«Παίξε, Μαρίκα, σε βλέπω και γράφω»
Ο θεσσαλονικιός συγγραφέας μιλάει στο «Βήμα» για το νέο του βιβλίο με πρωταγωνίστρια τη θρυλική λαϊκή ερμηνεύτρια Μαρίκα Νίνου
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
«Ημορφή της αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια σταδιακά μέσα μου, με έναν ύπουλο τρόπο» μου λέει ο Σάκης Σερέφας στο τηλέφωνο. Ο λόγος για την ερμηνεύτρια του λαϊκού τραγουδιού Μαρίκα Νίνου, τον πρωταγωνιστικό χαρακτήρα στο νέο του βιβλίο Ανθρωπος Μαρίκα. Από τη Σμύρνη στην Κοκκινιά (εκδ. Μεταίχμιο, 2022). Γεννημένος το 1960, άκουγε πάντα τα τραγούδια της. Ανήκει, μου εξηγεί, σε μια γενιά που «σαββατόβραδο, μαθητής στο Λύκειο και μετά φοιτητής, σήμαινε ταβέρνα και ρετσίνα, και άρα Μπιθικώτσης, Μπέλλου, Περπινιάδης και φυσικά Τσιτσάνης και Νίνου και τις καθημερινές που πηγαίναμε στα μπαρ ακούγαμε Jethro Tull, τζαζ και Deep Purple. Αυτοί οι τόσο διαφορετικοί κόσμοι ήταν το μουσικό μας σύμπαν». Τα τελευταία χρόνια είχε αρχίσει να τον απασχολεί η σύντομη σαν πυροτέχνημα ζωή της Νίνου. «Ξεκινάει την καριέρα της μετά τα είκοσι πέντε της, εκτινάσσεται για μία δεκαετία σαν ένα εκτυφλωτικό και επιβλητικό μετέωρο στο μουσικό στερέωμα κι έπειτα από δέκα χρόνια καριέρας πεθαίνει σε ηλικία τριάντα πέντε ετών. Με μάγεψε αυτή η εκτίναξη, η σύντομη διάρκεια της ζωής της και η έλλειψη στοιχείων. Δεν έχουμε παρά μονάχα σπαράγματα, κάποιες φωτογραφίες, τα τραγούδια της, μερικά πλάνα στα οποία τραγουδάει στην ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού» σε δύο ελληνικές ταινίες όπου βλέπουμε και την κίνησή της, επιστολές της που σώζονται από την ανιψιά της… Παρά τη λάμψη της, είναι απορίας άξιο που δεν έχουν βρεθεί συνεντεύξεις της στον «Θησαυρό» ή στο «Ρομάντσο» της εποχής. Θέλησα λοιπόν να πλάσω τη μορφή της και να της δώσω τη «φωνή» που δεν σώζεται πουθενά».
Εξηγεί πως δεν είχε σκοπό να γράψει βιογραφία. «Δεν θα μπορούσα, ακόμη κι αν το ήθελα. Τα στοιχεία για τη ζωή της είναι λίγα και αντιφατικά, ακόμη και τα βασικά στοιχεία, το πότε γεννήθηκε και πού γεννήθηκε, ποια ήταν η καταγωγή της». Εκείνος επέλεξε τις εκδοχές που εξυπηρετούσαν τη δημιουργική του φαντασία και βασίστηκε σε στοιχεία από το οικογενειακό περιβάλλον της Νίνου, πληροφορίες της ανιψιάς της. Παράλληλα, τον ενδιέφερε να αναδείξει «πόσο η ζωή και το έργο της συνδέονται με μια εποχή πυκνή σε γεγονότα-σταθμούς της νεοελληνικής Ιστορίας. Γεννιέται πάνω σε ένα καράβι όπου η μάνα της, Αρμένισσα, έρχεται πρόσφυγας από τη Σμύρνη στην Ελλάδα. Οπότε στο βιβλίο παρουσιάζεται η Μικρασιατική Καταστροφή από την πλευρά του αρμενικού στοιχείου που έχει κάποιες ιδιομορφίες. Εχουμε τις στιγματισμένες με πυρωμένα βελόνια στα χέρια Αρμένισσες που κατέληγαν σκλάβες στο παζάρι, μετά τη σφαγή του 1915, τις γυναίκες με τα λευκά γάντια στο βιβλίο. Ακολουθεί η μεταξική δικτατορία, η Κατοχή, ο Εμφύλιος, τα Σεπτεμβριανά του 1955 στην Κωνσταντινούπολη… Με όλα αυτά εφάπτεται η ζωή της Νίνου ή περνούν στα τραγούδια της». Οπως και όλες οι αλλαγές στην ελληνική κοινωνία. «Είμαι η γυναίκα η μοντέρνα που ψηφίζω» θα τραγουδήσει η Νίνου, εκφράζοντας, σε μουσική Απόστολου Καλδάρα και στίχους Κώστα Μάνεση, το δικαίωμα ψήφου στις Ελληνίδες στις αρχές της δεκαετίας του 1950.
