Είναι ίσως ο πιο διάσημος πολιτικός επιστήμονας και οικονομολόγος των τελευταίων δεκαετιών, χάρη κυρίως στο δοκίμιό του «The End of History?» που δημοσιεύθηκε το καλοκαίρι του 1989 και το οποίο οδήγησε στη μετέπειτα συγγραφή του βιβλίου του «The End of History and the Last Man» (1992). Σε αυτό ανέπτυξε την ιδέα ότι η φιλελεύθερη δημοκρατία, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, μπορεί να αποτελέσει το τερματικό σημείο της ιδεολογικής εξέλιξης της ανθρωπότητας. Μια θέση που επικρίθηκε αρκετά εξαιτίας των κρίσιμων πολιτικών προβλημάτων που εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σήμερα ο άνθρωπος και της ανόδου των ακροδεξιών ιδεολογιών και καθεστώτων ανά τον κόσμο.

Ο ιαπωνικής καταγωγής αμερικανός καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Στάνφορντ,Φράνσις Φουκουγιάμα, ο οποίος ξεκίνησε ως φοιτητής Κλασικών Σπουδών και Πολιτικής Φιλοσοφίας, έχει περάσει από κορυφαία πανεπιστημιακά ιδρύματα των ΗΠΑ όπως το Γέιλ, το Κορνέλ, αλλά και το Χάρβαρντ, από όπου έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο με επιβλέποντα καθηγητή τον Σάμιουελ Φίλιπς Χάντινγκτον (1927-2008) – έχει επίσης υπάρξει μαθητής των Ρολάν Μπαρτ (1915-1980) και Ζακ Ντεριντά (1930-2004) –, επισκέφθηκε πρόσφατα την Ελλάδα στο πλαίσιο του 27ου Συνεδρίου «Economist Government Roundtable», στη διάρκεια του οποίου συζήτησε με τον έλληνα πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη – απόφοιτο του Στάνφορντ, όπως επισήμανε ο καθηγητής.

Στο επίκεντρο της συζήτησης, όπου συντονιστής ήταν ο Ντάνιελ Φράνκλιν, δημοσιογράφος του «Economist», βρέθηκαν η οικονομική και πολιτική κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα αλλά και τα φλέγοντα και κρίσιμα παγκόσμια πολιτικά ζητήματα.

Για όλα αυτά μιλά τώρα ο Φράνσις Φουκουγιάμα στο BHMAgazino, σε μια αποκλειστική συνέντευξη.

Κύριε Φουκουγιάµα, γνωρίζετε πολύ καλά ότι πολύ πρόσφατα η Ελλάδα βγήκε από µια πολυετή οικονοµική κρίση, η οποία ακολουθήθηκε από την πανδηµία της COVID-19 και το ξέσπασµα δύο πολέµων πολύ κοντά της γεωγραφικά. Για να µην αναφερθώ και στην υποχρέωση διαχείρισης του προσφυγικού ζητήµατος. Από την επίσκεψή σας και από την πληροφόρησή σας, ποια είναι η γνώµη σας για την οικονοµική κατάσταση της χώρας εν µέσω όλων αυτών των θεµάτων;

«Θεωρώ ότι η επιστροφή της Ελλάδας σε ένα στάτους που την καθιστά ελκυστική για επενδύσεις είναι ένα αξιοθαύμαστο επίτευγμα, το οποίο είχε μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Παρά ταύτα, παραμένουν κάποια υποβόσκοντα ζητήματα, τα οποία ευθύνονταν για τη αρχική κρίση και δεν έχουν ακόμη αντιμετωπιστεί, όπως είναι η διόγκωση του δημόσιου τομέα και η εκμετάλλευση των θέσεων εργασίας του Δημοσίου για πελατειακές σκοπιμότητες. Χωρίς επιπλέον διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, το δημοσιονομικό πρόβλημα αναπόφευκτα θα επανέλθει».

Μια από τις πιο αξιοσηµείωτες τοποθετήσεις σας στο συνέδριο στην Αθήνα ήταν ότι ο κόσµος δεν έχει ακόµη εκτιµήσει το µέγεθος των καταστροφικών συνεπειών του πολέµου στην Ουκρανία και το πώς µπορεί να διαµορφώνει τη στάση άλλων χωρών, ειδικά στην Ανατολική Ασία, οι οποίες µπορεί να θελήσουν να ακολουθήσουν το παράδειγµα της Ρωσίας και να εισβάλουν µε στρατεύµατα σε γειτονικές τους χώρες µε τις οποίες έχουν διαχρονικές διενέξεις. Πώς θα έµοιαζε κάτι τέτοιο αν συνέβαινε; Σε ποια από αυτά τα «hot spots» ανά τον κόσµο θεωρείτε ότι µπορεί πρώτα να συµβεί κάτι τέτοιο και µε τι συνέπειες;

