H Πιλάρ Κιντάνα είναι μια πολυταξιδεμένη γυναίκα, αν και στην Ελλάδα βρέθηκε για πρώτη φορά μόλις πρόσφατα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ ΛΕΑ (Ιβηροαμερικανικό Φεστιβάλ «Λογοτεχνία Εν Αθήναις»). Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κάλι, την τρίτη μεγαλύτερη σε πληθυσμό πόλη της Κολομβίας, σπούδασε στην Μπογκοτά και γύρισε τον κόσμο για μια περίοδο τριών ετών προτού επιστρέψει στη χώρα της και εγκατασταθεί στις ακτές της Κολομβίας, στο τμήμα που βρέχεται από τον Ειρηνικό Ωκεανό. Για εννέα ολόκληρα χρόνια το σπίτι της βρισκόταν στη κορυφή ενός μικρού λόφου στο πιο απομονωμένο τμήμα ενός ήδη απομονωμένου οικισμού, μία ώρα απόσταση από την πιο κοντινή πόλη, την Μπουεναβεντούρα, σε ένα ονειρεμένο μέρος όπου οι φάλαινες πηγαίνουν να γεννήσουν τα μικρά τους.

Η Κιντάνα είχε κάνει πραγματικότητα ένα όνειρο ζωής, να ζει δίχως άγχος δίπλα στη φύση με ελάχιστα χρήματα – η ακτή του Ειρηνικού στην Κολομβία είναι η πιο φτωχή γεωγραφική ζώνη της χώρας – ώστε να μπορεί να κάνει απερίσπαστη αυτό που επιθυμούσε: να διαβάζει και να γράφει. Σύντομα θα μάθαινε πόσο εύθραυστο είναι το περίβλημα του πολιτισμού και πόσο λεπτή η γραμμή που χωρίζει τον άνθρωπο από το ζώο.

«Κάθε ημέρα που ζούσα ήταν μια υπενθύμιση ότι δεν είμαι τίποτα περισσότερο από ένα ζώο-κομμάτι της άγριας φύσης που με περιέβαλλε, εξαρτημένη από τα καπρίτσια της. Πήγα εκεί πιστεύοντας ότι θα ζήσω σε αρμονία με τη φύση που αγαπώ τόσο πολύ, όμως πολύ σύντομα συνειδητοποίησα – μου το έμαθε η ζούγκλα, για την ακρίβεια – ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν εφικτό. Οτι για να επιβιώσω σε αυτό το περιβάλλον έπρεπε να χρησιμοποιώ τη ματσέτα μου και να δημιουργώ μια «φούσκα» ασφάλειας γύρω από το σπίτι μας ώστε να μη μας νικήσει η ζούγκλα. Επρεπε να χρησιμοποιώ δηλητήριο για τους τερμίτες ώστε να μη φάνε το σπίτι, να παίρνω αντιβιοτικά φάρμακα γιατί ακόμα και η πιο μικρή αμυχή μπορεί να προκαλούσε μια σοβαρή μόλυνση. Οταν είχε παλίρροια, η στεριά εξαφανιζόταν και για να πας, για παράδειγμα, στο μανάβικο έπρεπε να κολυμπήσεις ή να πάρεις βάρκα για να βρεθείς σε στέρεο έδαφος. Υπάρχει κάτι το ζωώδες σε αυτή την προσπάθεια επιβίωσης, στην προσπάθεια να επιβληθείς στο περιβάλλον για να επιβιώσεις» θα πει η Κιντάνα στη διάρκεια της συνάντησής μας στην Αθήνα.

Αντλώντας από την εμπειρία της, η Πιλάρ Κιντάνα ήθελε να γράψει τη δική της εκδοχή του βιβλίου «Ο γέρος και η θάλασσα». Μια ιστορία με πρωταγωνίστρια μια γυναίκα που παλεύει για την επιβίωσή της στην άγρια φύση της Κολομβίας καθώς βρίσκεται καθημερινά αντιμέτωπη με τα στοιχεία της φύσης. «Η σκύλα» (εκδ. Πατάκη, μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου), ένα μικρό μυθιστόρημα μεγάλης δύναμης, φέρνει την ηρωίδα της αντιμέτωπη με την ανεξέλεγκτη χλωρίδα και πανίδα μιας απομονωμένης περιοχής στην ακτή του Ειρηνικού, παρόμοια με εκείνη όπου έζησε η ίδια η συγγραφέας, μιας πανέμορφης περιοχής πλούσιας σε βιοποικιλότητα αλλά και αντιθέσεις, όπου η βία, η διαφθορά, η εγκληματικότητα είναι η φυσική νομοτέλεια ανθρώπων της κοινωνικής της τάξης, στη χαμηλότερη κλίμακα αυτής της τόσο αντιφατικής χώρας.

