Η επιστολή των ναυάρχων, το Μοντρέ και ο «αγχωμένος» Ερντογάν
Το μήνυμα των απoστράτων και η στοχοποίησή τους από τον τούρκο πρόεδρο – Η κατασκευή του φαραωνικού Kanal Istanbul, τα προβλήματα που θα μπορούσε να δημιουργήσει στη Συνθήκη του 1936 και η διείσδυση του Ισλάμ στους στρατώνες
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Τι μήνυμα μπορεί να στέλνει μια ανοιχτή επιστολή 104 απόστρατων ναυάρχων μέσα στη νύχτα στην Τουρκία, η οποία καλεί σε σεβασμό της Συνθήκης του Μοντρέ και προειδοποιεί για τη διείσδυση του Ισλάμ στις ένοπλες δυνάμεις; Μήπως θυμίζει άλλες εποχές, τότε που οι στρατιωτικοί κατέβαζαν και ανέβαζαν κυβερνήσεις; Αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει, αλλά στη σημερινή Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο είναι μάλλον μηδαμινές. Οι βαθιές και εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στο στράτευμα στις οποίες προχώρησε ο τούρκος πρόεδρος μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου 2016, η πλήρης ευθυγράμμιση των ενόπλων δυνάμεων με το Προεδρικό Μέγαρο και ο απόλυτος έλεγχος της στρατιωτικής εκπαίδευσης δεν αφήνουν περιθώρια για μια κίνηση όπως εκείνη του θέρους του 2016. Ωστόσο, με την κυβέρνηση Ερντογάν να πιέζεται τόσο από τις συνέπειες της πανδημίας όσο και από την οικονομική κατάσταση, η στοχοποίηση των ναυάρχων και η «θυματοποίηση» της σημερινής ηγεσίας αναζωογονούν το «φάντασμα» του εσωτερικού και εξωτερικού εχθρού που απεργάζονται και εξυφαίνουν σχέδια ανατροπής.
Το Κανάλι και
η Συνθήκη του Μοντρέ
Η κατασκευή του Καναλιού της Κωνσταντινούπολης (Kanal Istanbul), ενός φαραωνικού έργου συνολικού κόστους άνω των 9 δισ. δολαρίων, με το οποίο ο πρόεδρος Ερντογάν ελπίζει ότι όχι μόνο θα αποσυμφορήσει τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων, αλλά θα αποκομίσει επίσης οικονομικά οφέλη, έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις. Ο ίδιος πάντως είναι αποφασισμένος να προχωρήσει, καθώς στο έργο εμπλέκονται επίσης μεγάλα εγχώρια και ξένα οικονομικά συμφέροντα.
Ωστόσο, η κατασκευή του θα μπορούσε να δημιουργήσει νομικά και κατ’ επέκταση πολιτικά προβλήματα σε σχέση με τη Συνθήκη του Μοντρέ. Η συνθήκη αυτή, υπογραφείσα το 1936 στην ελβετική πόλη, θεωρείται από τους ακραιφνείς κεμαλιστές ως μία από τις σπουδαιότερες επιτυχίες της διπλωματίας του Μουσταφά Κεμάλ «Ατατούρκ». Αποτελεί, σύμφωνα με όσα έγραψαν τις τελευταίες ημέρες κορυφαίοι πρώην διπλωμάτες όπως οι Φαρούκ Λόγογλου και Αλί Τουϊγκάν, έναν από τους πυλώνες της τουρκικής κυριαρχίας, καθώς οδήγησε στην επαναστρατιωτικοποίηση των Στενών. Ο κίνδυνος μεταβολής αυτού του καθεστώτος, σε μια εποχή μάλιστα που η γεωπολιτική σημασία της Μαύρης Θάλασσας εμφανίζεται αυξημένη λόγω της ρωσικής παρουσίας στην Κριμαία, δεν οδήγησε απλώς τους 104 ναυάρχους στην επίμαχη επιστολή. Είχε προηγηθεί μία άλλη δημόσια παρέμβαση, με τη μορφή κοινής δήλωσης, από 126 πρέσβεις ε.τ. που ανεδείκνυαν τον ίδιο κίνδυνο. Σε εκείνη η κυβέρνηση δεν απάντησε. Επιπλέον, όπως έγραψε στο «Al-Monitor» ο συνήθως καλά ενημερωμένος Μετίν Γκουρτζάν, η προετοιμασία της επιστολής είχε ξεκινήσει εδώ και έναν μήνα, αντίγραφά της κυκλοφορούσαν σε ομάδες Whatsapp και μοιάζει απίθανο αυτές να μην παρακολουθούνταν από τις μυστικές υπηρεσίες.