«Θεωρώ ότι υπάρχει ένα πολύ σημαντικό «hot spot» στο οποίο δεν έχει δοθεί επαρκής προσοχή, που είναι η Ταϊβάν και η πιθανότητα χρήσης στρατιωτικών μέσων από την Κίνα για την ανάκτηση του νησιού. Υπάρχουν βέβαια και άλλες πιθανές συγκρούσεις, στην κορεατική χερσόνησο, για παράδειγμα, ή ο κίνδυνος ενός διευρυμένου πολέμου στη Μέση Ανατολή, αλλά ο αντίκτυπος μιας κινεζικής επίθεσης θα είχε πολύ πιο μεγάλες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία, με δεδομένη την κεντρική θέση που κατέχει η Κίνα και τους τεράστιους κινδύνους για κλιμάκωση».

Φοβάστε ή, πιο σωστά, είστε σίγουρος, ότι µια ενδεχόµενη εκλογική νίκη του Τραµπ το 2024 θα ήταν καταστροφική για τον πόλεµο στην Ουκρανία, αφού ο αµερικανός πρώην πρόεδρος εµφανίζεται ευνοϊκά διακείµενος στον Πούτιν, γεγονός που µπορεί να αλλάξει τη στάση των ΗΠΑ; Τι θα σήµαινε αυτό για τις σχέσεις των ΗΠΑ µε την Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και µε χώρες εκτός αυτής;

«Ο Τραμπ προτιμά να συνδιαλέγεται με απολυταρχικούς ηγέτες πάρα με δημοκρατικούς, πιστεύει πως οι χώρες του ΝΑΤΟ «χρωστούν» χρήματα στις ΗΠΑ επειδή τους παρέχει προστασία και ότι η ΕΕ είναι μια αντιαμερικανική συνωμοσία. Ως εκ τούτου, η επανεκλογή του θα άλλαζε εξ ολοκλήρου τη σχέση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη και θα υπονόμευε την ακεραιότητα των διατλαντικών θεσμών που δημιουργήθηκαν μετά το 1945 για τη σταθεροποίηση της ηπείρου».

Πολλοί όµως θεωρούν πολύ πιθανή τη νίκη του, αλλά ακόµη και αν δεν συµβεί αυτό και επανεκλεγεί, π.χ., ο Τζο Μπάιντεν, το Δηµοκρατικό Κόµµα δίνει την εντύπωση ότι δεν µπορεί να προκρίνει έναν ισχυρό υποψήφιο για τα επόµενα έτη, ενώ από την πλευρά των Ρεπουµπλικανών βλέπουµε µια διαδοχή (Ρον Ντε Σάντις, Νίκι Χέιλι κ.ά.). Τι θα πρέπει να κάνουν οι Δηµοκρατικοί για να επαναφέρουν δυνατές φωνές στο κόµµα;

«Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός πιο νεαρών Δημοκρατικών – κυρίως κυβερνητών Πολιτειών – που θα αποτελούσαν εξαιρετικούς υποψηφίους για την προεδρία, όπως είναι η Γκρέτσεν Γουίτμερ στο Μίσιγκαν, ο Γκάβιν Νιούσομ στην Καλιφόρνια, ο Τζέι Ρόμπερτ Πρίτσκερ στο Ιλινόι ή ο Τζος Σαπίρο στην Πενσιλβάνια. Μόλις φύγει από τη μέση ο Μπάιντεν, ένας από αυτούς ή κάποιος άλλος σαν αυτούς θα προταχθεί για να εκπροσωπήσει την επόμενη γενιά Δημοκρατικών. Παρεμπιπτόντως, δεν θα έβαζα τη Νίκι Χέιλι στην ίδια κατηγορία με τον Ρον Ντε Σάντις – είναι μια πολύ πιο κανονική διεθνίστρια Ρεπουμπλικανή».

Οσον αφορά τον πόλεµο ανάµεσα στο Ισραήλ και στη Χαµάς, ο πρόεδρος Μπάιντεν δέχεται αρκετές επικρίσεις. Από τη µια πλευρά βρίσκονται εκείνοι που τον θεωρούν υπεύθυνο για την καθυστέρηση στην υπογραφή των «Συµφωνιών του Αβραάµ» – µια πρωτοβουλία που ξεκίνησε επί διακυβέρνησης Τραµπ – ανάµεσα στη Σαουδική Αραβία και στο Ισραήλ και από την άλλη όσοι λένε ότι το να αγνοεί το παλαιστινιακό ζήτηµα, ενώ προσπαθεί να χτίσει πιο δυνατές σχέσεις για το Ισραήλ µε τον υπόλοιπο αραβικό κόσµο, είναι εν µέρει ο λόγος που οδήγησε στην καταστροφή στη Μέση Ανατολή. Ποια είναι η δική σας άποψη;

