«Δες εδώ ένα χειροποίητο βιβλίο» λέει ο Θανάσης Καστανιώτης. «Μόνο ένας έχει μείνει στην Αθήνα που τα κάνει σήμερα». Στην οδό Θεμιστοκλέους, στο νεοκλασικό που αποτελεί την έδρα του εκδοτικού οίκου, τα βιβλία αφθονούν. Μια ντουλάπα που έχει γίνει βιβλιοθήκη, ένα έργο του μαθηματικού Τζον φον Νόιμαν, από τα πρώτα που εξέδωσε, ένα βιβλίο που εντόπισε στο Waterstones. Του αρέσουν τα Waterstones; «Μου αρέσουν όλα τα βιβλιοπωλεία. Οταν ταξιδεύουμε στο εξωτερικό με την καλή μου, λέμε «πάμε για προσκύνημα»». Συναντώντας έναν εκδότη εντός του εκδοτικού του οίκου αναπόφευκτα η συζήτηση θα περιστραφεί γύρω από βιβλία – τα γράμματα και τους αριθμούς τους, την υφή και τη μορφή τους, το παρόν και το μέλλον τους.

Οι εκδόσεις Καστανιώτη συμπλή-ρωσαν εφέτος 50 χρόνια παρουσίας στον εκδοτικό χώρο. Πώς ένας εκδότης κατορθώνει να κάνει έναν εκδοτικό οίκο να ευδοκιμεί για το διόλου ευκαταφρόνητο διάστημα του μισού αιώνα;

«Με την καθημερινή του τρέλα. Δεν σου κρύβω ότι ξεκινάω τη μέρα μου με την ίδια δίψα που είχα όταν είχα εκδώσει το πρώτο μου βιβλίο. Δίψα για δουλειά και δίψα για δημιουργία. Αν είναι και η ημέρα ηλιόλουστη, βγαίνω έξω με ιδιαίτερη αισιοδοξία σκεπτόμενος ότι έχω ένα βιβλίο μπροστά μου να ετοιμάσω. Γιατί είναι τρόπος ζωής το να ζεις με το βιβλίο – και με τους ανθρώπους των βιβλίων, συγγραφείς και συνεργάτες».

Λέγατε το 1999 ότι εκδίδατε περίπου 320 βιβλία τον χρόνο, κατά μέσο όρο.

«Ναι, τόσα ήταν. Τόσα εκδίδαμε τότε».

Εκπληκτικός αριθμός.

«Η δική μου τρέλα για το βιβλίο ήταν να βγάλω όσα περισσότερα μπορώ. Και 500, αν μπορούσα να εκδώσω, θα το έκανα. Στην Ελλάδα, ούτως ή άλλως, υπάρχει έλλειμμα βιβλιογραφικό, ακόμη. Δεν μπήκαμε στην τυπογραφία αμέσως, όπως οι άλλες χώρες της Ευρώπης. Και ας μην ξεχνάμε ότι πριν από τον 19ο αιώνα τα ελληνικά βιβλία τυπώνονταν αλλού, στη Βιέννη ή στην Κωνσταντινούπολη».

Ποιες είναι κάποιες μικρές λεπτομέρειες πίσω από την παραγωγή ενός βιβλίου ως φυσικού αντικειμένου;

«Υπάρχει η γραμματική της τυπογραφίας, όπως λέμε – το πώς θα γίνει η σελιδοποίηση. Η επιλογή της γραμματοσειράς – του μεγέθους, της αραίωσης, του μήκους. Ο αναγνώστης διαβάζει με μια ματιά την αράδα, άρα το κείμενο πρέπει να είναι ευανάγνωστο και καθαρό. Ενα βιβλίο δεν πρέπει να κουράζει και με το βάρος του, ειδικά όταν είναι μεγάλο. Εμείς, για παράδειγμα, έχουμε επιλέξει πια ένα πιο ελαφρύ χαρτί, που το αγαπώ πολύ, το λεγόμενο book paper – ελαφρύ και ματ, για να μην παράγει αντανακλάσεις που κουράζουν τα μάτια. Τέτοιες λεπτομέρειες απασχολούν εμάς. Δεν χρειάζεται να τις ξέρει ο αναγνώστης, αρκεί να αντλεί απόλαυση από το τελικό αποτέλεσμα».

