Χρειάστηκαν μόλις εννέα λεπτά για να σπάσει το ρεκόρ. Ενενήντα εκατ. δολάρια για έναν πίνακα – 90,3 εκατ., αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα ακριβείς -,
για έναν από τους πιο γνωστούς και αγαπημένους του ούτως ή άλλως δημοφιλούς Ντέιβιντ Χόκνεϊ. Η πώληση του «Πορτρέτου ενός καλλιτέχνη (Πισίνα με δύο μορφές)» (1972) καθιστά τον πίνακα του βρετανού ζωγράφου το πιο ακριβοπληρωμένο έργο καλλιτέχνη εν ζωή. Ακολουθεί καταϊδρωμένο το ένα από τα πέντε φουσκωτά σκυλάκια από ατσάλι, «Balloon Dog», του Τζεφ Κουνς στα 58 εκατ. δολάρια (το 2013) και λίγο πιο πίσω ο πίνακας «Abstraktes Bild» (1988) του Γκέρχαρντ Ρίχτερ στα 46 εκατ. δολάρια (το 2015).

«Ο Χόκνεϊ ήταν πάντα δημοφιλής, αλλά οι τιμές του δεν ήταν ποτέ εφάμιλλες της δημοτικότητάς του. Να λοιπόν που γεφυρώθηκε αυτό το χάσμα» λένε οι μεγάλοι θαυμαστές του. Εξάλλου, όπως φρόντισε να διαφημίσει ο οίκος δημοπρασιών Christie’s, το «Πορτρέτο ενός καλλιτέχνη» είναι «ένα από τα μεγάλα αριστουργήματα της σύγχρονης εποχής». Κάτι που μόνο ένα πράγμα μπορεί να σημαίνει: ότι τα αξίζει τα χρήματά του.

Ο πίνακας του 81χρονου Χόκνεϊ (γεν. 1937) ανήκε στον Τζο Λιούις, έναν βρετανό δισεκατομμυριούχο που ζει στις Μπαχάμες και είναι ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας Tottenham Hotspur αλλά και παθιασμένος συλλέκτης έργων των Πικάσο, Ματίς, Φρόιντ. Ο αγοραστής είναι άγνωστος, τουλάχιστον όσο γράφονται αυτές οι γραμμές, αλλά ήδη έχει αποκτήσει το πολυπόθητο πρεστίζ του μεγαλοσυλλέκτη το οποίο σε κάποιους στενούς, στενότατους κύκλους της τάξης του 0,1% των υπερπλουσίων προσδίδει κύρος ανεκτίμητης αξίας. «Αν η περιουσία ενός ζευγαριού αποτιμάται σε 10 δισ. δολάρια και θέλουν να ξοδέψουν το 1% αυτών σε τέχνη, 20 εκατ. δολάρια για έναν Πικάσο δεν είναι και μεγάλη υπόθεση» έγραφε άρθρο των «Financial Times» επ’ εφορμή της πώλησης του πίνακα «Salvator Mundi» του Λεονάρντο ντα Βίντσι έναντι του αστρονομικού ποσού των 450 εκατ. δολαρίων. Ιδίως όταν αυτό το ζευγάρι θέλει να κάνει μια επένδυση που θα αποφέρει κέρδος μελλοντικά, πράγμα που αναπόφευκτα θα συμβεί μετά τον θάνατο του Χόκνεϊ.

Η τέχνη ως επένδυση χαμηλού ρίσκου είναι εξάλλου το σπορ των τελευταίων δεκαετιών. Δεν γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ποιο ήταν το αντίτιμο του πίνακα όταν τον είχε αγοράσει ο Τζο Λιούις από τον μεγιστάνα Αμερικανό Ντέιβιντ Γκέφεν το 1995, όμως ξέρουμε βάσει δημοσιεύματος του Bloomberg ότι ο βρετανός «μίδας» ήθελε τουλάχιστον 80 εκατ. δολάρια για να αποχωριστεί το κατά γενική ομολογία αριστούργημα του Χόκνεϊ. Τιμή που ούτε λίγο ούτε πολύ «επέβαλλε» διά του word of mouth, όπως υπαινίσσεται εμμέσως πλην σαφώς άρθρο της ιστοσελίδας artnet, χωρίς καν να μπει στον κόπο να διασφαλίσει τη «ρεζέρβα» της δημοπρασίας, κοινώς τη χαμηλότερη ανεκτή τιμή για την πώληση. Πράγμα που σημαίνει ότι οι πλειοδότες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν τις προσφορές τους ακόμα και από το ένα δολάριο ή έστω, για να είμαστε πιο ρεαλιστές, κοντά στα 28,4 εκατ. δολάρια που είναι η μέγιστη, έως πρόσφατα, τιμή πίνακα του Χόκνεϊ που πουλήθηκε από τους Sotheby’s τον περασμένο Μάιο. Στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πρώτες κιόλας πλειοδοσίες έφτασαν στο ποσό των 70 εκατ. δολαρίων και γρήγορα άγγιξαν το καταληκτικό ποσό των 90,3 εκατ. δολαρίων. «Εάν ένας πίνακας αξίζει περισσότερο ή λιγότερο ή ακριβώς 80 εκατ. δολάρια, θα αποφασιστεί από λιγότερους από δέκα ανθρώπους, οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν συνδέονται μεταξύ τους» αποφαινόταν στο άρθρο της η ιστοσελίδα artnet.

