Γιάννος Περλέγκας: «Το φιλί στη “Στέλλα” θα είναι με μάσκα»
Ο δραστήριος ηθοποιός και σκηνοθέτης μιλάει για τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη που σκηνοθετεί στο Εθνικό Θέατρο, για τις επιπτώσεις της πανδημίας στο θέατρο και για το τηλεοπτικό του βάπτισμα.
Αν είστε συνδρομητής μπορείτε να συνδεθείτε από εδώ:
Ο Γιάννος Περλέγκας, «ανακάλυψη» του Λευτέρη Βογιατζή, βγήκε στη σκηνή με το εμβληματικό «Καθαροί πια» της Σάρα Κέιν, μαθητής ακόμη της Δραματικής του Εθνικού. Εκτοτε η πορεία του δικαίωσε και τον μέντορά του και τον ίδιο. Το 2021 θα κλείσει τα 40.
Μετά τους καλοκαιρινούς «Πέρσες» – ξεχώρισε ως Κορυφαίος -, σκηνοθετεί τη «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια» του Ιάκωβου Καμπανέλλη – το θεατρικό που μετέφερε το 1955 στην οθόνη ο Μιχάλης Κακογιάννης με τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιώργο Φούντα. Τον Ιανουάριο ξεκινάει γυρίσματα για μια σειρά στο MEGA και μετά έρχεται ένα ακόμα θεατρικό της Ηρώς Μπέζου.
Ποια είναι η αντίδρασή σας σε αυτό που ζούµε;
«Από τη στιγμή που ο ίδιος ο άνθρωπος και η ίδια η συνύπαρξη αντιμετωπίζονται σαν αρρώστια, η κατάσταση δεν είναι ευχάριστη. Από την άλλη, είμαστε τυχεροί όσοι δουλεύουμε, γιατί ζούμε την ευλογία της ανταλλαγής και της συνύπαρξης».
Ανεβάζετε ένα έργο που έχει καθοριστεί από το σινεµά, από τη Μελίνα… Ποιο είναι το στίγµα σας;
«Ο Καμπανέλλης γράφει ότι έναυσμά του εκείνη την περίοδο, πλην της Μελίνας, ήταν και τα μαγαζιά όπου το ρεμπέτικο ήταν ακόμη σε ακμή και ο ίδιος σύχναζε. Θέλησε να μεταφέρει το πάθος αυτού του κόσμου. Βλέπω λοιπόν το έργο περισσότερο σαν την τοιχογραφία μιας Ελλάδας παρά σαν ερωτική ιστορία. Ούτε έχω προσπαθήσει να απεμπλακώ από την εποχή που γράφτηκε, 1953-54, έντονα μετεμφυλιακή. Στην επεξεργασία που έκανε ο Καμπανέλλης το ’90 είναι έντονο αυτό το αποτύπωμα σε σχέση και με την ταινία του Κακογιάννη. Εκεί προβλήθηκε σπουδαία η ερωτική ιστορία Στέλλας – Μίλτου.
Στο θεατρικό, όλα τα προσώπα είναι πολύ πιο ανεπτυγμένα, αλλά σαν ναυάγια. Η «Στέλλα» είναι τελικά ένα πρόπλασμα της «Αυλής των Θαυμάτων»».
Η παράσταση εµπεριέχει στοιχεία από τις δύο εκδοχές;
«Είχα μια τερατώδη τύχη: ζήτησα και μου παραχώρησε με φοβερή γενναιοδωρία η Κατερίνα Καμπανέλλη, η κόρη του, τον φάκελο των χειρογράφων του. Μου αποκαλύφθηκαν πολλά. Παρότι πρώιμο, είναι ένα ώριμο έργο ενός ώριμου συγγραφέα.
Ο Καμπανέλλης ήταν πολύ σπουδαίος – ίσως τα τελευταία χρόνια να τον έχουμε αγνοήσει λίγο. Ελεγε ότι «η πνευματική μου καταγωγή είναι το στρατόπεδο συγκέντρωσης». Αυτό υπήρχε στο έργο, μετά το έβγαλε: ο Μίλτος ήταν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και επιβίωσε. Ο Καμπανέλλης είχε ένα παράπονο, όπως γράφει στον πρόλογο: ότι η ταινία χρησιμοποίησε πράγματα του έργου του που δεν φάνηκαν».
