«Ονειρεύομαι να είμαι χρήσιμος»
Ο καταξιωμένος πρωταγωνιστής μιλάει για τη ζωγραφική και την ποίηση που έδωσαν νόημα σε αυτές τις ημέρες του, την Αμερική του Τραμπ και τον Μπέκετ που πάντα αγαπά
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Είναι ένα βροχερό μεσημέρι. Ο Δημήτρης Καταλειφός βρίσκεται στο σπίτι του στο Παγκράτι. Λίγο πριν ξεκινήσει η κουβέντα μας έχει διαβάσει τα τελευταία λόγια του άδικα δολοφονημένου από τον λευκό αστυνομικό αφροαμερικανού Τζορτζ Φλόιντ. Είναι συγκλονισμένος. «Εμοιαζαν με ένα ανατριχιαστικό ποίημα» λέει και αναρωτιέται για τις αντιφάσεις της Αμερικής. «Εχει γεννήσει εκπληκτικά πράγματα, και όμως οι φυλετικές διακρίσεις λες και βρίσκονται στο DNA της. Εδώ έχει ψηφίσει αυτόν τον πρόεδρο. Καμιά φορά αναρωτιέμαι αν τελικά η αβέβαιη εποχή μας γεννά αυτή τη βία, την ανάγκη τού να κάνεις κακό. Γιατί προχθές και στην Ελλάδα μια γυναίκα έριξε οξύ στο πρόσωπο ενός κοριτσιού. Και αυτό είναι τρομακτικό».
Πώς βιώσατε τις ημέρες του υποχρεωτικού εγκλεισμού μας;
«Αρχικά με κατέκλυσε, όπως όλους νομίζω, μια ανησυχία για την υγεία μας. Παράλληλα μια στενοχώρια για την παράστασή (αναφέρεται στον «Θάνατο του εμποράκου») που αφήσαμε πίσω μας τόσο ξαφνικά και άδοξα. Υστερα όμως βρέθηκα με τον εαυτό μου μόνος στο σπίτι, και ενώ έξω διαδραματιζόταν κάτι τόσο κοσμοϊστορικό, ξεκίνησα να γράφω ποίηση και να ζωγραφίζω. Φυσικά, η σκιά του θανάτου και της αρρώστιας ήταν βαριά κάθε φορά που άκουγα ειδήσεις. Moυ έλειψαν θα έλεγα αγαπημένα μου πρόσωπα. Αλλά δεν έπληξα. Ισως μου έλειψε και η αγαπημένη μου συνήθεια: να πηγαίνω το πρωί σε ένα καφενείο, εδώ στο Παγκράτι, και να βλέπω φίλους. Σκέφτομαι πάντως ότι το διάστημα αυτό ήταν σαν μια γενική δοκιμή της ζωής ενός συνταξιούχου ηθοποιού. Πήρα μια γεύση και μπορώ να ομολογήσω ότι αυτά τα πάρεργα, τα χόμπι μου, η ζωγραφική και το γράψιμο, μου έδωσαν χαρά. Είπα μέσα μου ότι ίσως μπορεί να τα βγάλω πέρα και χωρίς θέατρο».
Είστε πολύ νέος για τέτοιες σκέψεις…
«Δεν μπορείς να μην τις κάνεις. Μεγαλώνοντας μειώνονται οι ρόλοι που μπορείς να παίξεις. Αναρωτιέσαι θα σε κρατούν οι δυνάμεις σου; Θα θυμάσαι τα λόγια σου; Ο χρόνος βαραίνει πλέον διαφορετικά όταν περάσεις τα 60. Νιώθεις ότι περνάς από την άλλη πλευρά του λόφου. Εύχομαι πάντως να έχω υγεία να παίξω ακόμα τρία-τέσσερα πράγματα που ονειρεύομαι. Να συνεργαστώ, για παράδειγμα, με τον Νίκο Μαστοράκη. Να βρεθώ στη σκηνή με την Αμαλία Μουτούση ή να παίξω στο «Tέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, που καλώς εχόντων των πραγμάτων, θα το ανεβάσουμε εφέτος σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα στο Σύγχρονο Θέατρο της Ελένης Σκότη και του Γιώργου Χατζηνικολάου».
Εχετε λοιπόν σχέδια για το φθινόπωρο;
«Ναι. Σκοπεύουμε επίσης να ανεβάσουμε και «To τέλος», επίσης έργο του Μπέκετ, με το όποιο είχα αναμετρηθεί για λίγες παραστάσεις και στο παρελθόν. Τον αγαπώ τον Μπέκετ. Αγαπώ τον ελλειπτικό τρόπο που μιλά για τον άνθρωπο και την ύπαρξη. Γιατί τη στιγμή που σου αποκαλύπτει το μάταιο του κόσμου, σου δίνει κουράγιο να συνεχίσεις. Και αυτό κρύβει μια αισιοδοξία και ανθρωπιά. Την ίδια στιγμή είναι ένας μεγάλος ποιητής της γλώσσας».