Είναι μια γυναίκα που έρχεται αντιμέτωπη και με την ίδια της τη φύση, καθώς δεν μπορεί να αποκτήσει παιδί, οπότε υιοθετεί ένα κουτάβι μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι και αυτό υπόκειται στον νόμο της δικής του φύσης όπως και εκείνης που το περιβάλλει. «Δεν θα μπορούσε να είναι ένας χαρακτήρας σαν κι εμένα, μια γυναίκα της πόλης, γιατί αυτό θα σήμαινε ότι θα είχε επιλογές. Θα μπορούσε να πάει σε γιατρούς και σε κοινωνικές υπηρεσίες, να μάθει γιατί δεν μπορεί να μείνει έγκυος, αν μπορεί να κάνει θεραπεία γονιμότητας ή να τεκνοθετήσει. Οταν όμως είσαι μια φτωχή γυναίκα από αυτή την περιοχή της Κολομβίας έχεις μόνο όσα σου προσφέρει η φύση. Ηθελα λοιπόν να αφηγηθώ μια ιστορία αποκλεισμού και συστημικού ρατσισμού. Μια ιστορία για τις πολλές γυναίκες που είδα στην ακτή του Ειρηνικού Ωκεανού και ένιωσα ότι είχα την ευθύνη να δημιουργήσω το πορτρέτο τους με τέτοιον τρόπο ώστε ο κόσμος να καταλάβει ποια είναι η θέση τους».

Η συγγραφική ιδέα της 51χρονης Κιντάνα είχε βέβαια πολλές ρίζες. Καθώς διαμορφωνόταν στο μυαλό της το βιβλίο της, το κίνημα #ΜeΤoo εξαπλωνόταν στα κοινωνικά δίκτυα. Ανάμεσα στα αιτήματά του ήταν και το δικαίωμα στην επιλογή να μη γίνεσαι μητέρα εάν δεν το επιθυμείς. Η Κιντάνα ήθελε κατ’ αρχάς να αφηγηθεί την ιστορία εκείνων των γυναικών που το θέλουν και δεν το καταφέρνουν, έχοντας και πολύ κοντινά παραδείγματα για να αντλήσει τον προβληματισμό της.

«Πίστευα ότι είναι μια ιστορία που πρέπει να ειπωθεί, γιατί συνήθως μιλάμε για την επιτυχία στη μητρότητα, για όταν τα καταφέρνεις να γίνεις μητέρα. Ούτε μιλάμε και για τις σκοτεινές πτυχές της μητρότητας. Μιλάμε για την «καλή» και την «κακή» μητέρα και ήθελα να αποδομήσω αυτό το αντιθετικό δίπολο. Μια μητέρα είναι καλή και κακή ταυτόχρονα, κάθε ημέρα. Ηθελα να μιλήσω για τους εσωτερικούς δαίμονές μας, τους οποίους η μητρότητα φέρνει αμέσως στην επιφάνεια, ό,τι καλύτερο αλλά και ό,τι χειρότερο διαθέτεις ως άνθρωπος, όπως το κάνει και η ζωή στην άγρια φύση. Προσωπικά, όταν έγινα μητέρα κατάλαβα γιατί είχα εισπράξει βία από τη μητέρα μου, μια και το δικό μου παιδί μπορούσε να με θυμώσει πάρα πολύ. Γνώριζα ότι είχα ευθύνη να μη μεταφέρω αυτή την κληρονομιά βίας στο παιδί μου, όμως αναρωτιέμαι, αν ήμουν ένα άτομο σαν την ηρωίδα μου, αν με είχαν εγκαταλείψει οι γονείς μου, ο θείος μου, είχα δεχθεί σωματική βία ως παιδί, αν ο άνδρας μου ήταν ένας «δράκος», αν δεν είχα τη δυνατότητα να ζητήσω ψυχολογική θεραπευτική βοήθεια, θα γινόμουν βίαιη όπως εκείνη; Μπορεί και να γινόμουν. Ηθελα να δείξω ότι αυτή η βία υπάρχει μέσα σε όλους μας, απλώς ορισμένες και ορισμένοι από εμάς έχουμε προνόμια που μας βοηθούν να την τιθασεύουμε ή να μην έρθουμε στο σημείο να την εξωτερικεύσουμε».