Το Ισλάμ στους
στρατώνες
Το έτερο θέμα που έθεσαν οι ναύαρχοι ήταν η διείσδυση του Ισλάμ στις ένοπλες δυνάμεις – κάτι που για τους κοσμικούς κεμαλιστές αποτελεί ανάθεμα. Η περίπτωση του εν ενεργεία υποναυάρχου που συμμετείχε σε συνάντηση ισλαμιστών είναι ενδεικτική της ευρύτερης άποψης ότι στο στράτευμα έχουν διεισδύσει τάγματα και ταρικάτα. Την επιστολή υπογράφουν αρκετά γνωστά ονόματα, με κορυφαίο εκείνο του Τζεμ Γκιουρντενίζ, του αποκαλουμένου «πατέρα της Γαλάζιας Πατρίδας» (Mavi Vatan), του δόγματος της θαλάσσιας κυριαρχίας της Τουρκίας στο εγγύς περιβάλλον της. Ο Γκιουρντενίζ – σε αντίθεση με τον άλλοτε προστατευόμενό του Τζιχάτ Γιαϊτζί, «αρχιτέκτονα» του τουρκολιβυκού μνημονίου που έχει ήδη αποπεμφθεί – προφυλακίστηκε μαζί με ορισμένους ακόμα εκ των ναυάρχων. Το πολεμικό ναυτικό υπήρξε σταθερός υποστηρικτής του προέδρου Ερντογάν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, καθώς οι εκκαθαρίσεις που ακολούθησαν έπληξαν κατά βάση την πολεμική αεροπορία.
«Η συμμαχία του Ερντογάν με τους «ευρασιανιστές» ανώτατους αξιωματικούς συνέβαλε τα μέγιστα στην υιοθέτηση του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» και στη ραγδαία επιδείνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων από τον Νοέμβριο του 2019 και μετά» λέει στο «Βήμα» ο Ιωάννης Γρηγοριάδης, αναπληρωτής καθηγητής στο τουρκικό πανεπιστήμιο Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος για την Τουρκία στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Ισως όμως η χρησιμότητα αυτών των πρώην αξιωματικών να εξέπνευσε για το καθεστώς. Μένει να φανεί, όπως εκτιμά και ο κ. Γρηγοριάδης, αν η υπόθεση με τους εν λόγω αξιωματικούς «μπορεί να συμβάλει σε μια πιο μετριοπαθή προσέγγιση της Τουρκίας στις ελληνοτουρκικές διαφορές».
Οι αντιδράσεις
και τα ρήγματα
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επιστολή είναι χρήσιμη για την κυβέρνηση «ως εργαλείο για να αλλάξει την εσωτερική ατζέντα, μακριά από την πανδημία και τα εσωτερικά προβλήματα» σημειώνει στο «Βήμα» ο Ιλχάν Ουζγκέλ, διεθνολόγος και πρώην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Αγκυρας, που συχνά αρθρογραφεί στη γνωστή αγγλόφωνη τουρκική ιστοσελίδα «Duvar». Σε αυτό συμφωνεί και ο Νίκολας Ντάνφορθ, κύριος υπότροφος στη δεξαμενή σκέψης German Marshall Fund, που σημειώνει ότι ο Ερντογάν «πάλι χρησιμοποιεί αυτή την υπόθεση για να κατηγορήσει τους πολιτικούς του αντιπάλους ως αντιδημοκράτες πραξικοπηματίες και να αμφισβητήσει τον πατριωτισμό όσων κριτικάρουν το σχέδιο για το Κανάλι της Κωνσταντινούπολης».
Και δεν υπάρχει αμφιβολία, προσθέτει, ότι στο πίσω μέρος του μυαλού του τούρκου προέδρου υπάρχει πάντα η πρόθεση νέας αλλαγής του συντάγματος. «Το σημερινό σύνταγμα δεν αντικατοπτρίζει τη σημερινή κατάσταση. Η εξουσία του δεν θεμελιώνονται επαρκώς σε αυτό και πρέπει να τη θεσμοποιήσει. Είναι μια ριψοκίνδυνη προσπάθεια, καθώς η δημοτικότητά του φθίνει» προσθέτει.
