Χριστόδουλος Χάλαρης : Ο Δροσουλίτης της ελληνικής μουσικής
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Κάθε χρόνο, τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου, λίγο προτού ανατείλει ο ήλιος στη θέση Θυμέ Κάμπος της επαρχίας των Σφακίων, μια στρατιά νεκρών πολεμιστών με αστραφτερές πανοπλίες προελαύνει προς τη θάλασσα πάνω από το Φραγκοκάστελο. Λένε πως είναι ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης με τους στρατιώτες του που υπερασπίστηκαν το κάστρο από τους Οθωμανούς. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται Δροσουλίτες επειδή εμφανίζεται με τη δροσιά της χαραυγής. Αληθινό ή όχι, λίγη σημασία έχει. Οι Γερμανοί στην Κατοχή πυροβόλησαν τις σκιές, αλλά αυτές συνέχισαν να προελαύνουν.
Δροσουλίτες όμως δεν υπάρχουν μόνο στα Σφακιά της Κρήτης. Υπάρχουν και στην καθημερινότητά μας, δίπλα μας. Είναι κάποιοι άνθρωποι – δημιουργοί εν προκειμένω – που λειτουργούν ως Δροσουλίτες. Εμφανίζονται όποτε κρίνουν εκείνοι και, το κυριότερο, εμμένουν στην πορεία τους. Προελαύνουν με το έργο τους αδιαφορώντας ποιοι τους βλέπουν και ποιοι όχι. Οπως ακριβώς συνέβαινε με τον συνθέτη και μουσικολόγο Χριστόδουλο Χάλαρη, ο οποίος πέθανε την περασμένη Πέμπτη σε ηλικία 73 ετών (1946-2019). Γεννημένος στη Κρήτη (την εγκατέλειψε πολύ νωρίς), μπολιάστηκε με το πείσμα των Κρητικών αφήνοντας πίσω του ένα έργο ιδιαίτερο, ένα έργο που ενώ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ακαδημαϊκό, είναι εν τούτοις σίγουρα φιλοσοφικό.
Ακολουθώντας τη «Μαρκοπουλική» κατεύθυνση «επιστροφή στις ρίζες», ο Χάλαρης άρθρωσε τον προσωπικό του μουσικό λόγο βαδίζοντας χέρι-χέρι με την παράδοση. Χωρίς να είναι παραδοσιακός συνθέτης, παρουσίασε μια λόγια μορφή της. Θα έφθανε το σπαρακτικό τραγούδι «Μάνα μου, μάνα» (λιβανέζικο τραγούδι της Μ. Παρασκευής) με τη φωνή του πόντιου τραγουδιστή Χρύσανθου Θεοδωρίδη και σε στίχους του Νίκου Γκάτσου για να μείνει στην κορυφή των ελλήνων συνθετών. Δουλειές όπως «Ο τροπικός της Παρθένου» και οι «Δροσουλίτες», σαράντα τέσσερα χρόνια μετά, όχι μόνο παραμένουν ζωντανές, αλλά δίνουν μαθήματα χειρισμού της δημοτικής μουσικής από τους συνθέτες.
Η βυζαντινή μουσική
Στην αρχή της πορείας του συναντήθηκε με τους Νίκο Γκάτσο, Γιάννη Κακουλίδη, Νίκο Ξυλούρη, Δήμητρα Γαλάνη που τον βοήθησαν να αποτυπώσει στο βινύλιο το όραμά του. Λάτρης και μελετητής της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής, παρουσίασε μεταξύ άλλων τα έργα «Ακολουθία», «Απόκρυφα Πάθη» ένα θρησκευτικό λαϊκό ορατόριο αλλά και το τρίτομο σύγγραμμα «Η Ιστορία της αρχαίας ελληνικής και βυζαντινής μουσικής». Πρωτοπόρος, το 1974 παρουσίασε δίσκο με παιδικά τραγούδια εντελώς διαφορετικό και πολύ μπροστά για την εποχή του. Οργανα παραδοσιακά, ήχοι από βουνά και νησιά, κρουστά και πνευστά που οι Ελληνες άκουγαν στα πανηγύρια τους, συνοδεύουν στίχους που απέχουν εντελώς από το κλασικό ηθικό – διδακτικό στυλ της εποχής.
Ιδρυτής ορχηστρών, μουσείων παραδοσιακών οργάνων σε Θεσσαλονίκη και Σαντορίνη, αγαπούσε τη μουσική ως μέσο όχι μόνο επικοινωνίας αλλά και δημιουργίας – αποτύπωσης της ιστορίας του τόπου του. Ο Χριστόδουλος Χάλαρης δεν αντέγραψε τη βυζαντινή και την παραδοσιακή μουσική. Τις ενστερνίστηκε, τις φιλτράρησε και τις άφησε να πετάξουν σε όποια κατεύθυνση ήθελαν εκείνες και οι ακροατές. Πιστός σε τρεις αρχές όπως τις είχε θέσει ο ίδιος: «Εκανα μουσική μόνο ό,τι ήθελα, μόνο ό,τι μου άρεσε, μόνο ό,τι μου ήταν σημαντικό».

