Οποτε κάποιος σεφ μιλάει για «μαμαδίστικο φαγητό» – έκφραση που χρησιμοποιούν κατά κόρον τα τελευταία χρόνια όσοι

ασχολούνται με την εστίαση για να παινέψουν τα έργα τους και για να τονίσουν πόσο νόστιμο είναι το φαγητό τους – θυμάμαι μια συμμαθήτριά μου που έλεγε πως η μαμά της ήταν η χειρότερη μαγείρισσα του κόσμου. Συχνά-πυκνά, μας διηγούνταν ανέκδοτα με τις προσπάθειές της να πετύχει μία συνταγή, και δεν μιλάμε για δύσκολα πράγματα, αλλά για μακαρόνια με κιμά που έβγαιναν σούπα, για κεφτέδες που είχαν την υφή μπάλας του τένις, για γεμιστά τόσο καμένα που δεν ξεκολλούσαν από τον πάτο του ταψιού. Τα χρόνια εκείνα εγώ τρεφόμουν μόνο με μπιφτέκια και τηγανητές πατάτες, δεν έδινα μεγάλη σημασία στο φαγητό, οπότε δεν είχα καταλάβει το δράμα της φίλης μου που ήταν αρκετά λιχούδα. Οταν όμως μεγάλος πια βρέθηκα ξανά στο σπίτι της, ακούγοντας την ηλικιωμένη τώρα μαμά της να μιλάει στο τηλέφωνο με την άλλη κόρη της επιβεβαίωσα πως πράγματι τα δύο κορίτσια πρέπει να υπέφεραν τρώγοντας τα φαγητά που τους έφτιαχνε όταν ήταν παιδιά. Η κόρη επιχειρούσε να φτιάξει μουσακά αλλά δεν είχε αρκετό γάλα για την μπεσαμέλ. Τι τη συμβούλευε η μαμά; «Μικρό το κακό, παιδί μου, αν δεν σου φτάνει το γάλα βάλε νερό, κανένας δεν θα το καταλάβει. Εγώ πάντα αυτό έκανα». Ηταν και αυτή μία άποψη για το μαμαδίστικο φαγητό. Ή μάλλον, η επιβεβαίωση πως μαμαδίστικο δεν σημαίνει απαραιτήτως καλό.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω