Ramachandra Guha Gandhi
The Years that Changed the World, 1914-1948
Εκδόσεις Allen Lane, 2018
σελ. 1.152, τιμή 40 στερλίνες

Τον Ιανουάριο του 1915 ο 46χρονος Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι επέστρεψε στην Ινδία έπειτα από 21 χρόνια παραμονής στη Νότια Αφρική. Μαζί με τη σύζυγό του έγιναν δεκτοί στη γενέτειρά τους, στο κρατίδιο του Γκουτζαράτ, με ενθουσιασμό: «Οι δρόμοι του Πορμπαντάρ διακοσμήθηκαν με αψίδες και τα σπίτια με πολύχρωμα λάβαρα. Σχολεία και κολέγια έμειναν κλειστά εκείνη τη μέρα. Ιππείς του κρατικού στρατού προπορεύονταν του αυτοκινήτου που μετέφερε το ζεύγος, πεζικό και μια στρατιωτική μπάντα έπονταν. Ακόμη και ο κυβερνήτης βγήκε από το ανάκτορό του για να παρακολουθήσει το θέαμα». Δεν ήταν η μεγαλύτερη δημόσια εκδήλωση που θα γνώριζε ο Γκάντι στη διάρκεια της ζωής του, ήταν ωστόσο ίσως η πρώτη του δεύτερου, διακριτού σταδίου του βίου του, μετά τα χρόνια των σπουδών στη Μεγάλη Βρετανία και της δράσης του στη Νότια Αφρική. Πρόκειται ουσιαστικά για αυτό που ο ινδός ιστορικός Ραματσάντρα Γκούχα, ο οποίος παραθέτει την παραπάνω περιγραφή, αποκαλεί στον υπότιτλο της μείζονος βιογραφίας του Γκάντι που εκδόθηκε στα αγγλικά στις αρχές Οκτωβρίου «τα χρόνια που άλλαξαν τον κόσμο» – την περίοδο από το 1914 ως τη δολοφονία του από έναν ινδουιστή εθνικιστή το 1948, όταν ο Μοχάντας εξελίχθηκε σε «Μαχάτμα» («μεγάλη ψυχή») και η ειρηνική αντιπαράθεσή του με τη Βρετανική Αυτοκρατορία συνέβαλε καθοριστικά στην ανεξαρτησία της Ινδίας.

Ο δεύτερος αυτός τόμος του έργου του Γκούχα (ο πρώτος, με τίτλο «Gandhi before India», κυκλοφόρησε το 2013) αποτελεί το κυρίως σώμα της μελέτης ως προς το πολιτικό και κοινωνικό βάρος της προσωπικότητας του Γκάντι. Η σημασία του έγκειται τόσο στο γεγονός ότι θυμίζει στο ευρωπαϊκό κοινό ένα από τα κορυφαία πρόσωπα του 20ού αιώνα (δεύτερος μαζί με τον Φράνκλιν Ρούζβελτ πίσω από τον Αλμπερτ Αϊνστάιν στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού «Time» το 1999) στα 70 χρόνια από το θάνατό του όσο και στη λεπτομερή αναδίφηση στις πηγές που επιτρέπει να προκύψει μια θεώρηση απαλλαγμένη από τους μύθους και την κυριαρχία των συναισθημάτων. Παρά το ότι τα άπαντα του Γκάντι καλύπτουν 97 τόμους και είναι γνωστά στους μελετητές εδώ και δεκαετίες, ο Γκούχα μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση σε νέο, αχρησιμοποίητο ως τώρα υλικό: το προσωπικό αρχείο του ινδού ηγέτη που ο Πιαρελάλ Ναγιάρ, προσωπικός γραμματέας του κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, είχε κρατήσει ο ίδιος, κατατέθηκε μετά τον θάνατο της αδελφής του στη Βιβλιοθήκη και Μουσείο Μνήμης Νεχρού και έγινε προσβάσιμο στο κοινό μεταξύ 2007 και 2012. Ο Γκούχα υπήρξε ο πρώτος βιογράφος του Γκάντι που εργάστηκε εκτεταμένα με τον τεράστιο όγκο των γραπτών του, προσθέτοντάς τα στις συνολικά 60 αρχειακές συλλογές τις οποίες ερεύνησε στη διάρκεια της συγγραφής του. Ως αποτέλεσμά της προκύπτει η συμπόρευση του πολιτικού με τον άγιο, του δημόσιου με τον ιδιωτικό του βίο, της ικανότητάς του να εμπνέει με την ψυχαναγκαστική του ανάγκη να ελέγχει πρόσωπα και πράγματα.