Η ισπανική «σφραγίδα αποδοχής» και οι άλλες φωνές

Η γραφή της Πιλάρ Κιντάνα απέχει πολύ από τον μαγικό ρεαλισμό του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, πατριάρχη του είδους στη χώρα αλλά και στη Νότια Αμερική. Τα λογοτεχνικά της πρότυπα είναι κατά βάση γυναίκες, αν εξαιρέσει κανείς τον πρόωρα χαμένο Αντρές Καϊσέδο (1951-1977) από τη γενέτειρά της Κάλι. Είναι η Τζέιν Οστεν και η Εμιλι Μπροντέ, με τα πορτρέτα γυναικών της κοινωνίας τους σκιαγραφημένα σε απόλυτη συνάρτηση με το περιβάλλον τους, είναι η Πατρίσια Χάισμιθ από την οποία διδάχθηκε, όπως θα πει, τη σημασία της οικονομίας των λέξεων, πώς «με μια πρόταση μπορείς να δημιουργήσεις έναν χαρακτήρα ή έναν ολόκληρο κόσμο».

Πολυταξιδεμένη και εντός της χώρας της, επιμένει να μην υποκύπτει στις Σειρήνες της Ισπανίας, της χώρας που θεωρείται η Μέκκα της λογοτεχνίας για τον ισπανόφωνο κόσμο, γεγονός που δεν την εμπόδισε να συγκαταλεχθεί μεταξύ των 39 καλύτερων συγγραφέων κάτω των 39 ετών της Λατινικής Αμερικής από το Βρετανικό Hay Festival. «Ναι, είναι η μεγαλύτερη αγορά και όντως διευρύνει την αναγνωρισιμότητα ενός ισπανόφωνου συγγραφέα. Ομως μου αρέσει να ζω στη Λατινική Αμερική και επιπλέον τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν.

Πριν από είκοσι χρόνια έπρεπε να περάσεις από το τεστ της Ισπανίας, να αναγνωριστείς από το εκδοτικό κατεστημένο για να έχεις μετά την αποδοχή από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Οχι ότι δεν εξακολουθεί να ισχύει κάτι τέτοιο, όμως έχουν αναπτυχθεί πολλοί μικροί ανεξάρτητοι εκδοτικοί οίκοι σε όλες τις χώρες της Λατινικής Αμερικής και αυτό έχει επιτρέψει να διαβάζονται οι συγγραφείς σε χώρες της ηπείρου χωρίς τη σφραγίδα αποδοχής της Ισπανίας. Αυτοί οι ανεξάρτητοι εκδοτικοί οίκοι έχουν βοηθήσει επίσης να αναδειχθούν περισσότερες γυναίκες συγγραφείς, καθώς όχι και πολύ παλιά υπήρχε χώρος για μία με δύο γυναίκες στον εκδοτικό κόσμο.

Στην Κολομβία ήμασταν πολύ συντηρητικοί, ο πιο σημαντικός μας λογοτέχνης είναι ένας συγγραφέας του φανταστικού και μέσα στα χρόνια αναδείχθηκαν βιβλία από το κέντρο της χώρας που εξηγούν την ιστορία μας και τη βία που μαστίζει τη χώρα και είναι γραμμένα από λευκούς, ετεροφυλόφιλους άνδρες. Με τους ανεξάρτητους εκδοτικούς οίκους αυτό άλλαξε, καθώς άρχισαν να ακούγονται και άλλες φωνές. Πλέον η λογοτεχνία μας αντανακλά πολύ περισσότερο αυτό που είμαστε ως χώρα, ένα έδαφος και μια ανθρωπογεωγραφία με μεγάλη ποικιλομορφία».