Ο ίδιος ο Ερντογάν «υπήρξε ασυνήθιστα ήπιος στην αντίδρασή του» σημειώνει στο «Βήμα» η Σινέμ Αντάρ, αναλύτρια στο Κέντρο Εφαρμοσμένων Τουρκικών Μελετών (CATS) της γνωστής γερμανικής δεξαμενής σκέψης SWP. Εφθασε να στηρίξει τη Συνθήκη του Μοντρέ, χωρίς φυσικά να αποφύγει τον υπαινιγμό ότι τα πάντα εξαρτώνται από την ιστορική συγκυρία. Αντίθετα, «διάφορες μονάδες που λειτουργούν υπό την αιγίδα του υπουργείου Εσωτερικών καταδίκασαν τη δήλωση και εξέφρασαν την πίστη τους στην κυβέρνηση – κάτι μάλλον παράξενο για μια χώρα που ισχυρίζεται ότι είναι δημοκρατία» λέει η κυρία Αντάρ.
Για την κυρία Αντάρ, αυτό που εμφανίζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον είναι ότι ο Ερντογάν «έδειξε» ως υπεύθυνο για την ανοιχτή επιστολή το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα (CHP), ενώ σημειώνει παράλληλα «ότι η επιστολή μοιάζει να ενισχύει τα ρήγματα στο μέτωπο των εθνικιστών». Πράγματι, ιδιαίτερα λάβρος εμφανίστηκε ο κυβερνητικός συνοδοιπόρος του, ο ηγέτης του Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης (ΜΗΡ) Ντεβλέτ Μπαχτσελί. Αυτό δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς πρόσωπα όπως ο Γκιουρντενίζ είχαν δεσμούς με άλλους εθνικιστικούς κύκλους, και πιο συγκεκριμένα με τον περιώνυμο Ντογκού Περιντσέκ, ιδρυτή του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας (ο Γκιουρντενίζ ήταν τακτικός αρθρογράφος της «Aydinlik», επίσημης εφημερίδας του κόμματος). Ο Μπαχτσελί εμφανίζεται πιο ανεκτικός στο πολιτικό Ισλάμ και ίσως να αναμένει και οφέλη από την εκπαραθύρωση ων ναυάρχων.
Από τις διερευνητικές στο πρώτο τετ α τετ σε πολιτικό επίπεδο
Η επίσκεψη του Νίκου Δένδια στην Αγκυρα την προσεχή Τετάρτη 14 Απριλίου και η συνάντησή του με τον τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου αναμένεται να αποτελέσουν το επόμενο βήμα στην αλυσίδα της αποκατάστασης διαύλων επικοινωνίας μεταξύ Αθήνας και Αγκυρας, η οποία έχει ακολουθήσει ένα πολύ άσχημο 2020.
Η αρχή έγινε με την επανάληψη των διερευνητικών επαφών, ακολούθησαν οι πολιτικές διαβουλεύσεις σε ανώτατο υπηρεσιακό επίπεδο μεταξύ των υπουργείων Εξωτερικών και πλέον ήλθε η ώρα για μια συνάντηση σε πολιτικό επίπεδο. Στην Αθήνα δεν υπάρχει εφησυχασμός, καθώς κυριαρχεί η πεποίθηση ότι απαιτούνται ακόμη αρκετά βήματα από την πλευρά της Αγκυρας ώστε να μπορεί η σημερινή ατμόσφαιρα να χαρακτηριστεί ήρεμη και διατηρήσιμη. Ο προσεχής Ιούνιος θέτει στον ορίζοντα ένα άτυπο χρονοδιάγραμμα, με δεδομένο ότι τότε λήγει η τρέχουσα NAVTEX για το ερευνητικό σκάφος «Oruc Reis» (σε περιοχή εντός τουρκικών χωρικών). Από εκεί και πέρα, αρμόδιοι επιτελείς στην Αθήνα εμφανίζονται πολύ συγκρατημένοι στις εκτιμήσεις τους. Τον κ. Δένδια θα συνοδεύσει στην Αγκυρα ο υφυπουργός Εξωτερικών με αρμοδιότητα την οικονομική διπλωματία Κώστας Φραγκογιάννης σε μια προσπάθεια να αναζητηθούν τρόποι αναζωογόνησης των οικονομικών και εμπορικών σχέσεων.