Εμφαση στην ανθρώπινη κατάσταση
Ο Σερέφας ψηλαφεί τον άνθρωπο Μαρίκα πίσω από τη λάμψη της επαγγελματικής της ζωής. Υπαινίσσεται γνωστά γεγονότα ενώ βρίσκουμε τον Μανώλη Χιώτη και τον Βασίλη Τσιτσάνη κρυμμένους μέσα στα ονόματα «Γιώτης» και «Τσίτσης», αντίστοιχα. «Ηταν μια συνειδητή συγγραφική απόφαση. Από την έρευνα που έκανα είχα στα χέρια μου όλο το ανεκδοτολογικό υλικό για τη σχέση της με τον Τσιτσάνη και με τις άλλες τραγουδίστριες, το μαλλιοτράβηγμα με την Μπέλλου, αλλά δεν ήθελα τα στοιχεία αυτά, όσο κι αν νοστιμεύουν ένα κείμενο στον ουρανίσκο του αναγνώστη, να επισκιάσουν το κυρίως θέμα που είναι η ανθρώπινη κατάσταση της Μαρίκας Νίνου, ο πόνος της, η προσπάθειά της, ο μόχθος της, η μοναξιά της» εξηγεί ο συγγραφέας. «Αν δούμε ακριβώς αυτή την ανθρώπινη κατάσταση, η ζωή της αποκτά μια υπερβατική διάσταση, η Μαρίκα γίνεται σύμβολο της μοναξιάς και του πόνου. Ας σκεφτούμε μόνο τον τρόπο που πέθανε, άρρωστη από καρκίνο, από αιμορραγία πάνω στην πίστα, πληρώνοντας εισιτήριο λεωφορείου και όχι ταξί για να εξοικονομήσει χρήματα για να ξεχρεώσει το σπίτι της». Ακούγοντας τον Σερέφα, πείθεσαι ότι το «Γεννήθηκα για να πονώ και για να τυραννιέμαι» του Τσιτσάνη , που τραγούδησε με τον Τάκη Μπίνη η Νίνου, ήταν ο ύμνος της ζωής της.
Μεταμοντέρνα αφήγηση
Αρμενικές συνταγές για χαρισά, αποσπάσματα από αυθεντικές μαρτυρίες, στίχοι τραγουδιών, τμήματα επιστολής της Μαρίκας προς τον αδελφό της κεντούν τον αφηγηματικό καμβά του Σερέφα. Η γραφή του, με συχνά κατ και μοντάζ, αποδραματοποιεί την υψηλής θερμοκρασίας ζωή της Μαρίκας – «δεν ήθελα να καταλήξει το κείμενο μελιστάλακτο σε σχέση με τα ερωτικά της και σπαραξικάρδιο σε σχέση με τη ζωή της», διευκρινίζει ο συγγραφέας. Βλέπουμε τα Helldiver να πετούν στον Γράμμο και παρακολουθούμε τις ακροβατικές παραστάσεις της Μαρίκας με τον σύζυγο και τον γιο της, μεταφερόμαστε από την αρμενική εκκλησία του Σουρπ Αγκόπ στην Κοκκινιά, όπου η νεαρή Ευαγγελία Αταμιάν ψέλνει τα ευαγγέλια, στο κέντρο «Νέο Βυζάντιο» στη Νέα Υόρκη του 1954 όπου εμφανίζεται η Μαρίκα κάνοντας περιοδεία, και ακούμε τη φωνή της σε μυθοπλαστικές συνεντεύξεις. «Ενώ τραγουδούσε δίπλα στον Τσιτσάνη, ενώ έχουμε για εκείνον τόσες συνεντεύξεις, η Νίνου βρίσκεται στη σκιά» σχολιάζει ο Σερέφας.
Μια αόρατα σκηνοθετημένη ζωή
Είναι το βιβλίο μια δικαίωση για τη Μαρίκα Νίνου; Ο Σερέφας το αρνείται, με την έννοια ότι «το ταλέντο της και η αξία της αναγνωρίστηκαν, γι’ αυτό και όπου εμφανιζόταν γινόταν ξεσηκωμός, αυτό όμως δεν συνοδεύτηκε από την ανάλογη έντυπη δημοσιότητα, αυτό είναι το περίεργο…». Αυτό το κενό προσπαθεί να καλύψει με ένα βιβλίο που επιχειρεί μέσω μιας γραφής με έντονο το θεατρικό στοιχείο – μάλιστα, το κείμενο έχει κατατεθεί από τη σκηνοθέτρια Μαρία Αιγινίτου ως πρόταση στο πρόγραμμα «Ολη η Ελλάδα ένας πολιτισμός 2022» με πληροφορεί ο συγγραφέας – να αναπαραστήσει τη ζωή της Μαρίκας Νίνου σαν έργο που παρακολουθεί κάποιος κεφάλαιο-κεφάλαιο στην οθόνη ή στο σανίδι. «Ακούγοντας δύο χρόνια ξανά και ξανά τα τραγούδια της, και ειδικά τη ζωντανή ηχογράφηση από την ταβέρνα του «Τζίμη του Χοντρού», είχα την αίσθηση ότι η Μαρίκα Νίνου τοποθετήθηκε πάνω στη σκηνή της ζωής, για να το πω έτσι κλισέ, από κάποιον αόρατο σκηνοθέτη. Eίχα τη ζωηρή αίσθηση πως η ζωή της ήταν, μοιραία και άγνωστο πώς, σκηνοθετημένη, και ότι εγώ αντέγραφα στο βιβλίο αυτή τη σκηνοθεσία. Oσο έγραφα, τη φανταζόμουν διαρκώς πάνω σε μια σκηνή και της έλεγα «Παίξε, Μαρίκα, σε βλέπω και γράφω»».
{SYG}Σάκης Σερέφας{SYG}{TIT}Ανθρωπος Μαρίκα.Από τη Σμύρνη στην Κοκκινιά{TIT}{EKD}Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2022, σελ. 128, τιμή 9,90 ευρ{EKD}ώ

