Η συζήτηση για τον έλεγχο της ενημέρωσης είναι παλιά, πολύ παλιά – είχε αρχίσει ήδη όταν στην Ελλάδα δεν είχε ακόμη ειπωθεί ή γραφτεί η λέξη «διαπλοκή». Ο μεγάλος γάλλος διανοητής Γκιστάβ Φλομπέρ, για παράδειγμα, ήταν πολέμιος των εφημερίδων. Ανήκει στη γενιά που είχε βιώσει την εμφάνιση των εφημερίδων μεγάλης κυκλοφορίας και ήταν απέναντί τους δύσπιστος. Ενώ όταν ήταν μικρός οι ειδήσεις διαδίδονταν τυχαία στον πληθυσμό, μέσα από φημολογίες και χάρη σε κακοτυπωμένα μονοσελίδα φύλλα, όταν έγινε 30 χρόνων είδε τις εφημερίδες να γιγαντώνονται. Η εφεύρεση της τυπογραφικής μηχανής ατμού, η ανάπτυξη του σιδηροδρόμου και η χαλάρωση του νόμου περί λογοκρισίας είχαν επιτρέψει συνδυαστικά την εξάπλωση εφημερίδων που διέθεταν μεγάλα κεφάλαια και ισχυρή άποψη και μετρούσαν σε ολόκληρη τη Γαλλία συνολικό αναγνωστικό κοινό εκατομμυρίων ατόμων. Ο Φλομπέρ ισχυριζόταν ότι οι εφημερίδες έκαναν κακό στην ευφυΐα των συμπατριωτών του και πίστευε ότι διέσπειραν σε κάθε γωνιά της Γαλλίας κάθε νέου τύπου ανοησία – «η ηλιθιότητα», έγραφε, «είναι πολύ χειρότερη από την άγνοια». Κατά τον Φλομπέρ, η επιρροή του Τύπου ήταν τόσο μολυσματική, ώστε μόνο οι εντελώς αναλφάβητοι και οι αμόρφωτοι Γάλλοι είχαν ελπίδες να μπορούν να σκέπτονται ορθά! Αυτά τα έλεγε το 1850 και είχε φυσικά άδικο – μολονότι παραμένει ένας μεγάλος διανοητής. Απλώς σε όλες αυτές τις σκέψεις διακρίνει κανείς έναν ανάλογο ελιτισμό που διαπιστώνεις και σήμερα στους προβληματισμούς πνευματικών, ας πούμε, ανθρώπων, οι οποίοι θεωρούν καθήκον τους να μέμφονται την τηλεόραση, είτε κατηγορώντας την ως «χαζοκούτι» είτε τονίζοντας την επικινδυνότητα της παρεμβατικότητάς της. Για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν κατάλαβα πώς γίνεται κάτι που είναι χαζό, δηλαδή αδύναμο, να είναι συγχρόνως και παρεμβατικό, να έχει δηλαδή δυναμική και επιρροή – αλλά αυτό θα ήταν ένας ωραίος προβληματισμός π.χ. για τον Φλομπέρ, ο οποίος πέθανε χωρίς να δει τηλεόραση (και πάλι καλά, γιατί ποιος ξέρει τι θα της έσερνε). Αυτό που εγώ λέω είναι ότι η τηλεόραση εν τέλει δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από μια γωνιά του σπιτιού μας. Και ίσως επειδή τη θεωρούμε κομμάτι δικό μας, όπως κάθε γωνιά του σπιτιού μας, μπορούμε να της φερόμαστε και αναλόγως.

Αυτή η προσωπική σχέση μαζί της φάνηκε εντυπωσιακά στην περίπτωση της επαναλειτουργίας του Mega. To οποίο, όπως αποδεικνύεται, κρίνεται διαφορετικά από όσους τσακώνονταν για το κλείσιμό του και διαφορετικά από τους τηλεθεατές του. Οταν έκλεισε το Μega, θυμάμαι να γίνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο κακός χαμός. Η κυβέρνηση και η αντιπολίτευση είχαν βρει έναν ακόμη λόγο για να εκφράζουν τη διαφοροποίησή τους – χωρίς η στάση να είναι απολύτως ενιαία, θέλω να πω ότι η τότε κυβέρνηση ισχυριζόταν πως το κανάλι το έκλεισαν οι μέτοχοί του, την ίδια στιγμή που κάποια στελέχη της γελούσαν χαιρέκακα – ξεχνώντας πιθανόν ότι κάποιοι άνθρωποι χάνουν τη δουλειά τους. Πέρα από τους πολιτικούς καβγάδες (οι οποίοι έτσι κι αλλιώς συχνά γίνονται στις πλάτες ανθρώπων που πληρώνουν το κόστος τους), θυμάμαι και πολλούς διάσημους να παίρνουν θέσεις εξωφρενικές ή να σωπαίνουν – πράγμα που είναι το ίδιο περίπου. Στο κλίμα της μισαλλοδοξίας της εποχής είχαμε ανυπόφορες κραυγές, αλλά και δηλητηριώδη σχόλια: κάποιοι δεν έκρυψαν τη χαρά τους και κάποιοι έκαναν γνωστή την αδιαφορία τους – αναφέρομαι και σε πολλούς που ευεργετήθηκαν. Ομως όλοι αυτοί δεν κατάφεραν να διαγράψουν το Μega από το θυμικό των τηλεθεατών του, οι οποίοι έμειναν μάλλον παγερά αδιάφοροι απέναντι στα πολιτικά ξεκατινιάσματα και στις επιδείξεις αλαζονείας. Γιατί η τηλεόραση είναι μια γωνιά του σπιτιού τους και οι περισσότεροι διαπίστωσαν, όταν είδαν μαύρη την οθόνη της, ότι απλά έγινε φτωχότερη. Τίποτε άλλο.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω