποψίες για επαφές με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν, αλλά και η φίμωση του Τύπου, δεν μπορούσαν να περάσουν απαρατήρητες από την ΕΕ. Προτάσεις όπως αυτές για την απελευθέρωση του καθεστώτος θεωρήσεων για τούρκους πολίτες που επισκέπτονται την ΕΕ και συμπεριλαμβάνονταν στο πλαίσιο του Σχεδίου Δράσης που είχε οδηγήσει στη Δήλωση ΕΕ – Τουρκίας για το Προσφυγικό αυτομάτως «πάγωσαν».
Από την άλλη πλευρά, οι αρμόδιες υπηρεσίες της ΕΕ που ασχολούνται στενά με τις ευρωτουρκικές σχέσεις, δηλαδή η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Εξωτερικής Δράσης, αντιλαμβάνονται ότι οι επαφές με την Αγκυρα δεν μπορούν να διακοπούν. Είναι σε αυτό το σημείο που μπαίνει η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης ΕΕ – Τουρκίας με σκοπό αυτή να επεκταθεί σε τομείς πολύ σημαντικούς, όπως τα αγροτικά προϊόντα και οι υπηρεσίες. Το ζήτημα δεν είναι απλώς οικονομικό ή εμπορικό. Είναι βαθιά πολιτικό, διότι γύρω από μια αναβαθμισμένη Τελωνειακή Ενωση θα μπορούσε να διαμορφωθεί μια νέα (ειδική ή προνομιακή) σχέση ΕΕ – Τουρκίας που θα αντικαθιστούσε τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η Αθήνα θα είχε τη δυνατότητα να θέσει ορισμένους όρους και προϋποθέσεις επί θεμάτων που την αφορούν (π.χ. Αιγαίο) διασφαλίζοντας ανταλλάγματα. Πρόκειται για προοπτική την οποία, σε ιδιωτικές τους συνομιλίες, έχουν εκφράσει και στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η σχετική αποστροφή του Πρωθυπουργού λοιπόν μόνο τυχαία δεν ήταν, ενώ η αναφορά του ότι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης θα είναι «προς όφελος όλων των χωρών της περιοχής» συμπεριλαμβάνει την αναγνώριση της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Αγκυρα.
Συζητώντας για τα ΜΟΕ
Αν οι σκέψεις για επαναφορά μιας, προσαρμοσμένης στις νέες συνθήκες, στρατηγικής του Ελσίνκι είναι μακροπρόθεσμου χαρακτήρα, η αναγκαιότητα για αποκλιμάκωση της έντασης στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο είναι άμεση. Εδώ και πολλούς μήνες οι δίαυλοι των διερευνητικών επαφών και των Μέτρων Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) παρέμεναν παγωμένοι και αυτό περιόριζε τους τρόπους διαχείρισης δύσκολων καταστάσεων. Η κατάσταση είχε επιβαρυνθεί πολύ λόγω τόσο της υπόθεσης του ασύλου των οκτώ τούρκων αξιωματικών στην Ελλάδα, όσο και της σύλληψης των δύο ελλήνων στρατιωτικών στον Εβρο τον Μάρτιο του 2018.
Στη συνάντηση των κ.κ. Ερντογάν και Τσίπρα αποφασίστηκε να γίνει μια προσπάθεια να τεθούν και πάλι τα ΜΟΕ επί τάπητος σε δύο επίπεδα. Αρχικά προγραμματίζεται να υπάρξει συνάντηση των δύο υπουργών Αμυνας Ευάγγελου Αποστολάκη και Χουλουσί Ακάρ στο περιθώριο της συνόδου των υπουργών Αμυνας του ΝΑΤΟ την προσεχή Τετάρτη και Πέμπτη στις Βρυξέλλες. Αργότερα θα επιδιωχθεί συνάντηση των γενικών γραμματέων των δύο υπουργείων Εξωτερικών, των πρέσβεων Δημήτρη Παρασκευόπουλου και Σεντάτ Ονάλ (ενός εκ των τριών υφυπουργών στο τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, καθώς πλέον έχει καταργηθεί η θέση του μόνιμου υφυπουργού Εξωτερικών), για συνομιλίες επί αεροναυτιλιακών θεμάτων. Στρατιωτικές και διπλωματικές πηγές συνιστούσαν ψυχραιμία και όχι καλλιέργεια υψηλών προσδοκιών εν όψει της συνάντησης Αποστολάκη – Ακάρ. Αλλωστε, αυτή τη στιγμή υπάρχουν περί τα 30 στρατιωτικά ΜΟΕ που δεν εφαρμόζονται πλήρως και το βασικό σημείο στο οποίο θα ήθελε να εστιάσει η Αθήνα είναι η επαναφορά των δράσεων αυτών των ΜΟΕ.