Θα δούµε µια άλλη «Στέλλα»;
«Στο θεατρικό η Στέλλα είναι περισσότερο υπόλογη στις κοινωνικές συμβάσεις. Στο σινεμά πριμοδοτήθηκε, σίγουρα λόγω Μελίνας, χωρίς να θέλω να μειώσω την ταινία, μια πιο χολιγουντιανή εκδοχή της φαμ φατάλ. Στο θεατρικό είναι πολύ πιο ευάλωτη στο θέμα του γάμου και στην, ας πούμε, κοινωνική εξασφάλιση και μικροαστικοποίηση. Παλεύει περισσότερο όπως παλεύουν και όλοι οι άλλοι. Η άρνησή της τελικά να παντρευτεί περνάει μέσα από τη σκέψη της εποχής της – αν θα μπορέσει να ζήσει καλύτερα. Ούτε φτασμένη τραγουδίστρια είναι, το ονειρεύεται. Ούτε ο Μίλτος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού είναι, αλλά οδηγός φορτηγού σε λατομεία. Είναι πιο ανθρώπινοι, πιο τραγικοί».
Εχετε εντάξει στην παράσταση σηµειώσεις του Καµπανέλλη;
«Την έχω διανθίσει με κομμάτια των χειρογράφων του. Η μουσική του Χατζιδάκι δεν υπάρχει. Μόνο ρεμπέτικα, Τσιτσάνης, Μητσάκης, Παπαϊωάννου, Χατζηχρήστος, που εκτελούνται ζωντανά από εμένα. Είμαι ο πιανίστας του μαγαζιού, ο Πίπης, ένας ξεπεσμένος 65άαρης. Στη σκηνή είναι και ένας μπουζουξής, σαν μη υπαρκτό πρόσωπο, ο Στράτος Γκρίτζαλης – μαζί έχουμε το συγκρότημα εδώ και 23 χρόνια.
Επιπλέον, υπάρχουν και κάποια δικά μου κείμενα, ελεύθερα εμπνευσμένα από τη Μαργκερίτ Ντιράς – είχε την εμπειρία του στρατοπέδου από τον άντρα της, βίωσε τον έρωτα-πόλεμο, και από τον Μάριο Χάκκα, γιατί περιγράφει μια Αθήνα στο μεταίχμιο των δεκαετιών ’50-’60».
Το θέατρο ταλαιπωρήθηκε στην εποχή του κορωνοϊού. Αδικήθηκε;
«Ταλαιπωρήθηκε πιο πολύ από ό,τι του άξιζε. Είναι μια απευθυντική τέχνη και ως πολιτική επιλογή χτυπήθηκε πάρα πολύ, σε βαθμό κακουργηματικό, κατά τη γνώμη μου».
Εσείς δουλέψατε όµως;
«Είμαι από τους ελάχιστους τυχερούς – είχα δουλειά και το καλοκαίρι και τώρα. Είναι φορές που νιώθω
– είναι λίγο ακραίο και άδικο αυτό που θα πω – σαν τους δωσίλογους της Κατοχής, γιατί η συντριπτική πλειονότητα δεν δουλεύει και υποφέρει. Η δουλειά μας, που έτσι κι αλλιώς πλήττεται και ψάχνεις τρεις-τέσσερις φορές τον χρόνο για να την κάνεις, πλήττεται ακόμα περισσότερο. Οπως και η φύση της ζωντάνιας της».
Αναφέρεστε στις εναλλακτικές της τεχνολογίας και στο ραδιόφωνο;
«Ναι, και εννοείται ότι είναι κάποιες λύσεις. Αλλά αν πάψει να είναι αυτό το αλισβερίσι, που λέει ο Βασίλης Παπαβασιλείου – 50% δικό μας, 50% του κοινού -,
θέατρο δεν υφίσταται».
Στην παράσταση θα φανούν οι επιπτώσεις της πανδηµίας;
«Εχουμε κάνει όλες τις πρόβες με μάσκα – και ως κατανοητή επιλογή της διεύθυνσης. Εγώ προσέχω να τηρούνται τα μέτρα. Αλλά πιστεύω ότι δεν είναι τα θέατρα εστία μετάδοσης.
Οι υγειονομικές ντιρεκτίβες θα τηρηθούν και στην παράσταση – ζωντανή ή live streaming, όταν η απόσταση θα είναι λιγότερο από ενάμισι μέτρο, κι ας είναι η «Στέλλα» έργο του φιλιού. Προσπαθούμε να εντάξουμε τις μάσκες ως ποιητικό μέσο. Το φιλί, ναι, θα είναι με μάσκα. Θέλω να ελπίζω ότι αυτή η εν πολλοίς αλλά όχι πλήρως δικαιολογημένη φοβία δεν θα μας κάνει λιγότερο τολμηρούς στο πώς προσπαθήσαμε να έχουμε μια αληθινή επαφή φτιάχνοντας αυτό το πράγμα, παθιασμένο από τη φύση του».
Το κράτος στήριξε τον πολιτισµό;
«Το κράτος δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την τέχνη. Και το διαπίστωσα σε εκείνη την πρόβα των «Περσών», παρουσία του Πρωθυπουργού και της υπουργού που μίλησα για το τι έχει επιφέρει η κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και το ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε. Πρέπει να ξαναπιάσουμε τα πράγματα από τη βάση τους.