Εάν συγκρίνατε τα πρώτα σας βιβλία, της δεκαετίας του ’70, με τα τωρινά, τι θα διακρίνατε στη μορφή τους;

«Την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Εχω εδώ ένα από τα πρώτα μας βιβλία. Φτιαγμένο με τον παλιό τρόπο. Με κλισέ, δίχρωμο, από μακέτα με λετρασέτ. Τυπώθηκε με λινοτυπία. Αν γινόταν ένα λάθος στην αράδα, έπρεπε να ξαναγίνει όλη η αράδα. Σήμερα μπορούμε να βρούμε τράπεζες φωτογραφιών ή θεμάτων στο Ιnternet, να τις κατεβάσουμε όταν τις θέλουμε, να τις σελιδοποιήσουμε και να δούμε επί τόπου αν μας κάνει».

Εσείς είχατε ξεκινήσει να εργάζεστε σε νεαρή ηλικία στη «Φωλιά του Βιβλίου», θρυλικό βιβλιοπωλείο στην οδό Πανεπιστημίου. Δεν υπάρχει πια, το ίδιο και ο Ελευθερουδάκης και ο Κάουφμαν. Τέτοια βιβλιοπωλεία-θεσμοί λείπουν σήμερα;

«Εχουν δημιουργηθεί καινούργια. Η Πολιτεία, ο Ιανός. Παλιά υπήρχαν τα εξειδικευμένα βιβλιοπωλεία. Ο Κάουφμαν στα γαλλικά, ο Παντελίδης στα αγγλικά και ούτω καθεξής. Μετά τη μεταπολίτευση η Αθήνα γέμισε με μικρά βιβλιοπωλεία, καλά βιβλιοπωλεία, που παρακολουθούσαν τη βιβλιογραφία. Κι αυτή η εποχή πέρασε. Επειτα άνοιξαν νέα, διαφορετικά. Η ζωή συνεχίζεται».

Είχατε πει το 2012 ότι έχοντας ξεκινήσει την εκδοτική σας δραστηριότητα μέσα στη δικτατορία παραμένετε αισιόδοξος στις συνθήκες της κρίσης…

«Εχω πει κι εγώ βλακείες… Παραμένω όμως αισιόδοξος. Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση σε ένα μεγάλο πρόβλημα να μη βρεθεί κάποια στιγμή και μια μεγάλη λύση. Τα προβλήματα είναι για να λύνονται. Το πιστεύω».

Πιστεύατε ότι μετά τη μεταπολίτευση η χώρα θα μπορούσε ποτέ να ζήσει ξανά έναν τέτοιο πολιτικό και οικονομικό κλυδωνισμό;

«Δεν το φανταζόμουν ποτέ! Ειλικρινά! Νομίζω ότι μας είχε παραπλανήσει όλους η ευμάρεια. Και η αναλήθεια μέσα στο πολιτικό και στο οικονομικό σύστημα».

Το καλό βιβλίο φτιάχνει το δικό του κοινό;

«Ναι, το πιστεύω αυτό. Κοιτάξτε, παντού υπάρχει μια πυραμίδα ενδιαφέροντος για το βιβλίο. Στην κορυφή είναι οι λιγότεροι που εκτιμούν με αυστηρά κριτήρια. Στη βάση, οι πολλοί που, για να το πούμε με εικόνες από τον χώρο του κινηματογράφου, βλέπουν τον «Τιτανικό» και αγνοούν τον Γούντι Αλεν. Στην Ελλάδα αυτοί οι πολλοί φοβούνται το βιβλίο. Γι’ αυτό ξεκινήσαμε πριν από πολλά χρόνια και τις εκδηλώσεις για το βιβλίο – για να καταλάβουν οι Ελληνες ότι είναι υπεράνω φόβου!».

Σκεφτήκατε ποτέ στην πορεία του εκδοτικού οίκου ότι θα φτάσετε κάποτε εδώ, στην πεντηκονταετία;

«Δεν είχα business plan. Δεν είχα στήσει κάτι για να γίνει μεγάλο. Εχοντας μια προϋπηρεσία στον χώρο, και γνωρίζοντας τους εκδοτικούς οίκους του εξωτερικού, τόλμησα να σκεφτώ στο μυαλό μου τότε ότι θα ήθελα κάποτε να γίνω ο Gallimard της Ελλάδας. Είχα πάει και σε μια έκθεσή τους και ζήλεψα. Από την άλλη πλευρά, μήπως και ο Gallimard ξεκίνησε να γίνει ο Gallimard; Βιβλία έβγαζε, με τους συγγραφείς περνούσε καλά, και σήμερα αν δεις τι έχει εκδώσει στη σειρά Pleiades παθαίνεις πολιτισμικό σοκ. Ωραία είναι αυτά, αλλά για να αποτιμώνται από άλλους, όχι από τον ίδιο που τα παράγει. Αν θέλεις να δεις τι είναι ο εκδότης, όπως λέω συνήθως, δες τον κατάλογό του. Και έτσι θα καταλάβεις».