Ποιος θυμάται πλέον ότι κάποτε ο συμφοιτητής του Χόκνεϊ στο Royal College of Art, αμερικανός ζωγράφος Ρ. Μπ. Κιτάι, ένας από τους πρώτους ανθρώπους που πίστεψαν σε αυτόν και τον παρότρυνε μάλιστα να στραφεί στην αναπαράσταση, αγόραζε ένα σχέδιό του για μόλις πέντε στερλίνες όταν ήταν και οι δύο άσημοι και όχι και τόσο πλούσιοι; Για να μην πούμε για τον γνωστό φωτογράφο και ενδυματολόγο Σέσιλ Μπίτον, ο οποίος είχε αγοράσει έναν από τους πρώτους πίνακές του, τον «Adhesiveness» (1960), για λιγότερο από 60 δολάρια. Αρκετά χρήματα για την εποχή τους που διευκόλυναν τον αμετανόητο καπνιστή Χόκνεϊ να αγοράζει τα τσιγάρα του ή να χρηματοδοτήσει το πρώτο του ταξίδι στη Νέα Υόρκη το 1961 – όχι όμως εξωφρενικά πολλά για να θέτουν υπό αμφισβήτηση την (εγγενή) αξία της τέχνης.

Βέβαια, το μεγάλο hype για το «Πορτρέτο του καλλιτέχνη» είχε ξεκινήσει από πέρυσι. Ο πίνακας ήταν το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στη μεγάλη αναδρομική έκθεση του Ντέιβιντ Χόκνεϊ στην Tate Britain, η οποία είχε πραγματοποιηθεί με αφορμή τη συμπλήρωση 80 χρόνων από τη γέννησή του. Σε αυτόν τον πίνακα, τον πιο γνωστό από τη σειρά με τις πισίνες, απεικονίζεται ο εραστής του και, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, έρωτας της ζωής του, Πίτερ Σλέσινγκερ. Ο νεαρός φοράει ένα ροζ σακάκι και σκύβει πάνω από μια πισίνα όπου κολυμπάει ένας γυμνός άνδρας και νέος εραστής του. Ο Χόκνεϊ με τον Σλέσινγκερ είχαν χωρίσει έναν χρόνο νωρίτερα και ο ζωγράφος συντετριμμένος είχε συνθέσει «ένα λυπητερό τραγούδι για μια ραγισμένη καρδιά», όπως περιέγραφε ο Τζόναθαν Τζόουνς, τεχνοκριτικός της εφημερίδας «Τhe Guardian», δουλεύοντας πυρετωδώς 18 ώρες την ημέρα επί δύο εβδομάδες. Ο Χόκνεϊ το ολοκλήρωσε το «άσμα» του για να εκτεθεί πρώτη φορά στην André Emmerich Gallery στη Νέα Υόρκη το 1972. Ωστόσο ο ίδιος ο Σλέσινγκερ, πρώην φοιτητής του Χόκνεϊ στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας ο οποίος σταδιοδρόμησε ως κεραμίστας, αρνείται ότι είναι το πρόσωπο στον πίνακα. «Είναι ένας καταπληκτικός πίνακας και περιέχει δύο από τα πιο προσφιλή θέματά του: τις πισίνες και τα διπλά πορτρέτα, αλλά δεν μπορώ να πω κάτι για τον συναισθηματικό παράγοντα, γιατί απλούστατα δεν πιστεύω ότι είναι… συναισθηματικός» δήλωνε πρόσφατα στην εφημερίδα «The Observer».

