Ενα ζευγάρι και ο μικρός γιος τους, ένα σπίτι και η επερχόμενη ανακαίνισή του, μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και ένα δυστύχημα που έβαλε τέλος στο οικιστικό όνειρο προτού αυτό λάβει τη μορφή που επιθυμούσαν οι ιδιοκτήτες του. Στο βιβλίο «Ζήσε γρήγορα» (εκδ. Καστανιώτη, μτφρ. Σοφία Αυγερινού) κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική. Διότι η γαλλοαλγερινή συγγραφέας Μπριζίτ Ζιρό μιλάει για την ίδια και για τον σύζυγό της, Κλοντ, ο οποίος σκοτώθηκε το 1999 στα 41 του χρόνια έπειτα από δυστύχημα που είχε με μια πολύ γρήγορη μηχανή.

Aφότου σιώπησε για περίπου είκοσι χρόνια, διάστημα στο οποίο εξέδωσε περί τα 14 έργα πεζογραφίας (το πρώτο εκδόθηκε το 1997 με τίτλο «La chambre des parents»), η Ζιρό αποφάσισε να γράψει το βιβλίο της, ένα μυθιστόρημα που είναι επί της ουσίας «μια έρευνα, μια αναζήτηση της αλήθειας», μεταξύ άλλων 25 αμείλικτα «Αν», υποθέσεις λοξοδρόμησης κάθε παραμέτρου της τραγικής ιστορίας, μία από τις οποίες θα αρκούσε δυνητικά για νααποτρέψει τη γνωστή πορεία και κατάληξή της.

Χρειάστηκαν είκοσι χρόνια, γιατί «η αλήθεια είναι ορισμένες φορές τρομακτική και επιπλέον φοβόμουν ότι δεν θα μπορούσα να σταθώ στο ύψος αυτού του άνδρα, αυτής της ιστορίας αγάπης και αυτού του γεγονότος» θα εξηγήσει η Ζιρό. Το γεγονός ότι το 2022 της απονεμήθηκε το βραβείο Goncourt μάλλον πιστοποιεί ότι τα κατάφερε.

«Γράφοντας οδηγείσαι σε εκείνον ακριβώς τον τόπο που ήθελες να αποφύγεις» λέει ο γάλλος συγγραφέας Πατρίκ Οτρεό και είναι το απόφθεγµα που έχετε επιλέξει ως εισαγωγή στο βιβλίο σας. Είναι και µια θεραπευτική διαδικασία;

«Χωρίς αμφιβολία όσον αφορά τον Οτρεό, δεν γνωρίζω αναφορικά με την ερώτησή σας. Αυτό το βιβλίο δεν είναι μια απόπειρα να θεραπευτώ από το πένθος. Είναι μια λογοτεχνική κατασκευή, μια απόπειρα να κατανοήσουμε το ακατανόητο, να βρούμε νόημα εκεί που δεν υπάρχει και να οργανώσουμε αυτό που θα μπορούσε να μοιάζει με τρέλα. Αυτό το μέρος που θα ήθελα να αποφύγω είναι επίσης το σπίτι το οποίο βρίσκεται στο επίκεντρο των γεγονότων που προκάλεσαν το ατύχημα. Αυτό το μέρος είναι και η πόλη της Λυών. Και μεταφορικά είναι το πιο προσωπικό μέρος σε σχέση με την απώλεια».

Πρόκειται για ένα πολύ προσωπικό βιβλίο. Είναι πιο δύσκολο να γράφετε για τη ζωή σας από ό,τι σκέτη µυθοπλασία, απαιτεί περισσότερη τόλµη ένα τέτοιο εγχείρηµα; Πώς συγκρίνεται η µία µε την άλλη διαδικασία;

«Οχι, δεν είναι πιο δύσκολο να γράψεις ένα προσωπικό βιβλίο. Κάτι τέτοιο απαιτεί μεγάλη ακρίβεια στη γραφή και στον τόνο της, να βρίσκεσαι στην κατάλληλη απόσταση και να μην εφησυχάζεις ποτέ ώστε να προσέχεις να μην προκαλείς το εύκολο συναίσθημα. Γι’ αυτό άλλωστε περίμενα είκοσι χρόνια για να γράψω αυτό το βιβλίο. Το προσωπικό με ενδιαφέρει μόνο όταν συνδέεται με το συλλογικό. Δεν αποσκοπώ τόσο να μιλήσω για τη δική μου περίπτωση αλλά για το πώς είμαστε όλοι συνδεδεμένοι ακόμα και όταν κάτι τέτοιο δεν είναι ευθύς αμέσως ορατό. Αυτό τουλάχιστον με δίδαξε η συγγραφή του βιβλίου. Θεωρώ ότι είναι στραμμένο προς άλλες περιπτώσεις, ότι συνιστά μια πινακοθήκη πορτρέτων: του Πάκο Ραμπάν, του φυσιοδίφη Εμίλ Γκιμέ, του μηχανικού Ταντάο Μπάμπα, της βασίλισσας Αστριντ, του Στίβεν Κινγκ και μιας ολόκληρης σειράς από μουσικούς της ροκ. Είναι ένα βιβλίο με κοινωνιολογικό και πολιτικό περιεχόμενο που εξηγεί τη βαναυσότητα του φιλελευθερισμού και πολύ συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους μας επηρεάζει».