Τι προβλέπετε για τη θεατρική χρονιά που έρχεται;
«Είναι μια χρονιά που δεν θα πρέπει να περιμένεις την επιτυχία. Αρκεί που θα είμαστε ανοιχτοί. Το θεωρώ νίκη μετά από αυτά που μας βρήκαν. Πρόσφατα είχα μια ιδέα που αγκαλιάστηκε όταν την ανακοίνωσα στο Facebook. Nα επιστρέψει ο λόγος στο ραδιόφωνο, όπως συνέβαινε πριν από τη δεκαετία του ’90. Να διαβάσουν ηθοποιοί ποιήματα, κείμενα, θεατρικά έργα. Μαζί με μια ομάδα ήδη στείλαμε σχετική επιστολή στην Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση. Θα ήταν καλό να επιστρέψει το θέατρο στο ραδιόφωνο. Και αν θέλετε, θα είναι και ένα χαρτζιλίκι για τους ηθοποιούς τον δύσκολο αυτόν χειμώνα. Ελπίζω να ανταποκριθούν».
Οι καλλιτέχνες έχουν ξεσηκωθεί. Πώς βλέπετε κινήματα όπως το Support Art Workers;
«Τους καταλαβαίνω απόλυτα. Επειδή ίσως είμαι ένας άνθρωπος μεγαλύτερης ηλικίας πλέον πάντως μου αρέσει οι άνθρωποι να συμφιλιώνονται. Να μην υπάρχει μια αλληλοκατηγορία για αυτούς που βρήκαν δουλειά. Αυτό με ενόχλησε κάπως αυτόν τον καιρό. Κάπως έτσι γεννήθηκε η ιδέα μου για το ραδιόφωνο. Τα νέα παιδιά είναι απελπισμένα. Γιατί και πριν από τον COVID-19 οι συνθήκες ήταν αντιεπαγγελματικές. Και μεγαλώνοντας αισθάνομαι την υποχρέωση να βοηθήσω τους νεότερους. Ονειρεύομαι να είμαι χρήσιμος, είτε στο μάλλον αμήχανο σωματείο μας, είτε μέσα από τις σχολές που διδάσκω. Με ενδιαφέρει ο νέος ηθοποιός».
Δεν υποκύψατε ποτέ στις σειρήνες της εμπορικότητας. Είχε τίμημα αυτό;
«Ισως είμαι γέννημα μιας παλαιότερης εποχής. Είχα την τύχη στα πρώτα μου βήματα να συνεργαστώ με πολύ αξιόλογους ανθρώπους που με επηρέασαν. Δεν με ενδιέφερε απλά να βρω μια δουλειά. Επρεπε να έχει νόημα, πρώτα για εμένα αυτό που έκανα. Και είχα αυτή την πολυτέλεια, ίσως γιατί δεν έκανα οικογένεια».
Οι γονείς σας πώς δέχτηκαν την απόφασή σας να γίνετε ηθοποιός;
«Ηταν δύο εξαιρετικοί άνθρωποι. Θα προτιμούσαν φαντάζομαι να γίνω δικηγόρος – γιατί είχα περάσει στη Νομική. Δεν μου έφεραν όμως ποτέ αντίρρηση, ούτε με πίεσαν για κάτι. Και αυτό ήταν πλήρως απελευθερωτικό. Βλέπω τις τελευταίες δεκαετίες να έρχονται οι γονείς στις δραματικές σχολές που διδάσκω, να τραβούν τα παιδιά βίντεο, να υπάρχει μια πίεση να διαπρέψουν. Δεν έζησα κάτι τέτοιο. Θυμάμαι τη μητέρα μου μετά το χριστουγεννιάτικο τραπέζι να λέει «πάλι θα πας στο θέατρο να κουραστείς. Κρίμα να μην μπορείς να καθίσεις εδώ»».
Δεν είχατε το άγχος του πρωταγωνιστή;
«Είχα τη φιλοδοξία τού να είμαι καλός. Και είχα ανάγκη ενθάρρυνσης. Είμαι ευάλωτος σε αυτό. Κάθε βράδυ βγαίνεις στη σκηνή και είσαι γυμνός. Δεν λέω, είναι ευχάριστο να παίζεις τον πρώτο ρόλο. Αλλά καμιά φορά ο δεύτερος μπορεί να κλέψει την παράσταση. Ο αγαπημένος μου ηθοποιός από τον ελληνικό κινηματογράφο είναι ο Διονύσης Παπαγιανόπουλος. Ηταν πάντα σε δεύτερους ρόλους, αλλά δεν έχει υπάρξει ταινία που να μην τον θαύμασα».
Γυρίζω πίσω στα χόμπι σας, τη ζωγραφική και το γράψιμο. Θα μας «εκθέσετε» κάποια στιγμή και αυτό το κομμάτι του εαυτού σας;
«Ωρες ώρες θυμώνω που είμαι τόσο μέτριος και στη ζωγραφική και στο γράψιμο. Δεν τρέφω φιλοδοξίες. Ο έρωτας με τη ζωγραφική πάντως ήταν κεραυνοβόλος. Ξεκίνησε τυχαία βάφοντας δύο καρέκλες από άσπρες κυπαρισσί. Το ένιωσα σαν ψυχοθεραπεία. Το εξομολογήθηκα σε έναν φίλο ζωγράφο, στο καφενείο όπου συχνάζω και μου χάρισε ένα μπλοκ. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω ζωγραφίσει πάνω από 80 έργα, πάντα με παστέλ. Κάποιοι φίλοι με ενθάρρυναν να κάνω μια έκθεση. Δεν ξέρω αν θα το τολμήσω. Οσο για τα ποιήματά μου, μάλλον θα εκδοθούν. Και το νέο αυτό μου έδωσε τεράστια χαρά».