Ο ώριμος Γκάντι

Ο Γκάντι που επιστρέφει στην Ινδία δεν είναι ο αισιόδοξος νεαρός που σπούδαζε νομικά στο UCL στα τέλη της δεκαετίας του 1880 ούτε ο ώριμος άνδρας που ήταν ακόμη διατεθειμένος να συγκροτήσει ένα βοηθητικό εθελοντικό σώμα από νοσοκόμους στηρίζοντας τον βρετανικό στρατό στον πόλεμο των Μπόερς το 1900. Πεπεισμένος ότι η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία διαιωνιζόταν λόγω της συνεργασίας των ίδιων των Ινδών, διαμορφώνει μια δημοφιλή στάση πολιτικής ανυπακοής (satyagraha) χωρίς τη χρήση βίας, αναλαμβάνει τον έλεγχο του κόμματος του Κογκρέσου στα τέλη του 1920 και πιέζει τις Αρχές για την παραχώρηση αυτονομίας. Οι ενέργειές του φέρνουν τη βρετανική κυβέρνηση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το 1931-1932, χωρίς όμως ουσιαστικά αποτελέσματα, εφόσον παράλληλα με τον διάλογο οι Βρετανοί επιχειρούν να αποδυναμώσουν το κίνημα ενθαρρύνοντας τις θρησκευτικές κοινότητες των μουσουλμάνων και των Σιχ να διατυπώσουν αιτήματα χωριστά από τους ινδουιστές. Αυτό ουσιαστικά αποτελεί και το αντίβαρο στην ενοποιητική πολιτική του Γκάντι για μια πλουραλιστική χώρα, η οποία θα φτάσει στο ζενίθ της με την έκκλησή του στους Βρετανούς να «εγκαταλείψουν την Ινδία» το 1942 και στο ναδίρ με τη διχοτόμηση της υποηπείρου σε Ινδία, Ανατολικό και Δυτικό Πακιστάν το 1947. Οι φυλακίσεις, οι διαπραγματεύσεις, οι νηστείες, η ασταμάτητη κινητικότητα του Γκάντι σε όλη τη διάρκεια των ετών αυτών σκιαγραφούνται με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο από τον Γκούχα. Το αποκορύφωμα της πολιτικής και ηθικής σταδιοδρομίας του ινδού ηγέτη δεν βρίσκεται στην αντιπαράθεσή του με τη βρετανική διοίκηση ή τους διαξιφισμούς του με τον ηγέτη των μουσουλμάνων Μοχάμεντ Αλι Τζίνα, αναδεικνύεται πιθανότατα στην κοπιαστική προσπάθειά του να σταματήσει τη διάχυτη διακοινοτική βία μετά την ανεξαρτησία της 15ης Αυγούστου 1947, με χαρακτηριστική την ομιλία του σε ινδουιστές και Σιχ τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Δελχί: «Τους παρότρυνε να διασφαλίσουν το ότι οι μουσουλμάνοι δεν θα ζούσαν ως σκλάβοι, αλλά ως πλήρεις και ισότιμοι πολίτες της Ινδίας. Ηλπιζε σύντομα να φύγει για το Πακιστάν όπου, όπως το έθεσε, «δεν θα τους χαριστώ. Θα πεθάνω εκεί για τους Ινδούς και τους Σιχ»».