«Υπάρχουν πολλές πηγές του τρέχοντος πολέμου στη Γάζα. Η μόνη δυνατή λύση στη διένεξη ήταν μια που θα περιελάμβανε την αναγνώριση δύο κρατών, η οποία υπονομεύθηκε αφενός από τη Φατάχ, η οποία στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στο Οσλο επέμενε στο χωρίς όρους δικαίωμα επιστροφής των Παλαιστινίων, και αφετέρου από την πλευρά του Νετανιάχου και της ισραηλινής Δεξιάς, που προτίμησαν τη Χαμάς από την Παλαιστινιακή Αρχή ακριβώς επειδή δεν ήθελαν μια λύση δύο κρατών. Η κυβέρνηση Τραμπ ήταν ξεκάθαρα υπέρ του Ισραήλ και προμόταρε τις «Συμφωνίες του Αβραάμ» ως έναν τρόπο για να παρακάμψει τους Παλαιστινίους. Και, τέλος, παρά την ισραηλινή αποχώρηση από τη Γάζα το 2005, η Χαμάς δεν σκόπευε ποτέ να αποδεχθεί την ύπαρξη του Ισραήλ και επομένως δεν υπήρξε ποτέ ένας ικανός εταίρος σε οποιαδήποτε ρεαλιστική ειρηνευτική διαδικασία».

Στο επιδραστικό βιβλίο σας «The End of History and the Last Man» µιλήσατε για τον θρίαµβο της φιλελεύθερης δηµοκρατίας ως τελικό σηµείο στην ανθρώπινη Ιστορία. Πώς βλέπετε αυτή την άποψη στη σύγχρονη πολιτική πραγµατικότητα µε τις προκλήσεις που αντιµετωπίζουµε σήµερα;

«Βρισκόμαστε σήμερα αντιμέτωποι με πολύ δύσκολες προκλήσεις για τη φιλελεύθερη δημοκρατία σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα πρότεινα να ανατρέξετε στα τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, όπου κάνω λόγο για τον όρο thymos (σ.σ.: ή thumos) και για τον τρόπο με τον οποίο η απαίτηση για αξιοπρέπεια και σεβασμό θα μπορούσε να υπονομεύσει τις δημοκρατικές οικονομίες».

Εχετε µιλήσει για την ιδέα τού «getting to Denmark» (φτάνοντας τη Δανία) ως ένα µοντέλο για επιτυχηµένη διακυβέρνηση. Γιατί; Ποιες χώρες βλέπετε ότι είναι πιο κοντά σε αυτό το ιδανικό και τι θα µπορούσαµε να διδαχθούµε από αυτές;

«Διάλεξα τη Δανία όχι μόνο γιατί έχω περάσει χρόνο εκεί, αλλά επίσης γιατί έχει έναν αξιοθαύμαστα χαμηλό δείκτη διαφθοράς και παρέχει κυβερνητικές υπηρεσίες με μεγάλη αποτελεσματικότητα. Είναι ελάχιστες άλλες χώρες που μπορούν να το κάνουν αυτό».

Τέλος, δύο από τα πιο καυτά σύγχρονα ζητήµατα είναι η κλιµατική αλλαγή και η επανάσταση της τεχνητής νοηµοσύνης. Πώς βλέπετε να επηρεάζουν τις κοινωνίες και το παγκόσµιο πολιτικό τοπίο;

«Η κλιματική αλλαγή έχει ήδη αρχίσει να κατευθύνει την παγκόσμια πολιτική καθώς οι άνθρωποι παλεύουν εξαιτίας της μείωσης των πόρων και μεταναστεύουν, φεύγοντας από περιοχές που έχουν πληγεί από το κλίμα. Οι ανθρώπινες κοινωνίες μάλλον θα μπορέσουν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή, αλλά στην προσπάθειά τους αυτή αντιμετωπίζουν τεράστια πολιτικά εμπόδια εξαιτίας παγιωμένων συμφερόντων. Θεωρώ ότι δεν έχει νόημα να κάνουμε προβλέψεις για τις τελικές επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης στις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι λίγο σαν να προσπαθείς στη δεκαετία του 1880 που ο Τόμας Εντισον δημιούργησε τον πρώτο λαμπτήρα να προβλέψεις τις μετέπειτα επιπτώσεις της ηλεκτρικής ενέργειας. Τούτου λεχθέντος, πιστεύω ότι πολλοί άνθρωποι αδίκως φοβούνται τις νέες τεχνολογίες βασιζόμενοι στις πρόσφατες εμπειρίες τους από το Διαδίκτυο και δεν αντιλαμβάνονται τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε η τεχνητή νοημοσύνη να συμπληρώνει αντί να αντικαθιστά τις ανθρώπινες δεξιότητες».