Ωστόσο, πλέον, η ελληνική πλευρά επενδύει και στους ευρωπαϊκούς μοχλούς πίεσης που έχουν ενσωματωθεί στην πρόσφατη Δήλωση των «27» μετά το τελευταίο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Με δεδομένο ότι η κακή κατάσταση σε θέματα κράτους δικαίου έχει βαρύνει πολύ το κλίμα στις ευρωτουρκικές σχέσεις, τα άλλα δύο θέματα που τις απασχολούν είναι η αναβάθμιση της Τελωνειακής Ενωσης και η συνεργασία στο Μεταναστευτικό. Η πρώτη θα πρέπει να θεωρείται μια μακρά διαδικασία, καθώς πρέπει να προηγηθεί η εξέταση της τρέχουσας συμφωνίας, την οποία η Αγκυρα συστηματικά παραβιάζει. Σε σχέση με τη δεύτερη, η Κομισιόν αναμένεται να παρουσιάσει προσεχώς ένα χρηματοδοτικό πακέτο, αλλά η Αθήνα επιδιώκει μια σειρά προσαρμογών στην Κοινή Δήλωση του 2016 ώστε να επιτηρείται καλύτερα η συμμόρφωση της Τουρκίας.
Θα πρέπει επίσης να θεωρείται δεδομένο ότι τους κκ. Δένδια και Τσαβούσογλου θα απασχολήσει η προσεχής (27-29 Απριλίου) άτυπη πενταμερής διάσκεψη για το Κυπριακό, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, στη Γενεύη.
Επανεκκίνησηστις ελληνολιβυκές σχέσεις με το βλέμμαστο μνημόνιο
Η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τρίπολη της Λιβύης την περασμένη Τρίτη 6 Απριλίου και η επαναλειτουργία της ελληνικής πρεσβείας είχαν ως βασικό σκοπό «να ρίξουν τον σπόρο» μιας επανεκκίνησης στις ελληνολιβυκές σχέσεις και παράλληλα να στείλουν ένα μήνυμα προς την άλλη πλευρά: ότι το ζήτημα των θαλασσίων ζωνών και του τουρκολιβυκού μνημονίου παραμένει ένα «αγκάθι» που πρέπει να αφαιρεθεί προσεκτικά και να μην κακοφορμίσει περισσότερο. Η ελληνική κυβέρνηση θα προχωρήσει και σε νέες κινήσεις. Οπως μάλιστα πληροφορείται «Το Βήμα», προγραμματίζεται επίσκεψη του Νίκου Δένδια αύριο, Δευτέρα 12 Απριλίου, στη Βεγγάζη, όπου θα έχει συνάντηση με τον πρόεδρο του λιβυκού Κοινοβουλίου Αγκίλα Σάλεχ. Ο υπουργός Εξωτερικών, που έχει διαμορφώσει στενή σχέση με έναν εκ των κομβικών παικτών στη λιβυκή σκακιέρα, θα περάσει το μήνυμα ότι μια κίνηση κύρωσης του τουρκολιβυκού μνημονίου από τη Βουλή θα έπληττε ξανά τις διμερείς σχέσεις την ώρα που επιδιώκεται η αναζωογόνησή τους. Υπενθυμίζεται δε ότι προσεχώς θα ανοίξει πάλι το ελληνικό προξενείο στη Βεγγάζη που είχε κλείσει (αυτός είναι ο λόγος που απαιτείται έκδοση προεδρικού διατάγματος, καθώς δεν επρόκειτο για αναστολή λειτουργίας).
Ο διπλός στόχος
Η Αθήνα παρακολουθεί πολύ στενά αλλά χωρίς αυταπάτες τις εξελίξεις στη Λιβύη. Ουδείς στην ελληνική αποστολή ανέμενε ότι ο ισχυρός άνδρας της μεταβατικής κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Αμπντούλ Χαμίντ Νταμπέιμπα, θα υποσχόταν ή θα ανακοίνωνε ότι το τουρκολιβυκό μνημόνιο της 27ης Νοεμβρίου 2019 δεν υφίσταται πλέον. Η παρουσία της Τουρκίας παραμένει ισχυρή στη Λιβύη και τα Ηνωμένα Εθνη τη λαμβάνουν σοβαρά υπόψη, οπότε μια τέτοια κίνηση θα δημιουργούσε επιπλοκές στη διαδικασία πολιτικής ομαλοποίησης. Το μήνυμα αυτό είχε περάσει στην Αθήνα από τον ειδικό απεσταλμένο του ΟΗΕ Γιαν Κούμπις σε πρόσφατη συνάντησή του με τον κ. Δένδια.
