Ο Μητσοτάκης είπε κάτι που έχει ενδιαφέρον: «Εχω κάνει πολιτική καριέρα από το να με υποτιμούν οι πολιτικοί μου αντίπαλοι. Δεν πρόκειται εγώ ποτέ να διαπράξω το ίδιο σφάλμα. Δεν υποτιμώ κανέναν, δεν υποτιμώ τους αντιπάλους μου. Τους σέβομαι» (Alpha, 16/1).

Δεν το λέει για πρώτη φορά. Συμπεραίνω ότι το εννοεί. Και άλλωστε έχει σε μεγάλο βαθμό δίκιο. Δεν ξέρω φυσικά αν όντως σέβεται τους αντιπάλους του, ούτε αν δεν θα διαπράξει το σφάλμα να τους υποτιμήσει, αλλά είναι βέβαιο ότι εκείνοι τον υποτιμούν σχεδόν πεισματικά. Ακόμη και σήμερα.

Μόλις προ εβδομάδος ο πρώην διευθυντής Τύπου του πρώην πρωθυπουργού αναρωτιόταν σε άρθρο του «Τελικά είναι ο Μητσοτάκης βλάκας;». Μιλούσε για την «υποτιθέμενη ανικανότητα, ελαφρότητα, ημιμάθεια, ανεπάρκεια» του Μητσοτάκη και απαριθμούσε τις «ουκ ολίγες γκάφες του» (Θ. Καρτερός, «Αυγή», 12/1).

Φαίνεται πως στις παρέες τους η πεποίθηση είναι γενική. «Αθεράπευτο γκαφατζή» αποκαλούσε τον Μητσοτάκη η «Εφημερίδα των Συντακτών» (Τ. Παππάς, 14/1), χαρακτηρισμός ελαφρά επιεικέστερος από το «υποτελής και επικίνδυνος» της ίδιας εφημερίδας την προηγουμένη (13/1).

Αναφέρω τους πιο πρόσφατους χαρακτηρισμούς όχι επειδή αντανακλούν ισχυρά πολιτικά επιχειρήματα ή έγκυρες αξιολογήσεις αλλά για δύο λόγους:

Αφενός, επειδή πιστοποιούν αυθεντικά ότι κάπως έτσι υπολόγιζαν τον Μητσοτάκη στα «υπόγεια του Μεγάρου Μαξίμου» της προηγούμενης κυβέρνησης. Πίστευαν φανατικά ότι «δεν το έχει» – το αποτέλεσμα φυσικά είναι γνωστό.

Αφετέρου, επειδή μάλλον δεν έχουν αλλάξει γνώμη. Μπορεί να έχασαν έως τώρα από τον Μητσοτάκη τέσσερις-πέντε εκλογές, μπορεί να τους έχει πάρει το σακάκι μαζί με το παντελόνι και λίγα εσώρουχα, αλλά εξακολουθούν να αναρωτιούνται σοβαρά αν είναι βλάκας ή γκαφατζής.

Θα προσπεράσω την απλή λογική που λέει ότι συνήθως βλάκες είναι εκείνοι που θεωρούν βλάκες τους άλλους (για περισσότερα Carlo M. Cipolla, Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας, Κέδρος, σελ. 89). Και θα σταθώ στην παρατήρηση του ίδιου του Μητσοτάκη. Πως όσοι τον υποτιμούν έχουν τροφοδοτήσει την πολιτική σταδιοδρομία του.

Ακόμη και τώρα πίστευαν ότι τον είχαν εγκλωβίσει στο θέμα της προεδρικής εκλογής και αναγκάστηκαν τελικά να κάνουν μια μεγαλοπρεπή κωλοτούμπα για να τον ακολουθήσουν. Θα πρέπει να θεωρείς πολύ βλάκα έναν πρωθυπουργό για να νομίζεις ότι θα τον υποχρεώσεις να βγάλει Πρόεδρο κάποιον που δεν θέλει.

Να σημειώσω δύο πράγματα:

Πρώτον, ότι η υποτίμηση του Μητσοτάκη δεν είχε προφανώς αντικειμενική βάση. Στηρίχθηκε εξ αρχής στο ελαττωματικό κοινωνικό στερεότυπο ότι ένας άνθρωπος από καλή οικογένεια και καλά πανεπιστήμια δεν μπορεί παρά να είναι ευάλωτος σε επίπεδο προσωπικής επάρκειας.

Ακριβώς όπως οι καλοί μαθητές στο σχολείο. Δεν είναι ικανοί. Είναι απλώς σπασίκλες.

Δεύτερον, ότι η υποτίμηση του Μητσοτάκη δεν ήταν παρά η έμμεση υπερτίμηση του Τσίπρα, ο οποίος έχει αδιαμφισβήτητα χαρίσματα αλλά δεν διαθέτει τα αντικειμενικά προσόντα του αντιπάλου του. Αποφασίστηκε λοιπόν ότι οι ατσίδες δεν βγαίνουν από το Χάρβαρντ. Βγαίνουν από την πιάτσα.