Το βιβλίο σας εξετάζει διεξοδικά την έννοια του πεπρωµένου. Εχετε καταλήξει αν ο περιπατητής επιλέγει το µονοπάτι ή το µονοπάτι τον περιπατητή;

«Ναι, είναι ένα βιβλίο που αμφισβητεί τη μοίρα αλλά και την τύχη και πάνω απ’ όλα τον ντετερμινισμό. Τον κοινωνικό, πολιτικό, ιστορικό ντετερμινισμό κ.ο.κ. Ποιο είναι το αποτέλεσμα της ζωής μας; Και ποιες είναι οι συνέπειες της κάθε επιλογής μας; Δεν έχω απάντηση, αλλά ήθελα να συμπεριλάβω στο έργο αυτό που ονομάζουμε «domino effect», να κοιτάξω προσεκτικά την «πορεία των πραγμάτων», τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος».

Αναρωτιόµουν αν υπήρξε αντίδραση εκ µέρους της εταιρείας που κατασκεύασε τη µηχανή, µια και κάνετε αναφορά σε αυτή στο βιβλίο σας.

«Προς το παρόν η εταιρεία δεν έχει αντιδράσει και το βιβλίο θα κυκλοφορήσει σύντομα στην Ιαπωνία. Θεωρώ όμως ότι κύρια υπεύθυνη για όσα συνέβησαν ήταν η Ευρωπαϊκή Ενωση που επέτρεψε την εισαγωγή της συγκεκριμένης μοτοσικλέτας. Ας πούμε ότι το κρίμα βαραίνει τις πλάτες και των δύο – εταιρείας και ΕΕ».

Μια ενδιαφέρουσα παράµετρος στο βιβλίο είναι ο τρόπος που γράφετε για την αναδυόµενη οικιστική κρίση στη Λυών, ένα φαινόµενο που αφορά τη Γαλλία γενικότερα και όχι µόνο. Θέλατε να µιλήσετε για την τρέχουσα κατάσταση, η οποία έχει επιδεινωθεί σε σχέση µε είκοσι χρόνια πριν;

«Ηθελα να μιλήσω για το real estate, για τον τρόπο με τον οποίο οι κατασκευαστές ακινήτων δεν διστάζουν να καταστρέψουν ολόκληρες γειτονιές, κήπους, δέντρα, χώρους πρασίνου και να τους μετατρέψουν σε μπετόν. Είναι κάτι τρομακτικό και καθόλου φιλικό προς το περιβάλλον. Στο βιβλίο η υποχρέωση πώλησης του σπιτιού πυροδοτεί το πρώτο κεφάλαιο της συγγραφής και δίνει και τον τόνο όπως και την κατεύθυνση που παίρνει το βιβλίο. Μιλάω όμως και για δύο νέους «αποστάτες της κοινωνικής τους τάξης» που κατάγονται από τα προάστια και θέλουν να εγκατασταθούν στο κέντρο της πόλης. Και οι οποίοι, άθελά τους, θα αποκτήσουν ισχυρή αγοραστική δύναμη αγοράζοντας και μεταπωλώντας ένα διαμέρισμα και ύστερα ένα σπίτι. Το ζήτημα της ακίνητης περιουσίας είναι ανεξάντλητο και αρκετά συναρπαστικό γιατί μιλάει για την αγωνία των εξόριστων, ή μάλλον για τα παιδιά και τα εγγόνια τους, να βρουν επιτέλους το ιδανικό μέρος όπου θα ζουν δίχως να μπορεί κανείς να τους διώξει, όπως συνέβη με την Αλγερία, την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει η οικογένεια του Κλοντ».

Εχει δοθεί έµφαση στο γεγονός ότι είστε «η 13η γυναίκα που βραβεύεται µε το Goncourt». Πρόκειται για έναν µικρό αριθµό αν αναλογιστεί κανείς ότι τα βραβεία απονέµονται από το 1903. Πιστεύετε ότι η ανάδειξη των γυναικείων φωνών συνιστά µια ουσιαστική αλλαγή ή είναι ένα προπέτασµα καπνού της πολιτικής ορθότητας;

«Δεν ξέρω, αν και είναι αλήθεια ότι οι αριθμοί μιλούν από μόνοι τους! Ελπίζω να μην πήρε το βιβλίο το βραβείο επειδή γράφτηκε από γυναίκα. Δεν είμαι σίγουρη ότι το φύλο έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Σε κάθε περίπτωση, εγώ δεν ένιωσα ότι συνέβη κάτι τέτοιο. Σιγά-σιγά οι γυναίκες αποκτούν μεγαλύτερη ορατότητα και θέση στην πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή. Μια γυναίκα πήρε τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών. Ολα θα πάνε καλά αν σταματήσουμε να κάνουμε αυτή την ερώτηση στον εαυτό μας».