Τα τελευταία χρόνια οι ακολουθούμενες εκπαιδευτικές πολιτικές διαμορφώνουν σταδιακά το πλαίσιο της αλλαγής του σχολείου. Η προσπάθεια ουσιαστικά ξεκινά το 2000 με τη θεματική οργάνωση των Αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών στη βάση του Διαθεματικού Ενιαίου Πλαισίου (ΔΕΠΠΣ).

Η πρόταση αυτή καταργεί σε μεγάλο βαθμό τη σχέση του μαθητή με τη μάθηση, τον στοχασμό και τη γνώση, τη συνείδηση, την κατανόηση και τη συλλογικότητα. Με τη «διαθεματικότητα» συγχέονται τα αντικείμενα και οι μέθοδοι των διαφορετικών επιστημών. Η μη διακριτότητα-αυτοτέλεια των επιστημονικών αντικειμένων οδηγεί και στην κατάργηση των λειτουργικών διαδικασιών της διδασκαλίας, οι οποίες μπορούν να εξυπηρετήσουν τη γνώση και τη μάθηση. Η κατάργηση της αυτοτέλειας εξυπηρετεί στην πραγματικότητα την ιδεολογική χειραγώγηση του μαθητή και τη διάλυση της ειδικότητας των εκπαιδευτικών, ώστε να υπάρχει ευκολότερος δρόμος για παραπέρα εξάρτηση, κινητικότητα, ρευστότητα και αβεβαιότητα. Επιπλέον, αλλάζει και ο ρόλος του καθηγητή στη διαδικασία της μάθησης, ο οποίος μετατρέπεται από δημιουργός αξιών, ιδεών και γνώσεων που ανταλλάσσει με τους μαθητές σε διεκπεραιωτή και αναπαραγωγό έτοιμων προγραμμάτων.

Με τη «διαθεματική προσέγγιση» το σχολείο χαρακτηρίζεται από:

α. Επιλεκτικότητα, δηλαδή μια αντιεπιστημονική αντίληψη που θεωρεί ότι υπάρχει ελευθερία επιλογής σε προκαθορισμένα γνωστικά αντικείμενα, θεματικά προσδιορισμένα με τη μορφή διδακτικών ενοτήτων και λυμένων θεμάτων.

β. Εναλλακτικότητα, η οποία εκδηλώνεται ως ένας εθισμός στην αντίληψη της πιθανής ή ενδεχόμενης ισοδυναμίας των γνωστικών αντικειμένων ή διδακτικών ενοτήτων για την παραπέρα πορεία του μαθητή.

γ. Αποσπασματικότητα, διεκπεραίωση της γνώσης και διαχείριση της πληροφορίας με τέτοια χρήση της τεχνολογίας που οδηγεί τον μαθητή στη σύνδεση με την επιχειρηματικότητα και την αγορά.

Το σχολείο μέχρι πρόσφατα ήταν μεν αποσπασματικό αλλά συμβατικό. Στο συμβατικό σχολείο παρέχεται ολόκληρο το περιεχόμενο της γνώσης μιας επιστήμης (εναρμονισμένο με το ηλικιακό, νοητικό επίπεδο των μαθητών) με ατέλειες ή διαστρεβλώσεις θεωρητικές, μεθοδολογικές, ερμηνευτικές και ιδεολογικές, το οποίο διεκπεραιωνόταν μέσα από διακριτά- αυτοτελή μαθήματα-επιστήμες. Υπήρχε, δηλαδή, αντιστοιχία επιστήμης και μαθήματος.

Προπομπός της κατάργησης της αντιστοιχίας επιστήμης και μαθήματος είναι η ένταξη στο Ωρολόγιο Πρόγραμμα του Λυκείου του Project, το οποίο προωθεί την αποσπασματική γνώση και αναζητεί μέσα από την ομαδοσυνεργατική διαδικασία την ψυχολογική ισορροπία του μαθητή.

Το 2013 εντάσσεται στο πρόγραμμα του Λυκείου το μάθημα Πολιτική Παιδεία με αποτέλεσμα να διαταραχθεί για πρώτη φορά η αντιστοιχία επιστήμης και μαθήματος και να ταυτιστούν τα αντικείμενα και οι μέθοδοι των τριών επιστημών. Η θεματική προσέγγιση εφαρμόζεται επίσης στο νέο αναλυτικό πρόγραμμα της Ιστορίας (θεματικοί φάκελοι), των Θρησκευτικών και πιο πρόσφατα στο «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία».

Πρόκειται για μια μετάβαση από το σχολείο της γνώσης (το νοησιαρχικό σχολείο) στο σχολείο της ψυχικής ισορροπίας, της ρύθμισης του συναισθήματος, της άνθησης της εξάρτησης, του καταναγκασμού στην έκφραση και της ομοιομορφίας. Αποτέλεσμα της μετάβασης από τη γνώση στην ισορροπία και στη διαχείριση είναι λιγότερη γνώση και μάθηση και έμφαση στις δεξιότητες. Με τον τρόπο αυτόν έχουμε μια μετατόπιση της εκπαίδευσης από τη γνωστικότητα στην εφαρμοστικότητα.

Η φιλοσοφική βάση της εκπαιδευτικής πολιτικής έχει σχέση με τον μεταμοντερνισμό, ο οποίος απορρίπτει τις «Μεγάλες Αφηγήσεις», πολεμά την ολότητα και τον καθολικό τρόπο σύλληψης και θέασης της πραγματικότητας, τις νομοτέλειες και τους νόμους της αιτιότητας. Εφικτοί είναι μόνο οι μερικοί μετασχηματισμοί, «μικρές εγχειρητικές τομές, παρεμβάσεις στους κρίσιμους κόμβους του συστήματος, ώστε αυτό να λειτουργήσει με διαφορετικό τρόπο».

Κοινός τόπος σύγκλισης στη φιλοσοφία του μεταμοντέρνου και του φιλελευθερισμού είναι το «αποκεντρωμένο υποκείμενο» και η αντίληψη για την ατομικότητα. Ο κοινωνικός σχεδιασμός στον φιλελευθερισμό συνίσταται στην «ίση ελευθερία των μελών της κοινωνίας για ικανοποίηση των ατομικών επιθυμιών». Προϋπόθεση της προσωπικής ελευθερίας και της ατομικής τελείωσης είναι η ύπαρξη ενός ελάχιστου πεδίου στο πλαίσιο του οποίου υπάρχει δυνατότητα ελεύθερης εκδίπλωσης της ατομικής ανάπτυξης.

Στη μεταμοντέρνα θεωρία εκκινούν από το άτομο, το οποίο είναι ισότιμο με την κοινωνία και δεν συνθλίβεται στις ανάγκες μιας απρόσωπης συλλογικότητας. «Απαραίτητη προϋπόθεση κοινωνικής συνοχής είναι η ατομική ελευθερία/αυτονομία και η σπουδαιότητα της πνευματικής καλλιέργειας που μπορούν να ευδοκιμήσουν στο έδαφος του δημοκρατικού πολιτεύματος». Υποστηρίζει η θεώρηση αυτή ότι το υποκείμενο αδυνατεί να συλλάβει, να κατανοήσει και να μετασχηματίσει τους όρους της ζωής του, δεν υπάρχει ως κοινωνικό υποκείμενο. Ο ναρκισσισμός των μικροδιαφορών της εξουσίας και η θεώρηση ότι όλα είναι ρευστά οδηγούν σε μια τεχνοκρατική πρόταση αναμόρφωσης της κοινωνικής πραγματικότητας. Με βάση τα παραπάνω, η ταύτιση των εκπαιδευτικών πολιτικών από το 2000 μέχρι σήμερα είναι κάτι περισσότερο από εμφανής.

Ο στόχος, όμως, είναι ο μαθητής στο σχολείο να μαθαίνει τι και πώς να γνωρίζει και να γνωρίζει τι και πώς να μαθαίνει. Ετσι το όραμα για ένα σχολείο της μόρφωσης και της γνώσης παραμένει πάντα επίκαιρο.

 

Ο κ. Παντελής Τέντες είναι πρόεδρος της Ενωσης Οικονομολόγων Εκπαιδευτικών, τ. σχολικός σύμβουλος.