Από το 1972, κάθε τέσσερα χρόνια τέτοια εποχή, η Αϊοβα, αγροτική Πολιτεία των μεσοδυτικών ΗΠΑ, «ξυπνάει» από τον λήθαργο και συγκεντρώνει επάνω της τους προβολείς της δημοσιότητας: η Αϊοβα είναι η πρώτη Πολιτεία στην οποία διεξάγονται προκριματικές εκλογές για την ανάδειξη του υποψηφίου για το προεδρικό χρίσμα εν όψει των αμερικανικών προεδρικών εκλογών.

Το 2024 δεν αποτελεί εξαίρεση: σήμερα θα διεξαχθούν στην Αϊοβα οι πρώτες προκριματικές εκλογές του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Η προεκλογική εκστρατεία στις ΗΠΑ εισέρχεται πλέον στην τελική ευθεία για τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.

Οι Ρεπουμπλικανοί της Αϊοβα θα αψηφήσουν το χιόνι και το ψύχος (μείον 8 βαθμούς Κελσίου προβλέπουν οι μετεωρολόγοι) για να επιλέξουν υποψήφιο για το χρίσμα του κόμματος, ανάμεσα στον πρώην πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, τον Ρον Ντε Σάντις, κυβερνήτη της Φλόριντα, τη Νίκι Χέιλι, πρώην κυβερνήτρια της Νότιας Καρολίνας και πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, τον Βιβέκ Ραμασουάμι, εκατομμυριούχο επιχειρηματία, και τον Κρις Κρίστι, πρώην κυβερνήτη του Νιου Τζέρσεϊ.

Η διαφορά και το φαβορί

Οι προκριματικές της Αϊοβα του 2024 διαφέρουν από τις προηγούμενες στην ίδια Πολιτεία στα εξής: πρώτον, αφορούν μόνον τους Ρεπουμπλικανούς, καθώς οι Δημοκρατικοί αποφάσισαν εφέτος να διεξαγάγουν τις δικές τους πρώτες προκριματικές στην Πολιτεία του Νιου Χάμσιρ στις 23 Ιανουαρίου. Και δεύτερον, το αποτέλεσμά τους είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένο, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δίνουν νικητή τον Τραμπ με διαφορά 30 μονάδων, από τον δεύτερο συνυποψήφιό του, τον Ντε Σάντις.

Το γεγονός ότι ο Τραμπ, ακόμη και την τελευταία εβδομάδα πριν τις προκριματικές, «μπαινόβγαινε» στα δικαστήρια καθώς αντιμετωπίζει 91 διαφορετικές κατηγορίες για εξαπάτηση μέχρι και εσχάτη προδοσία, δεν φαίνεται να πτοεί τους Ρεπουμπλικανούς. Είναι δε εντυπωσιακό ότι ενώ στην Αϊοβα έχει προβάδισμα 30 μονάδων, σε ομοσπονδιακό επίπεδο το προβάδισμά του κυμαίνεται από 40 ως 60 μονάδες. Ούτε ο Ντε Σάντις, ο οποίος πρόταξε υπερσυντηρητική ατζέντα στα κοινωνικά ζητήματα, ούτε η Χέιλι, πιο μετριοπαθής στο δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση (μείζον ζήτημα μετά την απόφαση το 2022 του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ να ακυρώσει, ύστερα από 50 χρόνια, το δικαίωμα των Αμερικανίδων στην άμβλωση σε ομοσπονδιακό επίπεδο) και σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, καταφέρνουν να απομακρύνουν τους Ρεπουμπλικανούς από τον Τραμπ.

Οι πρώτες εκτιμήσεις

Ενδεχόμενη νίκη του με μεγάλο ποσοστό, κοντά στο 50%, στην Αϊοβα, θα δώσει περαιτέρω ώθηση στην εκστρατεία του πρώην προέδρου για τις αμέσως επόμενες προκριματικές, οι οποίες θα διεξαχθούν στο Νιου Χάμσιρ, στη Νεβάδα, στη Νότια Καρολίνα και στο Μίσιγκαν, ώστε να έχει ακόμη μεγαλύτερο προβάδισμα για τη «Σούπερ Τρίτη» στις 5 Μαρτίου, ημερομηνία κατά την οποία θα διεξαχθούν προκριματικές σε 12 Πολιτείες – ανάμεσά τους η Καλιφόρνια και το Τέξας που εκλέγουν μεγάλο αριθμό εκλεκτόρων.

Σύμφωνα με αναλυτές, μέχρι τα μέσα Μαρτίου ο Τραμπ θα έχει εξασφαλίσει αρκετούς εκλέκτορες στις προκριματικές ώστε να θεωρεί σίγουρο το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών για την προεδρία, το οποίο θα δοθεί επισήμως στο συνέδριο του κόμματος στο Μιλγουόκι τον Ιούλιο, με τις τελευταίες προκριματικές του κόμματος να γίνονται τον Ιούνιο. Με βάση τις εκτιμήσεις του προεκλογικού του επιτελείου, ως τις 19 Μαρτίου ο Τραμπ θα έχει εξασφαλίσει 1.478 εκλέκτορες ενώ χρειάζεται 1.215 για να λάβει το προεδρικό χρίσμα.