Το Μνημόνιο
Παπούλια – Γιλμάζ
Υπενθυμίζεται ότι η υιοθέτηση ΜΟΕ μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας θα πρέπει να διακριθεί σε τρεις φάσεις. Η πρώτη ακολούθησε τη συνάντηση των Ανδρέα Παπανδρέου και Τουργκούτ Οζάλ στα τέλη Ιανουαρίου 1988 στο Νταβός της Ελβετίας, στο περιθώριο του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Επρόκειτο για το Μνημόνιο Κατανόησης που υπέγραψαν στη Βουλιαγμένη τον Μάιο του 1988 Παπούλιας – Γιλμάζ, τότε υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και Τουρκίας. Το Μνημόνιο ακολουθήθηκε, τον Σεπτέμβριο του 1988, από τη Συμφωνία επί των Οδηγιών για την Πρόληψη Ατυχημάτων και Συμβάντων στην Ανοικτή Θάλασσα και στον Διεθνή Εναέριο Χώρο.
Το Μνημόνιο Παπούλια – Γιλμάζ περιελάμβανε μεταξύ άλλων:
α) Την υποχρέωση κάθε μέρους να σέβεται τα κυριαρχικά δικαιώματα και την εδαφική ακεραιότητα του άλλου μέρους και τα δικαιώματά του να χρησιμοποιεί τον θαλάσσιο ανοικτό και τον διεθνή εναέριο χώρο στο Αιγαίο.
β) Τη συμφωνία Αθήνας και Αγκυρας ώστε να αποφεύγεται η παρακώλυση της ομαλής ναυσιπλοΐας και της εναέριας κυκλοφορίας κατά τη διεξαγωγή ασκήσεων στην ανοικτή θάλασσα και στον διεθνή εναέριο χώρο.
γ) Τη συνεννόηση των δύο πλευρών ώστε κατά τον σχεδιασμό και τη διεξαγωγή εθνικών στρατιωτικών ασκήσεων να αποφεύγονται η απομόνωση συγκεκριμένων περιοχών, ο αποκλεισμός περιοχών διεξαγωγής ασκήσεων για μεγάλα χρονικά διαστήματα αλλά και η διεξαγωγή τους κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου και των κύριων εθνικών και θρησκευτικών εορτών.
Μετά τα τραγικά περιστατικά των Ιμίων το 1996, ακολούθησε μια σειρά προτάσεων για νέα ΜΟΕ από το ΝΑΤΟ (με ενεργή ανάμειξη του τότε Γενικού Γραμματέα Χαβιέρ Σολάνα) και τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες συζητήθηκαν σε επίπεδο Μόνιμων Αντιπροσώπων Ελλάδας και Τουρκίας στη Συμμαχία. Οι βασικότερες από τις ιδέες περιελάμβαναν α) την παράταση του μορατόριουμ για τη διεξαγωγή στρατιωτικών ασκήσεων κατά έναν μήνα το καλοκαίρι, β) την παρακολούθηση από το ΝΑΤΟ των ελληνικών και τουρκικών πτήσεων πάνω από το Αιγαίο με αποστολή εικόνας από τα ραντάρ στο στρατηγείο της Συμμαχίας στη Νάπολι της Ιταλίας, γ) τη μη υποβολή σχεδίων πτήσεως από τα τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη στο Αιγαίο με την παράλληλη χρήση των ηλεκτρονικών συστημάτων του ΝΑΤΟ για την αναγνώριση φίλιων αεροσκαφών, ώστε να αποφεύγονται οι αναχαιτίσεις, δ) τη σύσταση κέντρου απευθείας επικοινωνίας Ελλάδας και Τουρκίας και ε) τον αφοπλισμό όλων των μαχητικών αεροσκαφών που συμμετείχαν σε στρατιωτικές ασκήσεις. Οι ιδέες αυτές δεν οδήγησαν πουθενά, καθώς ορισμένες εξ αυτών δεν μπορούσαν να γίνουν δεκτές από την Αθήνα.