Η κυβέρνηση οδηγήθηκε, πιστεύω, στην όχι σωστή επιλογή του Μητρώου Καλλιτεχνών. Δεν έχω γραφτεί ακόμη, έχω μια άρνηση. Είναι μια νέα κατηγοριοποίηση και απαξίωση. Από τη στιγμή που βγαίνουν ετησίως 700 ηθοποιοί και υπάρχουν 50-60 δραματικές σχολές, κάτι πρέπει να κάνει το υπουργείο. Αλλά ποιος θα ορίσει ποιος είναι καλλιτέχνης; Δυστυχώς, ο πολιτισμός δεν έχει αντιμετωπιστεί ως έννοια του μαζί αλλά ως έννοια του φαίνεσθαι.
Ο καλλιτέχνης θεωρείται δεύτερης κατηγορίας;
«Ετσι φαίνεται, αλλά φταίει και ο ίδιος, γιατί, όπως λέει πάλι ο Παπαβασιλείου, δέχεται να πληρωθεί με το νόμισμα που λέγεται δόξα παρά με το νόμισμα που λέγεται χρήμα. Είναι συστατικό του καλλιτέχνη η δόξα. Μαζευτήκαμε όμως πολλοί που θέλουμε να πληρωθούμε με δόξα και όχι με χρήμα, λες και είναι υποτιμητικό ή λιγότερο. Εγώ τη δόξα τη χόρτασα, χρήμα θέλω…».
Το θέατρο κινδυνεύει;
«Οι σχέσεις κινδυνεύουν από τις οθόνες, δεν θα κινδυνέψει και το θέατρο; Από τη στιγμή που στήνεται αυτή η νέα αγορά – και θα εξελιχθεί -, κινδυνεύει ακόμα περισσότερο.
Προσωπικά, έχω μεγάλη αγωνία για το πώς θα χρησιμοποιήσω αυτό το καινούργιο μέσο, το live streaming, χωρίς να προδώσω τη φύση αυτού που ξέρω και που και ο θεατής πρέπει να εισπράττει. Το μοντάζ δηλαδή που θα έκανε μόνος του, καθισμένος στην πλατεία.
Αν είχα την επιλογή, δεν θα έκανα live streaming, ακόμα και με κίνδυνο να μην παιχτεί η παράσταση».
Αλλάζουµε µε την πανδηµία;
«Δεν ξέρω. Φοβάμαι ότι σιωπήσαμε λίγο παραπάνω, σαν να πήραμε αυτή την παραίνεση, να σιωπήσουμε, να οχυρωθούμε, ως μια ευκαιρία ανασκόπησης. Είχε και μια τέτοια πλευρά το βίωμα της καραντίνας, αλλά είμαι λίγο απαισιόδοξος. Ελπίζω να διαψευστώ».
Τι κρατάτε από τον Λευτέρη Βογιατζή;
«Σκέφτομαι τον Λευτέρη ανελλιπώς. Τον έχω μέσα μου, αναπόφευκτα – τον γνώρισα προτού κλείσω τα είκοσι. Τώρα, είκοσι χρόνια μετά, το κάδρο του Λευτέρη είναι πιο φιλικό απέναντί μου, μάλλον γιατί είμαι κι εγώ πιο φιλικός απέναντί μου. Λίγο πριν πεθάνει, είχε έρθει στο «Χαίρε Νύμφη» της Λένας Κιτσοπούλου. «Ησουν ολόκληρος, ήσουν ατόφιος» μου είπε, και ίσως με έναν τρόπο πήρα ένα είδος επιβράβευσης από εκείνον και την αυστηρότητά του, την οποία και επιδιώκω. Γιατί και από τη μητέρα μου έτσι μεγάλωσα (σ.σ.: τη δημοσιογράφο Αριστούλα Ελληνούδη. Ο πατέρας του, ο ηθοποιός Τίμος Περλέγκας, πέθανε όταν ο Γιάννος ήταν 11 ετών)».
Κάνετε σχέδια;
«Θα παίξω σε ένα σπουδαίο έργο που έγραψε η Ηρώ Μπέζου -ελπίζουμε να ανεβεί στο Θέατρο Τέχνης τη δεύτερη σεζόν. Και, για πρώτη φορά, θα κάνω τηλεόραση, μια νουάρ σειρά στο MEGA, τον «Σκοτεινό δρόμο», σε σκηνοθεσία Βαρδή Μαρινάκη. Το καλοκαίρι ελπίζω να απολαύσω την κόρη μου».
ΙΝFO
«Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια»: Σε live streaming από τη Σκηνή «Ελένη Παπαδάκη», που προγραµµατίζεται για το Σάββατο 19
Δεκεµβρίου.

