Θέλατε από παιδί να σπουδάσετε Ιατρική;

«Στ’ αλήθεια δεν μπορώ να με θυμηθώ να θέλω να κάνω οτιδήποτε άλλο στη ζωή μου. Ισως έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι και οι δύο μου γονείς είναι γιατροί. Από παιδί περνούσα χρόνο στις κλινικές μαζί τους. Ηταν πολύ καλά παραδείγματα. Δεν με πίεσαν πάντως ποτέ να σπουδάσω Ιατρική».

Hσασταν επιμελής μαθήτρια;

«Μάλλον σε υπερβολικό βαθμό. Φοίτησα σε αγγλικό σχολείο στη Λευκωσία. Τελειώνοντας, έφυγα στο εξωτερικό για σπουδές Ιατρικής στο University College London (UCL). Μετά την αποφοίτησή μου το 2009 εργάστηκα σε διάφορα πανεπιστημιακά νοσοκομεία στο Λονδίνο και για ένα διάστημα στη Νέα Υόρκη».

Πώς μια κλινική γιατρός ενεπλάκη με την έρευνα;

«Γενικά στη Βρετανία μάς ενθαρρύνουν να ασχοληθούμε και με την έρευνα. Πολλά από τα νοσοκομεία είναι άλλωστε πανεπιστημιακά, γεγονός που σημαίνει ότι υλοποιούνται εκεί κλινικές μελέτες. Το 2014 μού απονεμήθηκε χορήγηση από το Cancer Research UK, όπου είχα υποβάλει τα προκαταρκτικά αποτελέσματα πάνω στην έρευνα που ήθελα να κάνω για τον καρκίνο του προστάτη. Με το σημαντικό χρηματικό έπαθλο που κέρδισα αφοσιώθηκα για τέσσερα χρόνια στην έρευνα στο UCL, ενώ από τον περασμένο Σεπτέμβριο επέστρεψα στη βάση μου, στο νοσοκομείο St Bartholomew’s».

Και για αυτή την έρευνά σας σάς απονεμήθηκε και το εφετινό Βραβείο Παπανικολάου από την Ελληνική Ιατρική Εταιρεία του Ηνωμένου Βασιλείου.

«Ναι. Ηταν κάτι πολύ τιμητικό, μια σπουδαία επιβράβευση. Πέρασα τέσσερα χρόνια στο εργαστήριο. Ουσιαστικά η έρευνά μας μελέτησε τους μηχανισμούς αντίστασης που αναπτύσσουν τα καρκινικά κύτταρα επάνω στη χορήγηση στοχευόμενης θεραπείας στο μεταστατικό στάδιο του καρκίνου του προστάτη και μετά αρχίσαμε να κάνουμε μικρά βήματα με μεθόδους ανίχνευσης αυτών των μηχανισμών σε κλινικά δείγματα με στόχο να προσπαθήσουμε να μεταφράσουμε τα αποτελέσματα σε ευρύτερες ομάδες ασθενών και σε άλλα είδη καρκίνου».

Επειτα από τόση έρευνα γιατί δεν έχουµε καταφέρει ακόµη να τον νικήσουµε;

«Γιατί τα καρκινικά κύτταρα είναι πολύ «έξυπνα». Eχουμε βρει στοχευόμενες θεραπείες για κάποιες μεταλλάξεις, αλλά και πάλι τα καρκινικά κύτταρα βρίσκουν τρόπο να δημιουργούν νέες».

Δεν θα βρούµε ποτέ λοιπόν τη θεραπεία;

«Δεν πιστεύω ότι θα βρούμε «αντίδοτο». Σίγουρα όμως θα βελτιώσουμε την ικανότητά μας να προβλέπουμε την εμφάνισή του και μέσω της έρευνας να πετυχαίνουμε πιο έγκυρη και αποτελεσματική διάγνωση. Και βεβαίως θα ανακαλύψουμε ισχυρότερες και πιο στοχευόμενες θεραπείες. Πιστεύω πάντως πολύ στην έγκυρη διάγνωση και γι’ αυτό θεωρώ ότι σημαντικό κομμάτι της έρευνας πρέπει να επικεντρώνεται στα πρώτα στάδια του καρκίνου».

Πώς αισθάνεστε όταν πρέπει να ανακοινώσετε άσχημα νέα σε έναν ασθενή;

«Είναι το δύσκολο κομμάτι. Ευτυχώς η Ιατρική Σχολή μάς έχει εκπαιδεύσει πάνω σε αυτό. Πολλές φορές νιώθω τον εαυτό μου εκείνη την ώρα να μπαίνει αυτόματα σε έναν ρόλο. Δεν σας κρύβω όμως ότι υπάρχουν ασθενείς που σου αποτυπώνονται βαθιά στη μνήμη και όταν γυρίζεις σπίτι τούς σκέφτεσαι όχι μόνο ως ασθενείς αλλά και ως ανθρώπους. Δεν είδα όμως ποτέ τη δουλειά μου ως κάτι μακάβριο. Πιστεύω ότι εργάζομαι σε ένα περιβάλλον που θέλει να κάνει τη ζωή του ανθρώπου καλύτερη».

Ως γυναίκα επιστήμονας έχετε βιώσει σεξιστικές συμπεριφορές;

«Οχι. Τουλάχιστον στη Βρετανία στα ιδρύματα που έχω δουλέψει είναι πολύ ευαισθητοποιημένοι. Στο εργαστήριό μας, για παράδειγμα, υπήρχε ενθάρρυνση από το UCL να έχουμε ίση εκπροσώπηση των δύο φύλων».

Ως Κύπρια το Brexit σάς ανησυχεί;

«Ναι, αλλά όχι στον βαθμό που ανησυχεί ανθρώπους οι οποίοι δουλεύουν, για παράδειγμα, στον χρηματοοικονομικό τομέα. Προφανώς υπάρχει αγωνία, τόσο από τους ασθενείς όσο και από εμάς τους γιατρούς. Πολλά από τα κονδύλια για την έρευνα αλλά και για την περίθαλψη προέρχονται από την Ευρώπη, όχι απευθείας από τη βρετανική κυβέρνηση. Γενικώς, θα έλεγα ότι πρόκειται για μια περίοδο γενικής ανασφάλειας».

Είναι αλήθεια ότι οι έλληνες γιατροί είναι περιζήτητοι στο εξωτερικό;

«Προσωπικά, έχω σπουδάσει στη Βρετανία αλλά έχω γνωρίσει πολλούς επιστήμονες που έχουν σπουδάσει στην Ελλάδα και οι γνώσεις τους είναι πολύ υψηλού επιπέδου, ίσως και υψηλότερου από αποφοίτους ξένων πανεπιστημίων. Συμβαίνει όμως και κάτι άλλο, νομίζω. Οταν βρίσκεσαι εκτός της χώρας σου, έχεις πιο πολλά να αποδείξεις, και αυτό σε κάνει να δείχνεις τον καλύτερο εαυτό σου. Και οι έλληνες επιστήμονες δουλεύουμε σκληρά. Εχουμε στόχους».

Είναι μονόδρομος το να φύγεις από την Ελλάδα και την Κύπρο αν θέλεις να ασχοληθείς με την έρευνα;

«Σίγουρα το επίπεδο της έρευνας δεν είναι τόσο υψηλό όσο σε άλλες, μεγαλύτερες χώρες. Υπάρχει έλλειψη κονδυλίων. Είμαι πεπεισμένη όμως ότι οι νέες γενιές επιστημόνων που θα επιστρέψουν από το εξωτερικό θα βοηθήσουν να γίνουν άλματα».

Εσείς θα επιστρέφατε κάποια στιγμή;

«Αυτό είναι το όνειρό μου. Σίγουρα το επαγγελματικό περιβάλλον θα είναι διαφορετικό. Νομίζω όμως ότι με τις γνώσεις μου μπορώ να προσφέρω. Γενικά, έχουμε πολύ όμορφες χώρες για να μη σκεφτείς κάποια στιγμή να επιστρέψεις σε αυτές. Τόσα χρόνια στο Λονδίνο μού λείπει ο ήλιος».