Η έλλειψη σαφούς πληροφόρησης για τη σημασία και τις επιπτώσεις για τα εθνικά μας συμφέροντα από την υιοθέτηση της νέας δομής του ΝΑΤΟ είναι η βασική αιτία για τον τεράστιο σάλο που προκάλεσε το ευαίσθητο αυτό ζήτημα. Και είναι φανερό ότι την ευθύνη για την έλλειψη αυτή φέρει αποκλειστικά η κυβέρνηση, όταν μάλιστα εμφανίζεται να εγκαταλείπει την πάγια πολιτική όλων των προκατόχων της να μη δέχονται την ίδρυση ΝΑΤΟϊκών στρατηγείων αν δεν έχουν προηγουμένως καθορισθεί τα όρια επιχειρησιακής ευθύνης.


Επόμενο είναι λοιπόν να σημειώνονται οι αντιδράσεις που σημειώνονται, πόσο μάλλον που δεν έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητό ποιό θα είναι τα αποτέλεσμα από την κατάργηση τελικά των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης. Αν δηλαδή με τον τρόπο αυτόν ευνοούνται ή όχι οι Τούρκοι για να αλωνίζουν στο Αιγαίο, υπό το πρόσχημα ΝΑΤΟϊκών αποστολών. Διότι εδώ είναι το θέμα. Η Ελλάδα δεν θα είχε κανένα πρόβλημα με τις όποιες ΝΑΤΟϊκές ρυθμίσεις αν δεν είχε γείτονα την Τουρκία, η οποία επιδιώκει τον διαμοιρασμό του Αιγαίου.


Οι αντιδρώντες όμως στις νέες ρυθμίσεις δεν έχουν αντιληφθεί ότι τον επιχειρησιακό έλεγχο στην περιοχή του Αιγαίου τον έχασε η Ελλάδα όχι από τη νέα δομή, αλλά από το 1974 όταν η κυβέρνηση Καραμανλή για να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια από την εισβολή στην Κύπρο οδήγησε τη χώρα έξω από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας, με αποτέλεσμα να ωφεληθεί η Τουρκία. Οταν έγινε αντιληπτό το λάθος και η Ελλάδα απεφάσισε να επιστρέψει, η Τουρκία αντετάχθη επιτυχώς στο θέμα του προσδιορισμού των ορίων επιχειρησιακής ευθύνης του ΝΑΤΟϊκού στρατηγείου που ιδρύθηκε στη Λάρισα.


Το στρατηγείο της Λάρισας έμεινε έτσι στα χαρτιά, χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες και τον έλεγχο και τον σχεδιασμό των ασκήσεων στο Αιγαίο πραγματοποιούσε το ΝΑΤΟϊκό στρατηγείο τής Νάπολι. Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν η Ελλάδα να μη μετέχει στις ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις στο Αιγαίο (και λόγω της μη συμπερίληψης στον σχεδιασμό των ασκήσεων της Λήμνου) και να μετέχουν όλοι οι άλλοι, των Τούρκων συμπεριλαμβανομένων! Οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις περιορίζονταν στη φύλαξη από παραβιάσεις του εθνικού εναερίου χώρου, ο οποίος για τις ασκήσεις του ΝΑΤΟ είναι 6 και όχι 10 μίλια.


Αυτή είναι η πικρή αλήθεια, είτε θέλουμε να την παραδεχθούμε είτε όχι. Οπως και θα πρέπει κάποτε να παραδεχθούμε ότι δεν είναι δυνατόν να έχουμε εθνικό εναέριο χώρο 10 μιλίων και αιγιαλίτιδα ζώνη 6 μιλίων, διότι αυτό δεν συμβαίνει πουθενά. Δύο λύσεις υπάρχουν, είτε να επεκτείνουμε και την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 10 μίλια (εφόσον είναι φανερό ότι έχουμε εκ των πραγμάτων εγκαταλείψει τον στόχο των 12 μιλίων) είτε να περιορίσουμε τον εθνικό εναέριο χώρο στα 6 μίλια (τον οποίον ούτως ή άλλως έχουμε περιορίσει για τις ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις).


Σήμερα η κατάσταση έχει αλλάξει όχι επειδή έχουν αλλάξει οι τουρκικές επιδιώξεις στο Αιγαίο, αλλά επειδή έχει αλλάξει το ΝΑΤΟ, το οποίο με τη νέα δομή του δίνει πολύ λιγότερες δυνατότητες στην Τουρκία να πετύχει τις επιδιώξεις της αυτές καλυπτόμενη υπό τον ΝΑΤΟϊκό μανδύα. Και μόνον ότι καταργούνται οι περιοχές ευθύνης και η Τουρκία περιορίζεται σε ένα ΝΑΤΟϊκό στρατηγείο από τα τρία που είχε αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη που δεν μπορεί να αγνοηθεί. Οπως δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι η Ελλάδα διατηρεί ακέραιο το δικαίωμα του βέτο, που της δίνει τη δυνατότητα να ματαιώνει οποιονδήποτε σχεδιασμό ασκήσεων κρίνει ότι θίγει τα εθνικά της συμφέροντα.


Με τη νέα δομή του ΝΑΤΟ δεν θίγονται άλλωστε τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας. Τα κράτη συνεχίζουν να ασκούν τον πλήρη έλεγχο στο σύνολο του εθνικού τους χώρου (θαλάσσιο, εναέριο και χερσαίο). Και επιτέλους το ΝΑΤΟϊκό στρατηγείο επί ελληνικού εδάφους είναι απολύτως ισότιμο με τα άλλα τρία της νότιας περιοχής, χωρίς να αμφισβητείται ο ρόλος του, όπως συνέβαινε ως σήμερα με το στρατηγείο της Λάρισας. Μένει φυσικά να καθορισθούν οι επακριβείς λεπτομέρειες για τον τρόπο λειτουργίας της νέας δομής μετά την κατ’ αρχήν συμφωνία που επετεύχθη και εδώ θα δοθεί σίγουρα μια σκληρή μάχη.


Στην πράξη λοιπόν και από τον τρόπο λειτουργίας της θα κριθεί ουσιαστικά η νέα δομή. Είναι όμως προφανές ότι, αν η Ελλάδα δεν αποδεχόταν τη νέα δομή, την οποία αποδέχθηκε ήδη η Τουρκία, η ωφελημένη από την κατάσταση αυτή θα ήταν και πάλι η Αγκυρα. Θα διαπράτταμε, δηλαδή, το ίδιο σφάλμα που είχαμε διαπράξει το 1974. Εκτός αν έχουμε αποφασίσει ότι το ΝΑΤΟ δεν προσφέρει τίποτε στην άμυνα της χώρας και θα ήταν προτιμότερο να αποχωρήσουμε οριστικά από αυτό. Θα βρισκόμασταν έτσι εθνικά υπερήφανοι και μόνοι ξυπόλυτοι στ’ αγκάθια, όταν όλες οι χώρες του πρώην Συμφώνου της Βαρσοβίας κάνουν ουρά για να ενταχθούν στη Συμμαχία των τέως εχθρών τους.