«Την εποχή που ξεσπούσε η ελληνική κρίση μού ζητήθηκε να αναλάβω τη διεύθυνση ενός Ινστιτούτου με μακροχρόνια σχέση εγγύτητας με τους έλληνες δημιουργούς, ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια των καταλυτικών γεγονότων του εμφυλίου πολέμου και της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Την ίδια εποχή άρχισαν να εξαντλούνται οι δημόσιες επιχορηγήσεις για τον πολιτισμό, που αποτελούν το μοναδικό εχέγγυο για την υλοποίηση ποιοτικών παραγωγών, καθώς δεν υπαγορεύονται από τις επιταγές της αγοράς.
Την ώρα λοιπόν που κάθε μακρόπνοο πολιτιστικό σχέδιο καθίσταται αβέβαιο, η ανάγκη για έναν θεσμό όπως το Γαλλικό Ινστιτούτο να επενδύσει μαζί με τους συνεργάτες του στη διάρκεια καθίσταται επιτακτική. Επιπλέον, μου φάνηκε φυσικό να προχωρήσω, με δεδομένη την τόσο ξεχωριστή και μακρά φιλική σχέση Γαλλίας και Ελλάδας, σε μια επανεξέταση των προγραμμάτων συνεργασίας, προκειμένου να τεθούν πραγματικά στην υπηρεσία των καλλιτεχνών, των διανοουμένων και των ελληνικών πολιτιστικών θεσμών.
Αν οι δημιουργοί και οι πολιτιστικοί κύκλοι τούτη τη στιγμή δοκιμάζονται και πολλοί εγκαταλείπουν την Ελλάδα, η μεγάλη πλειοψηφία μένει, ιδιαίτερα δε όλοι εκείνοι των οποίων η τέχνη συνδέεται άρρηκτα με ό,τι καλύτερο η χώρα αυτή εξακολουθεί να παράγει: τον λόγο και τη σκηνή. Θα πρέπει λοιπόν να αναγνωρίσει κανείς ότι η δημιουργικότητά τους δεν περνάει κρίση. Από τον Γιάννη Μαυριτσάκη στη Λένα Κιτσοπούλου, από τον Σίμο Κακάλα στον Βασίλη Μαυρογεωργίου, από τον Φίλιππο Τσίτο στην Αθηνά Ραχήλ Τσαγκάρη, μια ολόκληρη γενιά παίρνει με μπρίο τη σκυτάλη από τις εξέχουσες φυσιογνωμίες που τιμούν την Ελλάδα και στο εξωτερικό: τον Μιχαήλ Μαρμαρινό, που αναλαμβάνει την τιμή και την πρόκληση να σκηνοθετήσει τον ερχόμενο Μάρτιο τη «Φαίδρα» του Ρακίνα, το κατεξοχήν γαλλικό θεατρικό έργο, στα άγια των αγίων του γαλλικού θεάτρου, στην Κομεντί Φρανσέζ, από τους Θόδωρο Τερζόπουλο, Λευτέρη Βογιατζή, Γιάννη Χουβαρδά, Αντρέα Στάικο, Βασίλη Παπαβασιλείου, Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο, Δημήτρη Παπαϊωάννου και τόσους άλλους.
Οι ίδιοι οι Ελληνες ίσως να μη γνωρίζουν σε ποιον βαθμό έχει αναζωπυρωθεί το ενδιαφέρον των γαλλικών θεσμών για τη θεατρική αυτή σκηνή, που θεωρείται ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον πειραματικό εργαστήριο: ευρωπαίοι καλλιτεχνικοί διευθυντές παρακολουθούν από κοντά ταλαντούχους θιάσους όπως τον Κανιγκούντα, που θα αναμετρηθεί προσεχώς στη Στέγη με το αριστούργημα του Ζοέλ Πομερά και έχουν προσκληθεί να δώσουν παραστάσεις στη χώρα μου, την ομάδα Vasistas –που διατηρεί εν μέρει δεσμούς με τη Μασσαλία –ή τους Blitz που επιστρέφουν από μια θριαμβική τουρνέ στη Γαλλία και άλλους εξίσου εξαιρετικούς, όπως τις ομάδες Χώρος, Projector, Bijoux de Kant και ΟΠΕRΑ.
Πρόκειται για μια από τις πιο πρωτότυπες και δημιουργικές θεατρικές σκηνές της Ευρώπης, την οποία εμείς στο Γαλλικό Ινστιτούτο επιθυμούμε να αναδείξουμε διευκολύνοντας τις πιθανές επαφές με τη χώρα μας. Από την περιορισμένη σκόπευση της διάδοσης του πολιτισμού μας περάσαμε σε ένα πολυετές πρόγραμμα πολλαπλασιάζοντας συζητήσεις και ομιλίες μεταξύ Γάλλων και Ελλήνων, επιμορφωτικά προγράμματα, χτίζοντας γέφυρες και καλλιεργώντας το έδαφος κοινών καλλιτεχνικών επιλογών για τη δημιουργία συμπαραγωγών με γαλλικούς θεσμούς.
Στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο μας το Ματαρόα των ημερών μας είναι όταν η Κομεντί Φρανσέζ προτείνει το ανέβασμα της «Φαίδρας» στον Μαρμαρινό, όταν το κανάλι Arte και το Εθνικό Κέντρο Κινηματογράφου της Γαλλίας χρηματοδοτούν την «Ξένια», τη νέα ταινία του Πάνου Κούτρα, όταν ο Ολιβιέ Πι, μελλοντικός διευθυντής του Φεστιβάλ της Αβινιόν, εργάζεται για πέντε εβδομάδες στην Ελλάδα προετοιμάζοντας το ανέβασμα του θεατρικού έργου του Γιάννη Μαυριτσάκη «Vitrioli» στο Εθνικό Θέατρο. Ολα αυτά αποτελούν αδιάψευστη ένδειξη της διαρκώς ανανεούμενης και αμέριστης εμπιστοσύνης της Γαλλίας στον ελληνικό λαό και στους δημιουργούς του».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