Ετσι ακούσαμε ότι ο Τσίπρας μπορεί να μην ξέρει αγγλικά, ούτε πολλά άλλα, αλλά είναι μάγκας, «πιάνει πουλιά στον αέρα» και «τον Μητσοτάκη τον έχει για μπρέκφαστ» (Ν. Μουζέλης).

Η εμμονή στην υποτίμηση του Μητσοτάκη δεν είναι μόνο η δυσκολία τους να αποδεχθούν ότι έκαναν λάθος εκτίμηση, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα. Αλλά και ο φόβος ότι θα πρέπει ταυτόχρονα να επανεξετάσουν την υπερτίμηση του Τσίπρα.

Υποψιάζομαι δηλαδή πως αν αποδεχθούν κάποια στιγμή ότι οι επιδόσεις στην πολιτική δεν είναι υπόθεση φιλολαϊκών ιδεών, προοδευτικών προθέσεων και αγωνιστικής φασαρίας αλλά αξιολόγηση προσόντων και αποτελεσμάτων, ένα σύμπαν γεμάτο εύκολες βεβαιότητες θα γκρεμιστεί γύρω τους.

Ακριβώς όμως πάνω σε αυτό το σύμπαν έχει στήσει την καριέρα του ο Μητσοτάκης. Και συνεπώς δεν βλέπω ότι κινδυνεύει σύντομα να μείνει άνεργος.

Η γερμανική προσβολή

Παρά τις επίσημες διαψεύσεις, δεν νομίζω να υπάρχει πλέον η παραμικρή αμφιβολία: στο ζήτημα της Λιβύης η Γερμανία μάς πούλησε.

Θα πρέπει να είναι μια από τις σπάνιες φορές που κάποιο μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν συντάχθηκε με έναν εταίρο του αλλά με ένα τρίτο κράτος. Λες και η αλληλεγγύη λειτουργεί με αστερίσκους και προϋποθέσεις.

Η Ντόρα Μπακογιάννη μίλησε για «απρέπεια». Είναι κάτι χειρότερο: προσβολή.

Η γερμανική Καγκελαρία αρνήθηκε φυσικά ότι ο αποκλεισμός της Ελλάδας από τη διάσκεψη του Βερολίνου έγινε κατόπιν απαίτησης της Τουρκίας στην οποία το Βερολίνο υπέκυψε.

Αλλά η συνολική μεθόδευση μοιάζει τόσο πολύ Μέρκελ  που είναι δύσκολο να μην έχει βάλει το χεράκι της. Να θυμίσω ότι σε πρόσφατη ομιλία της στο Μπούντεσταγκ είχε αναδείξει τον ρόλο της Τουρκίας στην περιοχή και ότι αποτελεί επαναλαμβανόμενη πεποίθησή της πως η αντιμετώπιση του Μεταναστευτικού περνάει μέσα από μια συνεννόηση της Ευρώπης με την Αγκυρα.

Η θεωρία του Βερολίνου πως η Ελλάδα δεν είχε λόγο συμμετοχής στη διάσκεψη διότι δεν εμπλέκεται στη Λιβύη είναι μάλλον αστεία. Η Τουρκία δηλαδή γιατί εμπλέκεται;

Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε με μια απειλή βέτο αν προκύψει η ανάγκη ευρωπαϊκών αποφάσεων για τη Λιβύη (χλωμό…) και με την πρόσκληση του Χαλίφα Χαφτάρ στην Αθήνα.

Στη συνέχεια η Μέρκελ διαβεβαίωσε τον Μητσοτάκη ότι στη σημερινή διάσκεψη θα κινηθεί στο πλαίσιο της απόφασης της Συνόδου Κορυφής του Δεκεμβρίου, η οποία θεωρούσε άκυρη τη συμφωνία Τουρκίας – Λιβύης.

Δεν ξέρω αν θα το κάνει, ούτε αν οι ελληνικές αντιδράσεις είναι αρκετές για να επαναπροσδιορίσει τη στάση της.

Το βέβαιο είναι ότι η γερμανική πολιτική στο θέμα της Λιβύης κινείται εκτός της στοιχειώδους ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Και ότι η Αθήνα πρέπει να μελετήσει σοβαρά πώς θα το αντιμετωπίσει.

Αλλά με ψυχραιμία και μέτρο.

Ενας εχθρός, η Τουρκία, μας φτάνει. Δεν είναι φρόνιμο να πλακωθούμε με ολόκληρο τον πλανήτη.

Υπάρχει ανοιχτό ακόμη το θέμα των Δυτικών Βαλκανίων, ένα θέμα που ενδιαφέρει και τη Γερμανία και τη Ρωσία. Δεν είναι απαραίτητο να συνεχίσουμε την αλόγιστη πολιτική Τσίπρα – Κοτζιά υπέρ των πρώτων και κατά των δευτέρων.

Η καλύτερη απάντηση άλλωστε σε έναν επαμφοτερίζοντα σύμμαχο είναι η διεύρυνση των συμμαχιών.