Ο ελληνικός στόχος λοιπόν είναι διπλός. Πρώτον, από τη στιγμή που η μεταβατική κυβέρνηση πρέπει, με βάση την ερμηνεία της συμφωνίας εκεχειρίας, να σεβαστεί την υπογραφή της προηγούμενης Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA), η Αθήνα ζητεί να μην κυρωθεί το μνημόνιο από τη Βουλή. Αυτό θα συνάδει και με πρόσφατη τοποθέτηση εκπροσώπου της Κομισιόν ότι τουρκολιβυκό μνημόνιο για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών είναι μια διεθνής συμφωνία που θα πρέπει να επικυρωθεί από τη Λιβύη προτού τεθεί σε ισχύ. Αν και έχει πρωτοκολληθεί στα Ηνωμένα Εθνη, το μνημόνιο από την άποψη του Διεθνούς Δικαίου είναι άκυρο, πρόσθεσε χαρακτηριστικά.
Δεύτερον, η Αθήνα θέλει να αποτρέψει την «ενεργοποίηση» του μνημονίου – ανεξαρτήτως κοινοβουλευτικής κύρωσης. Η Αγκυρα έχει ασκήσει αφόρητες πιέσεις προς την Τρίπολη (ήδη επί ηγεσίας Φαγέζ αλ Σάρατζ) είτε να καταθέσει συντεταγμένες στα Ηνωμένα Εθνη είτε να ορίσει οικόπεδα προς έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων (προφανώς και με την ελπίδα να λάβει τις σχετικές άδειες η τουρκική Κρατική Εταιρεία Πετρελαίου).
Οι προϋποθέσεις
Είναι προφανές ότι εξελίξεις όπως οι προαναφερθείσες θα υποχρέωναν την Αθήνα να σκληρύνει τη στάση της σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε μια στιγμή που η βορειοαφρικανική χώρα έχει ανάγκη την ΕΕ τόσο σε οικονομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο τεχνικής βοήθειας για να σταθεί στα πόδια της και να ομαλοποιηθεί πολιτικά με ορίζοντα τις προγραμματιζόμενες εκλογές του προσεχούς Δεκεμβρίου.
«Προϋπόθεση κάθε προόδου είναι η άμεση και πλήρης αποχώρηση ξένων στρατευμάτων και μισθοφόρων από το λιβυκό έδαφος. Και ασφαλώς για εμάς πολύ σημαντική είναι η ακύρωση παράνομων εγγράφων που παρουσιάστηκαν ως δήθεν διακρατικές συμφωνίες αλλά δεν έχουν καμία νομική ισχύ, όπως ρητά έχει αποφανθεί το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Είναι η γεωγραφία που καθορίζει το πλαίσιο των διμερών μας σχέσεων και όχι οι τεχνητές γραμμές που κάποιοι τραβούν σε χάρτες» τόνισε ο Πρωθυπουργός, προσθέτοντας ότι «μπορούμε να συζητήσουμε απευθείας και διμερώς ζητήματα που αφορούν την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και να συνεχίσουμε μια συζήτηση που διεκόπη το 2010».
Υπενθυμίζεται ότι τότε η Τρίπολη είχε καταθέσει χάρτη στην ελληνική πλευρά στον οποίο αποτυπωνόταν η άποψή της. Δύο ήταν οι βασικές λεπτομέρειες εκείνου του χάρτη.
Η πρώτη ήταν ότι η Λιβύη επέμενε να υπολογίζει ως «κλειστό» τον Κόλπο της Σύρτης και η δεύτερη ότι κατά τη χάραξη μιας προσωρινής μέσης γραμμής δεν λαμβάνονται υπόψη στην οριοθέτηση μια σειρά ελληνικών νησιών νοτίως της Πελοποννήσου και της Κρήτης (π.χ. Στροφάδες και Γαύδος).