Τέλος, η τρίτη φάση των ΜΟΕ ξεκινά μετά την ελληνοτουρκική προσέγγιση του 1999. Την περίοδο 2000-2007 υπεγράφησαν συνολικά 24 πολιτικο-στρατιωτικά ΜΟΕ, όπως π.χ. η ανταλλαγή των Προγραμμάτων Εθνικών Ασκήσεων Μεσαίου – Μεγάλου Μεγέθους ή η εγκαθίδρυση απευθείας τηλεφωνικής γραμμής μεταξύ των υπουργών Αμυνας, των υπουργών Εξωτερικών και των Α/ΓΕΕΘΑ των δύο χωρών. Ωστόσο, σχεδόν σε κάθε ευκαιρία η τουρκική πλευρά επανερχόταν σε πιο προωθημένες και εμφανώς «δύσπεπτες» για την Αθήνα ιδέες που περιλαμβάνονταν στον «Κώδικα Συμπεριφοράς» για τον εναέριο χώρο του Αιγαίου, όπως π.χ. οι πτήσεις μη οπλισμένων αεροσκαφών. Το τελευταίο επεισόδιο των συνομιλιών επί ΜΟΕ ήταν η πίεση της Αγκυρας να υπάρξουν αλλαγές στο καθεστώς των ελληνικών πεδίων βολής στο Αιγαίο (ιδιαίτερα σε αυτά στην Ανδρο και στην Ψαθούρα).
Η συνεργασία σε θέματα ασφαλείας, η υπόθεση των «8» και το Προσφυγικό
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι υπόθεση των «8» έχει ρίξει βαριά σκιά στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Δεν θα πρέπει επίσης να υπάρχουν αυταπάτες ότι η Αγκυρα θα πάψει να επαναφέρει το ζήτημα όταν το κρίνει σκόπιμο. Ωστόσο, το ζήτημα της συνεργασίας σε θέματα ασφαλείας και αντιμετώπισης της τρομοκρατίας είναι περίπλοκο και η Αθήνα θέλει να υπάρξει συνεννόηση με την Αγκυρα για μια σειρά λόγων.
Κατ’ αρχήν, σε ό,τι αφορά το Προσφυγικό, η Αθήνα θα ήθελε καλύτερη συνεργασία ώστε να εξαρθρωθούν τα δίκτυα διακινητών. Αυτή την περίοδο υπάρχουν δύο σημεία στα οποία πρέπει να βρεθούν λύσεις. Το πρώτο αφορά την αύξηση των ροών από τα βόρεια παράλια της Τουρκίας, τόσο προς το χερσαίο σύνορο του Εβρου, όσο και με πλοιάρια προς το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης. Το δεύτερο είναι ότι απέναντι από τη Σάμο λειτουργούν δίκτυα διακινητών που κατευθύνουν «επιμελώς» μετανάστες από χώρες της Υποσαχάριας Αφρικής που φθάνουν στην Τουρκία μέσω του αεροδρομίου της Κωνσταντινούπολης και ύστερα μεταφέρουν απέναντι στη Σάμο, με αποτέλεσμα το hotspot του νησιού να βρίσκεται σε εκρηκτική κατάσταση.
Την ίδια στιγμή, η τουρκική κυβέρνηση έχει εντάξει ευρύτατες κατηγορίες ατόμων σε όσους θεωρεί τρομοκράτες. Οι σχετικές λίστες ανανεώνονται συνεχώς. Δεν υπάρχει αμφιβολία, επισημαίνουν ενημερωμένες πηγές, ότι η Ελλάδα είναι τόπος στον οποίο επιδιώκουν να περάσουν πρόσωπα που συνδέονται με το δίκτυο του Φετουλάχ Γκιουλέν όσο και με κουρδικές οργανώσεις. Σύμφωνα με πληροφορίες, η γνωστή οργάνωση DHKP-C, στελέχη της οποίας είχαν συλληφθεί για σχέδιο απόπειρας δολοφονίας του προέδρου Ερντογάν πριν από την επίσκεψη του τελευταίου στην Αθήνα, εξακολουθεί να έχει παρουσία στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη οργάνωση θεωρείται πολύ επικίνδυνη. Παράλληλα, η συνεργασία – μέσω συνδέσμων – των δύο χωρών είναι κρίσιμη και για τον έλεγχο των κινήσεων ατόμων που δραστηριοποιούνται στη Συρία. Δεν υπάρχει άλλωστε αμφιβολία ότι το τουρκικό έδαφος έχει τα τελευταία χρόνια αποτελέσει βάση για την ενίσχυση ακραίων ισλαμικών και ριζοσπαστικών στοιχείων στην αραβική χώρα.