Ενισχυμένη εκστρατεία

Είναι τόσο ισχυρό το ρεύμα υπέρ του Τραμπ, ώστε η «Washington Post» διερωτάτο αν υπάρχει στ’ αλήθεια κάποιος υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών με πιθανότητα επικράτησης έναντι του πρώην προέδρου. Το γεγονός ότι δημοσκόπηση του CNN για τις αμέσως επόμενες προκριματικές των Ρεπουμπλικανών, στο Νιου Χάμσιρ στις 23 Ιανουαρίου, φέρει τη Χέιλι να κλείνει την ψαλίδα με 32% έναντι 39% του Τραμπ, δεν είναι αξιοσημείωτο.

Οπως εξηγεί στην αμερικανική εφημερίδα o Eντ Ρότζερς, αναλυτής στρατηγικής για το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, η μεγάλη διαφορά με την προεκλογική εκστρατεία του 2016 είναι ότι τότε, ο Τραμπ είχε στη διάθεσή του δύο κυρίως όπλα, το Twitter και ένα αεροπλάνο (σ.σ.: προφανώς ιδιωτικό, με το οποίο μετακινείτο από Πολιτεία σε Πολιτεία) ενώ σήμερα διαθέτει έναν σκληρό πυρήνα επαγγελματιών, οι οποίοι έστησαν σοβαρή προεκλογική εκστρατεία σε όλες τις Πολιτείες όπου θα διεξαχθούν οι πρώτες προκριματικές εκλογές, με αποτέλεσμα να έχουν διαμορφώσει και την υποδομή για αξιόπιστη προεκλογική εκστρατεία σε παναμερικανικό επίπεδο.

Επιπλέον, το επιτελείο του Τραμπ έχει δώσει βαρύτητα στην προσωπικότητά του, την εκρηκτική και αλλοπρόσαλλη, διότι αυτή τελικώς είναι το ατού του σε σχέση με τους συνυποψηφίους του. Κανείς εξ αυτών δεν διαφωνεί επί τις ουσίας με την πολιτική του Τραμπ κατά την προηγούμενη προεδρική του θητεία, είτε αυτή αφορά φοροαπαλλαγές για τους πιο πλούσιους είτε την ακύρωση του δικαιώματος των Αμερικανίδων στην άμβλωση είτε την ενίσχυση της φύλαξης των συνόρων ΗΠΑ – Μεξικού.

Μεταναστευτικό και Γάζα

Το Μεταναστευτικό είναι ένα από τα ζητήματα που διχάζει και τη βάση των Δημοκρατικών ψηφοφόρων, την οποία δυσκολεύεται να συσπειρώσει ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, εκ νέου υποψήφιος για το χρίσμα και την προεδρία και ο μόνος σοβαρός υποψήφιος των Δημοκρατικών. Η αύξηση των μεταναστευτικών ροών από το Μεξικό προς τις ΗΠΑ έχει ωθήσει πολλούς Δημοκρατικούς να διεκδικούν αυστηρότερη πολιτική στο Μεταναστευτικό.

Ο Μπάιντεν επιχειρεί να έρθει σε συμφωνία με τους Ρεπουμπλικανούς επί του θέματος, προσπαθώντας ταυτόχρονα να μη δυσαρεστήσει ούτε τη δεξιά ούτε την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του. Το άλλο ζήτημα που διχάζει το Δημοκρατικό Κόμμα είναι ο πόλεμος στη Γάζα. Η αριστερή πτέρυγα διαμαρτύρεται για τη σχεδόν άνευ ορίων στήριξη του Μπάιντεν στο Ισραήλ. Οι Δημοκρατικοί ψηφοφόροι που υποστηρίζουν την Παλαιστίνη, όπως και οι μαύροι και οι νεότεροι σε ηλικία, είναι οι τρεις ομάδες ψηφοφόρων που αμφισβητούν περισσότερο τον Μπάιντεν. Στο Μίσιγκαν, όπου η κοινότητα των Αμερικανών αραβικής καταγωγής είναι πολυάριθμη, ο Μπάιντεν κινδυνεύει να χάσει τις εκλογές εξαιτίας αυτού του ζητήματος.

Δεν «πουλάει» το δίδυμο

Με βάση τα σημερινά δεδομένα, όλα δείχνουν ότι η αναμέτρηση στις προεδρικές εκλογές θα διεξαχθεί μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν, όπως συνέβη το 2020. Παρότι εξαιρετικά κρίσιμη, η αναμέτρηση δεν ενθουσιάζει τους Αμερικανούς, ούτε τον υπόλοιπο κόσμο. Πάντα ωστόσο υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης και δεδομένου ότι και οι δύο βασικοί υποψήφιοι είναι 77 και 81 ετών αντιστοίχως, ουδείς μπορεί να προβλέψει πώς θα εξελιχθεί το κρίσιμο δεκάμηνο μέχρι τις εκλογές της 5ης Νοεμβρίου.