Καλοκαιρινές συναυλίες

Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ: Σύνδεση μέλους
Οι συναυλίες ελληνικού τραγουδιού κατά τους θερινούς μήνες σε υπαίθρια θέατρα, γήπεδα, ή αυτοσχέδιους συναυλιακούς χώρους, ακόμη και παραλίες, είναι ένας θεσμός πια που έχει γράψει μία δική του παράλληλη και σημαντική ιστορία στην πορεία του τραγουδιού μας.
Από τις μεγάλες «πανεθνικές» συναυλίες των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης μέχρι και σήμερα, οι συναυλίες του καλοκαιριού έχουν κρατήσει ζωντανή μία πολύ ισχυρή σχέση του κόσμου με το τραγούδι μας.
Ορισμένες, λόγω των συγκυριών ήταν ιστορικές, έχοντας ένα πολύ ισχυρό φορτίο συγκινησιακής φόρτισης, συλλογικής έκφρασης και απελευθέρωσης ενός καταπιεσμένου αισθήματος. Παρά την καλλιτεχνική τους αξία, εκείνο που έχει μείνει περισσότερο είναι η στιγμή, το πάθος, η ελευθερία, η συνεύρεση.
Σε πολλές από αυτές ακούστηκαν για πρώτη φορά τραγούδια που αργότερα έγιναν ορισμένα από τα εθνικά μας τραγούδια, όπως η «Πιρόγα» του Μικρούτσικου και του Αλκαίου που πρωτοακούστηκε από τη Χαρούλα Αλεξίου στην ιστορική συναυλία του Μικρούτσικου, του Λεοντή και του Λοΐζου στο γήπεδο του Πανιωνίου στη Νέα Σμύρνη, το 1981.
Σε μία συναυλία στο Θέατρο Βράχων στον Βύρωνα στα τέλη της δεκαετίας του ’80 μάς πρωτοπαρουσίασε ο Νίκος Παπάζογλου έναν βραχύσωμο κιθαρίστα της μπάντας του που έγραφε δικά του τραγούδια. Στάθηκε μπροστά στη σκηνή και έπαιξε με αρκετή συστολή το «Στέλλα» και το «Λάσπες». Ηταν ο Σωκράτης Μάλαμας. Θυμάμαι ότι στην αρχή δεν δώσαμε ιδιαίτερη σημασία, το θεωρήσαμε κάτι σαν διάλειμμα της συναυλίας. Στη μέση του πρώτου τραγουδιού κοιταζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Η δύναμή του και το διαφορετικό μας κέρδισαν αμέσως.
Δεν επιχειρώ βέβαια μία γενικευμένη εξιδανίκευση των καλοκαιρινών συναυλιών. Είναι λογικό στο πέρασμα των χρόνων να έχει ατροφήσει και η συγκινησιακή φόρτιση, και ίσως και το καλλιτεχνικό αποτύπωμα. Ολοι μας έχουμε βρεθεί σε βραδιές που δεν ντραπήκαμε να φύγουμε στη μέση. Αδιάφορες, πρόχειρες, με μία βιασύνη από την αρχή να φτάσουν στο τέλος. Οι καλοκαιρινές συναυλίες παρέχουν σε πολλούς καλλιτέχνες πια το μεγάλο μέρος του ετήσιου εισοδήματός τους, σε μία εποχή που η δισκογραφία έχει καταρρεύσει.
Ομως ακόμη και σε αυτές τις συνθήκες, παραμένουν ένας τόπος συνάντησης. Στιγμές που εκφράζονται κοινές αγάπες μέσα από κοινά ρεφρέν, δημιουργούνται κοινοί τόποι μέσω της τέχνης, μαζευόμαστε, βρισκόμαστε, τραγουδάμε. Δεν είναι καθόλου λίγο και καθόλου αυτονόητο.