Ο Χόκνεϊ από την πλευρά του είχε εμπνευστεί το έργο όταν είχε δει στο πάτωμα του στούντιό του δύο φωτογραφίες τη μία δίπλα στην άλλη. Στη μία ένα αγόρι κολυμπούσε σε μια πισίνα και το σώμα του παραμορφωνόταν από τους κυματισμούς του νερού και στην άλλη ένας άλλος νεαρός άνδρας κοιτούσε στο έδαφος. Ετσι αποσπασματικά είχε δουλέψει και το κομμάτι του πίνακα με τον Σλέσινγκερ να ποζάρει για αυτόν πλήρως ενδεδυμένος και με ροζ σακάκι στην περιοχή Kensington Gardens του Λονδίνου (υπάρχει και φωτογραφία που το βεβαιώνει). Το άλλο μισό του πίνακα το είχε δουλέψει με έναν αγνώστων στοιχείων νεαρό στη βίλα του σκηνοθέτη Τόνι Ρίτσαρντσον στο Σεν Τροπέ.

Τελικά, είτε το παραδέχεται ο Σλέσινγκερ είτε όχι, ο πίνακας μιλάει για το τέλος μιας ερωτικής σχέσης. Και, ανέκαθεν στη ζωή του Χόκνεϊ μια τέτοια σχέση είχε ομοφυλοφιλικό χαρακτήρα. Ο ίδιος το ήξερε για τον εαυτό του απ’ όταν ήταν μικρός και μεγάλωνε στο Μπράντφορντ της Αγγλίας όπου μέχρι το 1967 απαγορευόταν διά νόμου να αγαπάς αγόρια. Καθώς λοιπόν ανδρωνόταν με τα ποιήματα του Γουόλτ Γουίτμαν και του Κωνσταντίνου Καβάφη έβαζε ως σκοπό της ζωής του ότι θα έκανε «προπαγάνδα» για τον ομοφυλοφιλικό έρωτα. Οπως φανταζόταν ότι μπορεί να τον ζήσει κανείς λουσμένος στο φως μιας Πολιτείας όπως η Καλιφόρνια όπως μαρτυρά ο πίνακας «Domestic Scene» (1963), ακόμα και αν δεν είχε βρεθεί ποτέ εκεί. Οταν επιτέλους πάτησε το πόδι του στη Δυτική Ακτή την επόμενη χρονιά και είδε τις πισίνες, τα μηχανήματα αυτόματου ποτίσματος, την εντυπωσιακή βλάστηση και τους μαυρισμένους λουομένους, ο Χόκνεϊ ήξερε ότι βρισκόταν σπίτι του.

Οι πίνακες με τις πισίνες είναι τα πιο γνωστά έργα του τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ωστόσο, δεν έμεινε εμμονικά προσκολλημένος σε αυτή τη θεματική. Δημιούργησε κυβιστικούς πίνακες χάρη σε κολάζ που έκανε με polaroids και ακολούθησε τις εξελίξεις της τεχνολογίας σε κάθε βήμα τους με τη χαρά και την ενθουσιώδη περιέργεια μικρού παιδιού. Χρησιμοποίησε, για παράδειγμα, τα φωτοτυπικά μηχανήματα και το φαξ, «το τηλέφωνο των κωφών», όπως το αποκαλούσε ο (ήδη από τη δεκαετία του ’70) βαρήκοος καλλιτέχνης και πιο πρόσφατα και τα iPads για να ζωγραφίσει τους πίνακές του. Ο Χόκνεϊ αγαπούσε ανέκαθεν την τεχνολογία και το εξέφραζε με πολλούς τρόπους. Είτε στέλνοντας στους φίλους του εκατοντάδες σελίδες από περίτεχνα σχέδια μέσω φαξ τα οποία έπρεπε να συναρμολογήσουν για να δουν την εικόνα είτε ζωγραφίζοντας φαινομενικά ασταμάτητα σε ταμπλέτα. Eνα από αυτά τα σχέδια έφτασε να διακοσμήσει πρόσφατα ένα παράθυρο βιτρό στο Αββαείο του Γουεστμίνστερ προς τιμήν της βασίλισσας Ελισάβετ. Μπορεί να είχε αρνηθεί να χριστεί ιππότης το 1990, αλλά τελικά ενέδωσε στις προσκλήσεις του παλατιού και έγινε μέλος του Τάγματος της Αξίας το 2012. Δεν έχει να απολογηθεί σε κανέναν για τις αντιφάσεις του. Μόνο να προτρέψει τον κόσμο να τον μιμηθεί σε εκείνο που ξέρει να κάνει καλύτερα. «Να αγαπάς τη ζωή», υπογραφή, Ντέιβιντ Χόκνεϊ.