Πριν από τρεις δεκαετίες ο βρετανός οικονομολόγος Τζον Γουίλιαμσον εφηύρε τη φράση «η συναίνεση της Ουάσιγκτον» για να περιγράψει μια δέσμη ιδεών υπέρ της ελεύθερης αγοράς και της παγκοσμιοποίησης που αμερικανοί ηγέτες προωθούσαν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 για την παγκόσμια ανάπτυξη και ευημερία. Στην πολιτική, η Μάργκαρετ Θάτσερ και ο Ρόναλντ Ρίγκαν αποθέωσαν τις ιδέες αυτές, φροντίζοντας ταυτόχρονα να μειώσουν ριζικά τον κρατικό παρεμβατισμό.

Το μοντέλο εν τούτοις αποδείχθηκε προβληματικό, καθώς οδήγησε σε αδιέξοδα και ανισότητες: μια παγκοσμιοποιημένη ελεύθερη αγορά που αύξανε τα κέρδη επιχειρήσεων σε βάρος των εργαζομένων. Το χάσμα μεταξύ προνομιούχων και μη διευρύνθηκε. Οι αγορές κατάφεραν σε ορισμένες περιπτώσεις να γίνουν ισχυρότερες και από εθνικές κυβερνήσεις. Το σύστημα φάνηκε να φτάνει στα όριά του, με αποκορύφωμα την οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας, και το κλαμπ των 7 ισχυρών κρατών (G7) – ως κύριος αναμορφωτής της παγκόσμιας οικονομίας – έφερε τεράστια ευθύνη. Η πανδημία του κορωνοϊού αποτέλεσε το σημείο καμπής, δείχνοντας με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τις αδυναμίες του παλαιού συστήματος.

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω