Ιανουάριος του 1969. Μια γυναίκα, έχοντας ράψει ένα σακουλάκι με δολάρια στη φόδρα του μαύρου παλτού της, αρχίζει το μακρύ ταξίδι της από την Αθήνα με προορισμό το Παρίσι. Το τρένο έφευγε Πέμπτη απόγευμα και θα έφτανε στη γαλλική πρωτεύουσα Κυριακή ξημερώματα. «Ολα θολά και ακατέργαστα στο μυαλό της. Δεν ένιωθε μετανάστρια, ούτε τουρίστρια. Αυτή πήγαινε για σπουδές σε μια χώρα της φαντασίας της, με υποσχέσεις πολλές και ποικίλες». Από το σημείο αυτό εκκινεί το βιβλίο της Φούλας Πισπιρίγκου, το οποίο πρέπει να θεωρήσουμε μάλλον ένα ενιαίο πεζογράφημα (δεν είναι σαφές αν και κατά πόσον είναι και μυθοπλασία) με δύο βασικούς στόχους. Αφενός τη δική της αυτοβιογράφηση, με όρους μετρημένους ή κάπως κρυπτικούς και, αφετέρου, την αποτύπωση μιας ολόκληρης εποχής. Η συγγραφέας καταφέρνει πράγματι να εγγράψει το ατομικό στο συλλογικό. Από τη μια μεριά, η Ελλάδα της δικτατορίας. Και από την άλλη, οι Ελληνες του Παρισιού, μετά τον Μάη του ’68. Μια ετερόκλητη κοινότητα, από εργάτες μέχρι διανοούμενους. Και αντιστασιακούς, ασφαλώς, είτε εντός είτε εκτός εισαγωγικών. Στο επίκεντρο βρίσκεται η Πόλη του Φωτός, ως ένας τόπος πολυεθνικός και ταξικός, ως ένας τόπος που δεν γεννά μονάχα την ελπίδα, μα την ψευδαίσθηση και τη ματαίωση. Η αφηγήτρια θα επιστρέψει εκεί το 1979, στον δεύτερο σημαντικό σταθμό της ζωής της. Αν κάτι μένει μετά την ανάγνωση του συγκεκριμένου βιβλίου, αν κάτι κυριαρχεί εν τέλει, είναι η πικρία αλλά και η ανθεκτικότητα της αφηγήτριας. Και μια έντονη, πυκνή εσωτερικότητα, παλλόμενη βιωματικά, απεγνωσμένα, σε αρκετές σελίδες.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω