Γιώργος Ανδρειωμένος

Γιάννης Ρίτσος – Πρώιμα ποιήματα και πεζά

Εκδόσεις Κέδρος, 2018

σελ. 288, τιμή 22 ευρώ

Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε το 1909. Αλλά το έτος της ληξιαρχικής πράξης γέννησής του ως ποιητή είναι το 1934. Τότε εκδίδεται η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ» από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Την ίδια χρονιά οργανώνεται στο Κομμουνιστικό Κόμμα, με «νονό» τον ηθοποιό Ρένο Βρεττάκο. Οι μελετητές του έργου του και της ζωής του θεωρούν ότι το 1934 είναι η χρονιά της μεγάλης ρήξης ή καλύτερα του τέλους της εφηβικής και νεανικής ηλικίας του Γιάννη Ρίτσου. Αυτή η ηλικία είναι όμως το θερμοκήπιο του ποιητή. Εκεί που καλλιεργείται και ωριμάζει τελικά η τέχνη του.

Ο καθηγητής Γιώργος Ανδρειωμένος συγκεντρώνει στο βιβλίο του «Γιάννης Ρίτσος – Πρώιμα ποιήματα και πεζά» όλα όσα είχε δημοσιεύσει ο ποιητής σε αυτή την ηλικία της προετοιμασίας (και δύο αδημοσίευτα), καθώς και όλες τις αναφορές τρίτων στο πρωτόλειο και πρώιμο έργο του. Διαπιστώνουμε ειλικρίνεια και ποιητική αυτοπεποίθηση, παρ’ όλο που η φωνή είναι ακόμη ασταθής.

Ο Ρίτσος πρωτοδημοσιεύει το 1925 στο περιοδικό «Η Διάπλασις των Παίδων», με το ψευδώνυμο Ιδανικό Οραμα. Ακολουθούν πολλές δημοσιεύσεις ποιημάτων στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας, στην «Εβδομάδα», στο περιοδικό «Φαντάζιο», στους «Νέους Πρωτοπόρους» και, στις αρχές της δεκαετίας του 1930, στον «Ριζοσπάστη». Υπογράφει ως Ριτ…Σας, Ριτ…Σος, Γιάννης Ε. Ρίτσος, Ι. Ρίτσος, Ι. Σοστίρ, Γ. Σοστίρ. Το περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαιδείας είναι το πρώτο έντυπο που καλλιέργησε την ποιητική αυτοπεποίθηση του νεαρού Ρίτσου. Αλλωστε εκεί βρήκε, διά αλληλογραφίας, τον μέντορά του, που δεν ήταν άλλος από τον Ηρακλή Αποστολίδη, αρχισυντάκτη του περιοδικού. Αλλά ο πρώτος μέντορας του Ρίτσου ήταν η μητέρα του, η Ελευθερία Ρίτσου-Βουζουναρά. Του διάβαζε Παλαμά, Σολωμό, Παπαδιαμάντη, Ξενόπουλο, αποσπάσματα από τη «Διάπλασι» και από μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν και του καλλιέργησε την ιδέα ότι θα μπορούσε να γίνει ο νέος Παλαμάς.

Η ρομαντική ασθένεια

Το 1925 είναι πολύ σημαντική χρονιά στη ζωή του νεαρού Ρίτσου. Δεν είναι μόνο η πρώτη δημοσίευση στη «Διάπλασι». Είναι και η χρονιά της πλήρους χρεοκοπίας της άλλοτε ευημερούσας οικογένειας Ρίτσου, από τις σημαντικότερες της Μονεμβασιάς και του Γυθείου. Τον Σεπτέμβριο του 1925 ο Ρίτσος, που μόλις έχει τελειώσει το Γυμνάσιο – ήταν μέτριος μαθητής -, εγκαθίσταται μαζί με την αδελφή του Λούλα, έναν χρόνο μεγαλύτερή του, στην Αθήνα, έχοντας ως μόνη οικονομική υποστήριξη ένα μηνιαίο έμβασμα που τους στέλνει ο θείος τους Λεωνίδας Βουζουναράς, αδελφός της μητέρας τους, από το Λονδίνο. Η οικογένειά του έχει στο μεταξύ αφανιστεί. Τον Αύγουστο του 1921 είχε πεθάνει από φυματίωση ο μεγαλύτερος αδελφός του Μίμης, σε ηλικία 22 ετών. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς πέθανε και η μητέρα του, επίσης από φυματίωση, σε ένα σανατόριο του Πηλίου. Δεν έμαθε ποτέ για τον θάνατο του μεγάλου της γιου. Η φυματίωση ήταν η μυθιστορηματική, ρομαντική ασθένεια που σημάδεψε όχι μόνο την οικογένεια αλλά και τη ζωή – και την ευαισθησία – του ίδιου του Ρίτσου.

Αλλά τι έκαναν τα δύο αδέλφια στην Αθήνα; Η Λούλα άρχισε σπουδές στη Φιλοσοφική και ο Γιάννης, που δεν ήθελε να φοιτήσει στο πανεπιστήμιο, βρήκε πρόχειρες και υποαμειβόμενες δουλειές. Δακτυλογράφος στο δικηγορικό γραφείο Αγγελετόπουλου και αντιγραφέας στο συμβολαιογραφείο Μηλιόπουλου-Οικονομόπουλου. Ο Ρίτσος είχε πει ότι στο γραφείο Αγγελετόπουλου έβρισκε ποιητικά βιβλία στη βιβλιοθήκη και διάβαζε όταν έλειπε ο δικηγόρος: Παλαμά, Σικελιανό, Πορφύρα, Γρυπάρη, «όλους αυτούς». Αυτές οι μικροδουλειές θα σημαδέψουν τα νεανικά χρόνια του Ρίτσου. Λίγο αργότερα θα τον βρούμε βοηθό βιβλιοθηκαρίου στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών.

Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1930 θα συνεργαστεί με το καλλιτεχνικό τμήμα της Εργατικής Λέσχης, ως ηθοποιός και χορευτής. Ενώ το 1933, και ενώ έχει απαλλαγεί οριστικά από τον στρατό για λόγους υγείας, θα εργαστεί, επαγγελματικά πλέον, ως ηθοποιός και χορευτής στο «Θέατρο της Κυψέλης», δίπλα στην πρωταγωνίστρια του μουσικού θεάτρου Ζωζώ Νταλμάς.

Η άγρια ζωή

Αλλά εκείνο που σημαδεύει πραγματικά τη νεανική ζωή του Ρίτσου είναι η οικογενειακή ασθένεια, η φυματίωση. Τον χειμώνα του 1926 κάνει την πρώτη αιμόπτυση. Είναι μόλις 17 ετών. Ο ίδιος και η αδελφή του προσπαθούν να κρατήσουν το γεγονός κρυφό, καθώς το στίγμα θα ήταν αναπόφευκτο. Ενας γιατρός, φίλος της οικογένειας, του συστήνει να μεταβεί στη Μονεμβασιά για ξεκούραση και καλυτέρευση. Στη γενέθλια πόλη του δεν φαίνεται να περνάει καλά.

Ζει με ελάχιστα μέσα και σε κακές συνθήκες – κοιμάται στο χαγιάτι του πατρικού σπιτιού -, ενώ ο πατέρας του καταρρέει ψυχολογικά και βιολογικά. (Αργότερα ο Ελευθέριος Ρίτσος θα εγκλειστεί στο Δημόσιο Ψυχιατρείο του Δαφνιού.) Παρ’ όλα αυτά, ο Ρίτσος γράφει. Στίχοι λυρικοί, που μοιάζουν να ξορκίζουν την άγρια ζωή: «Ω, τι ήσυχη ζωή… χαρά στα μάτια μας / κάποια φωνή ψαρά, βαρύ ένα βήμα / στου ακρόγιαλου το δρόμο… ένα τραγούδημα / με το αλαφρό ψιθύρισμα απ’ το κύμα».

Το φθινόπωρο του 1926 επιστρέφει στην Αθήνα. Και τον Ιανουάριο του 1927 κάνει τη δεύτερη αιμόπτυση. Ακολουθούν τρία χρόνια στο νοσοκομείο «Σωτηρία», πάντοτε στην τρίτη θέση, σε θαλάμους των 20, 30 και 40 ατόμων, μαζί με άπορους και απόκληρους. Τα σανατόρια ήταν τότε τα καλύτερα κομμουνιστικά σχολεία. Παίρνει μαθήματα από «συντρόφους της αρρώστιας» που ήταν μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και διαβάζει Μαρξ, Λένιν, Πλεχάνοφ και Μπουχάριν.

Στη «Σωτηρία» θα γνωρίσει και τη Μαρία Πολυδούρη, τρόφιμος κι αυτή, αλλά στην πρώτη θέση. Ακολουθούν νοσηλείες σε άλλα νοσοκομεία, κυρίως σε σανατόρια της Κρήτης. Αθλιες συνθήκες, αλλά ταυτόχρονα και χώροι στοχασμού. Ο Ρίτσος τα αποτυπώνει όλα αυτά με τρόπο συγκλονιστικά λυρικό στα πρώιμα πεζά του που αποτελούν το «Από το ημερολόγιον ενός φθισικού», σελίδες του οποίου βρίσκουμε στο βιβλίο του Ανδρειωμένου.

Αυτό το βιβλίο είναι σαν να μας ανοίγει την πόρτα αλλά και τα μυστικά ντουλάπια και συρτάρια του εργαστηρίου ενηλικίωσης ενός από τους σημαντικότερους ποιητές του 20ού αιώνα. Υπάρχει μεγάλη, ακατέργαστη, αλήθεια σε αυτούς τους πρώιμους στίχους. Και πολλή συγκίνηση.

Οπως στο ποίημα «Μη μου το πεις», που γράφτηκε στη «Σωτηρία» το 1928 και δημοσιεύεται για πρώτη φορά: «Μη μου το πεις αν μ’ αγαπάς, κι αν σ’ αγαπώ δεν θα σ’ το πω / άσε μες στη σιωπή τον έρωτά μας / άσε σε μιαν ωραία σιωπή, σε μια βαθύτατη σιωπή / ν’ ανθήσουν τα όνειρά μας».