Jesmyn Ward
Τραγούδα, άταφο πουλί
Μετάφραση Ιωάννα Ηλιάδη
Εκδόσεις Παπαδόπουλος, 2018
σελ. 304, τιμή 17 ευρώ
«Μου αρέσει να πιστεύω ότι ξέρω τι είναι ο θάνατος. Μου αρέσει να πιστεύω ότι είναι κάτι που θα μπορούσα να κοιτάξω στα ίσια». Αυτός είναι ο Τζότζο. Και καλείται να αποδείξει ότι δεν φοβάται, ότι έχει μεγαλώσει αρκετά, ότι είναι κανονικός άντρας πια, ότι μπορεί, αν χρειαστεί, να λερωθεί ακόμα και με αίμα. Και κάπως έτσι, την ημέρα των δέκατων τρίτων γενεθλίων του, βοηθάει τον Πατερούλη του στη σφαγή και το ξετομάριασμα ενός κατσικιού. Με αυτή τη συμβολική σκηνή, η οποία φωτίζεται αλλιώς όταν κάποιος έχει φτάσει στο τέλος του, αρχίζει το βραβευμένο βιβλίο της Τζέσμιν Γουόρντ υπό τον ελληνικό τίτλο «Τραγούδα, άταφο πουλί». Πρόκειται για το πρώτο έργο της 41χρονης αφροαμερικανίδας συγγραφέως που μεταφράζεται και κυκλοφορεί στη χώρα μας.

Διαφυλετικές
προσμείξεις

Ο Τζότζο, ένας από τους τρεις βασικούς αφηγητές αυτού του πολυφωνικού μυθιστορήματος, είναι το αγόρι με το «σπασμένο χρώμα». Στην πραγματικότητα, ο Πατερούλης που ακούει στο όνομα Ρίβερ Ρεντ, ένας ταπεινός άνθρωπος που ασχολείται με τη γη και τα ζωντανά του, είναι παππούς του. Για την ακρίβεια, είναι ο πολυαγαπημένος μαύρος παππούς του, με τον οποίο μοιράζονται και το ίδιο σπίτι στο Μπουά Σοβάζ, μια επινοημένη κοινότητα στα επαρχιακά βάθη του Αμερικανικού Νότου. Διότι ο Τζότζο έχει και έναν άλλο παππού που βρίσκεται πιο μακριά, τον Μεγάλο Τζόζεφ, αυτός είναι ο απεχθέστατος λευκός παππούς του, πρώην σερίφης και ρατσιστής ίσαμε το μεδούλι.
Ο τελευταίος είναι ο πατέρας του δικού του πατέρα, του Μάικλ, ο οποίος είναι λεπτοκαμωμένος και έχει τατουάζ σε όλο του το σώμα και παλαιότερα, όπως μαθαίνουμε, δούλευε στ’ ανοιχτά της θάλασσας ως οξυγονοκολλητής στην πλατφόρμα εξόρυξης μιας πετρελαϊκής εταιρείας. Αυτός λοιπόν είχε αφήσει έγκυο τη Λιόνι, κόρη του Πατερούλη και μητέρα του Τζότζο, όταν εκείνη ήταν δεκαεπτά χρονών κορίτσι.
Ερωτας ωστόσο, τίποτα το επιλήψιμο δηλαδή, πέρα από τα άτεγκτα στερεότυπα που καταδικάζουν τέτοιους είδους διαφυλετικές προσμείξεις. Αργότερα ήρθε στον κόσμο και η «χρυσαφένια» Κέιλα (από το Μικέιλα), η μικρή αδελφή του Τζότζο με τα καστανόξανθα σγουρά μαλλιά, ένα τρίχρονο αγγελούδι που, σε κάποια κρίσιμη στιγμή του βιβλίου, θα ξεράσει τον οργισμένο εμετό του πάνω στον αστυνομικό που θα απειλήσει τον αδελφό της με το υπηρεσιακό του όπλο. Ο τρόπος με τον οποίο αποτυπώνει η Τζέσμιν Γουόρντ τη σχέση ανάμεσα στα δύο αδέλφια είναι συγκινητικός, έχει μιαν αστραφτερή γλύκα, παρότι αναπτύσσεται μοιραία μέσα σ’ ένα δυσοίωνο σκηνικό που το καταπίνουν πολλές δυσάρεστες, ενίοτε σπαρακτικές, καταστάσεις.