Ο αντιφατικός Γκάντι

Παράλληλα, ωστόσο, ο Ραματσάντρα Γκούχα καταγράφει τις αντιφάσεις του Γκάντι, οι οποίες τον καθιστούν μια μορφή στο μεταίχμιο παράδοσης και νεωτερικότητας. Ο ίδιος άνθρωπος που το 1915 τόνιζε την ανάγκη ένταξης των γυναικών στην πολιτική διαδικασία και τασσόταν υπέρ της χειραφέτησης των παριών ανεχόταν την κοινωνική δομή της κάστας και αποδεχόταν την πατριαρχική μορφή της οικογένειας. «Ο Γκάντι ήταν ο παραδοσιακός δεσποτικός πατριάρχης: αδιάφορος για τις επιθυμίες και τους πόθους της συζύγου του, απαιτητικός από τα παιδιά του, προσδοκώντας αυτά να ακολουθούν τις εντολές του ακόμη και μετά την ενηλικίωσή τους» επισημαίνει ο Γκούχα. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ινδία, το 1915, επήλθε ρήξη μεταξύ του Γκάντι και του μεγαλύτερου γιου του, Χαριλάλ, γιατί ο 27χρονος «είχε ερωτευθεί και διαλέξει ο ίδιος της σύζυγό του αντί να την επιλέξουν οι γονείς του, όπως ήταν το έθιμο». Εξίσου αντιφατικές μπορούσαν ενίοτε να γίνουν οι χρήσεις του ασκητισμού. Ο Γκάντι δεν απέκρυπτε το γεγονός ότι μετά το 1906 απείχε από το σεξ. Ωστόσο, στα τελευταία χρόνια της ζωής του, μετά τον θάνατο της συζύγου του, Καστούρμπα, υπέβαλλε τον εαυτό του σε τεστ εγκράτειας: συνήθιζε να κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με νεαρές γυναίκες – ο Γκούχα αναφέρει την περίπτωση της 18χρονης ανιψιάς του, Μανού. Η πρακτική είχε δημιουργήσει πολιτικό και οικογενειακό ζήτημα στον κύκλο του, με συνεργάτες και οικείους να επιχειρούν να τον αποτρέψουν από παρόμοιες μελλοντικές δοκιμασίες.
Η σημερινή κληρονομιά του Μοχάντας Γκάντι είναι ένα ζητούμενο. Στη δυτική κοινωνία η πρακτική της δράσης διά της ειρηνικής πολιτικής ανυπακοής υπήρξε ιδιαίτερα διαδεδομένη στη δεκαετία του 1960 και η μορφή του ταυτίζεται με αυτήν του ειρηνοποιού ακόμη και σήμερα. Στην πατρίδα του ο Γκούχα καταγράφει μια πολύ πιο πολωμένη αντιμετώπιση. Από τη μια πλευρά το όνομα του Γκάντι κουβαλά το βάρος της μεταθανάτιας χρήσης του στην επί δεκαετίες διακυβέρνηση της χώρα από το κόμμα του Κογκρέσου, από την άλλη η αύξηση της ισχύος των ινδουιστών εθνικιστών, όπως εκφράζεται στην άνοδο του κυβερνώντος σήμερα κόμματος Μπαρατίγια Τζανάτα, ευνοεί μια λιγότερο ανεκτική παράδοση από τον θρησκευτικό πλουραλισμό του «πατέρα του έθνους». Αν η υπεράσπισή του της γυναικείας χειραφέτησης δικαιώνεται στην τακτική συμμετοχή γυναικών στη διακυβέρνηση της χώρας, αν η κριτική του στον καταναλωτισμό και στα υλικά αγαθά παραμένει επίκαιρη σε έναν κόσμο κλιματικής αλλαγής, ο Ραματσάντρα Γκούχα επιλέγει να τονίσει στον επίλογο της εξαίρετης αφηγηματικής του βιογραφίας την εμμονή (κατανοητή οπωσδήποτε σε ένα κράτος πολλαπλών θρησκευτικών, κοινωνικών και κοινοτικών διαιρέσεων αλλά εξίσου καίρια σε μια στιγμή αναταράξεων της δυτικής δημοκρατίας) στη σημασία του λόγου και της συναίνεσης: «Προσηλυτίζω διά της υπομονετικής πειθούς» έλεγε ο Μοχάντας Γκάντι το 1936.