Οικογένειες
και εγκλήματα

Τα δύο παιδιά, ο Τζότζο και η Κέιλα, ζουν με τους μαύρους παππούδες τους, τον Πατερούλη και τη Μαμάκα, τη γιαγιά τους, την κυρία Φιλομέν, η οποία είναι πλέον κατάκοιτη στο κρεβάτι, πάσχει από καρκίνο, εκείνο το «φίδι που σερνόταν κατά μήκος των οστών της». Κοντολογίς, τα παιδιά μεγαλώνουν μέσα σε μια οικογένεια που είναι όχι μόνο φτωχή αλλά και δυσλειτουργική.
Οι γονείς τους είναι προβληματικοί και φευγάτοι, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Τα παιδιά δεν αποκαλούν καν «μαμά» τη Λιόνι και «μπαμπά» τον Μάικλ, δεν το νιώθουν αυτό, δεν τους βγαίνει. Δεν γίνεται διαφορετικά. Αφενός, ο πατέρας τους εδώ και τρία χρόνια βρίσκεται έγκλειστος στο Πάρτσμαν, ένα σωφρονιστικό κατάστημα της Πολιτείας του Μισισίπι που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 20ού αιώνα ως αγροτική φυλακή. Αφετέρου η μάνα τους, σερβιτόρα σ’ ένα επαρχιακό κλαμπ, έχει πέσει στα ναρκωτικά, κατεβάζει χάπια και σνιφάρει κόκα.
Η ίδια, ψυχικά τραυματισμένη, παραμένει μια ανώριμη κοπέλα από την οποία «λείπει το μητρικό ένστικτο». Και επιπλέον, όποτε είναι μαστουρωμένη, βλέπει το φάντασμα του αδελφού της, τον Γκίβεν-που-δεν-είναι-ο-Γκίβεν, το «κούφιο αποκύημα» της μόνιμης υπαρξιακής παραζάλης της. Ο Γκίβεν είχε χαθεί άδικα σ’ ένα κυνήγι στην περιοχή Κιλ όπου είχε πάει με κάποια λευκά αγόρια, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Πατερούλη. Το αποτέλεσμα; «Ο γαμημένος ο μαλάκας πυροβόλησε τον αράπη επειδή αυτός τον κέρδισε». Ο θύτης του εγκλήματος ήταν ξάδελφος του Μάικλ.
Ο Γκίβεν είχε στοιχηματίσει πως μπορούσε να σκοτώσει ένα αρσενικό ελάφι με το τόξο του πιο γρήγορα απ’ ό,τι ο άλλος με το τουφέκι, και όταν αυτό συνέβη όντως, ο άλλος, που είχε και ένα αλλήθωρο μάτι, τον πυροβόλησε με συνοπτικές διαδικασίες. Ερχεται όμως η ώρα που ο Μάικλ ενημερώνει τη Λιόνι ότι αποφυλακίζεται, και εκείνη αποφασίζει, δίχως να το πολυσκεφτεί, να κάνει το ταξίδι της καρδιάς προς τα βόρεια, προκειμένου να τον παραλάβει με το αυτοκίνητο από το Πάρτσμαν.
Και θεωρεί απαραίτητο, σε αυτή τη συναισθηματικά φορτισμένη διαδρομή, να τη συνοδεύσουν τα παιδιά τους. Εκτός βέβαια από τη φίλη της, τη Μίστι, η οποία είναι όχι μόνο συνοδηγός της αλλά αποδεικνύεται και ηθική αυτουργός μιας παράνομης μεταφοράς μεθαμφεταμίνης που θα περιπλέξει τα πράγματα καθ’ οδόν.

Σημαντικές
βραβεύσεις

Πλην όμως, ο Γκίβεν δεν είναι το μοναδικό φάντασμα σε τούτη την ιστορία. Και αυτό γίνεται απολύτως σαφές όταν, στη μέση περίπου του βιβλίου, η συγγραφέας εμφανίζει με ανατριχιαστική φυσικότητα τον τρίτο αφηγητή της, τον Ρίτσι – ένα αγόρι που έρχεται από μακριά, από τη σκοτεινή και βάρβαρη εποχή της δουλείας, ένα αγόρι συνομήλικο με τον Τζότζο, μια χαμένη ψυχή που βολοδέρνει ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς, και δεν μπορεί να εξιλεωθεί επειδή αδυνατεί να θυμηθεί το τραγικό της τέλος – ο οποίος μεταμορφώνεται εδώ σε δραματουργικό καταλύτη, γιατί γίνεται ακριβώς το σημείο όπου συγκλίνουν απρόβλεπτα το παρόν και το παρελθόν. Με το Sing, Unburied, Sing (αυτός είναι ο πρωτότυπος αγγλικός τίτλος του μυθιστορήματος, ένα δυνατό δείγμα σύγχρονου southern gothic, με όλα τα τυπικά και ουσιαστικά χαρακτηριστικά αυτής της παράδοσης) η Τζέσμιν Γουόρντ απέσπασε το 2017, για δεύτερη φορά, το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ στην κατηγορία της μυθοπλασίας.
Η πρώτη ήταν το 2011 με το μυθιστόρημά της Salvage the Bones, ένα ακραιφνώς ρεαλιστικό έργο, με φόντο τις συνέπειες του τυφώνα Κατρίνα, που είχε επίσης στο επίκεντρό του μια οικογένεια. Συνοπτικά, έχουμε να κάνουμε με μια σημαντική πεζογράφο που φαίνεται να ξεχωρίζει στο πεδίο της αφροαμερικανικής λογοτεχνίας, στη μετά την Τόνι Μόρισον εποχή. Ωστόσο, ο πρόδηλος θαυμασμός της συγγραφέως (που γίνεται περισσότερο αντιληπτός στην τεχνοτροπία της) κατευθύνεται περισσότερο προς τον αξεπέραστο Γουίλιαμ Φόκνερ και την απαράμιλλη Γιουντόρα Γουέλτι.