Στο ασανσέρ που οδηγεί στο εργαστήριο του Αλέξη Κυριτσόπουλου στον τέταρτο όροφο λείπει ο αριθμός 4. «Τους έλειπε αυτός ο αριθμός και έβαλαν το 5» θα πει σοβαρός με αυτή την υποψία χιούμορ που δεν δηλώνει την παρουσία του αλλά υποβόσκει πολλές φορές στον λόγο του. Η σημειολογία του ασανσέρ είναι μια μικρή παραδοξότητα, μια λεπτομέρεια άλλης εποχής που ταιριάζει στην ατμόσφαιρα του κτιρίου αλλά και του προσωπικού του χώρου. Βρισκόμαστε στα Εξάρχεια, όπου ο γνωστός ζωγράφος κατοικούσε ανέκαθεν, σε διαφορετικά σημεία της περιοχής.

«Μου αρέσει. Επιπλέον είμαι κοντά στο Πλαίσιο, αν έμενα αλλού θα έπρεπε να πάρω λεωφορείο ή ταξί για να πάω, που μου φαίνεται αδιανόητο. Μπορώ να πάω με τα πόδια στο Σύνταγμα, στον Κέδρο, στον Ικαρο, στο Ντόλτσε (σ.σ.: το Φίλιον). Βέβαια τα πάντα έχουν αλλάξει. Πριν από τη δικτατορία και στις αρχές της Μεταπολίτευσης ήταν μια περιοχή πολύ ζωντανή. Και το Κολωνάκι έχει αλλάξει, η Δεξαμενή έχει αλλάξει. Λογικό δεν είναι; Εχουν περάσει 60 χρόνια».

«Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να είμαι αρεστός, αλλά δεν ξέρω να κάνω κομπλιμέντα»

Αυτό που μοιάζει να παραμένει το ίδιο είναι η διάθεσή του για δουλειά, καθώς ο Κυριτσόπουλος έχει ζωηρά, δημιουργικά σχέδια για το μέλλον. Υπάρχει βέβαια και η αφορμή της επερχόμενης αναδρομικής έκθεσής του στην Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων στο Μεταξουργείο, σε επιμέλεια Χριστόφορου Μαρίνου και διοργάνωση ΟΠΑΝΔΑ στις αρχές Δεκεμβρίου. «Οταν έμαθε η μικρή μου κόρη – είναι 25 ετών – ότι θα κάνω αναδρομική, φοβήθηκε γιατί νόμιζε ότι τέτοιου είδους εκθέσεις κάνουν οι ετοιμοθάνατοι και οι πεθαμένοι. Είναι βέβαια κάτι που είχα κουβεντιάσει πριν από πέντε χρόνια με τη Δέσποινα Γερουλάνου, αλλά τελικά πρόλαβε ο Μαρίνος. Μου το ζήτησε και θεωρώ ότι με τιμά αυτή η πρόταση. Τους πρώτους μήνες ήμουν χαμένος: «Ποιος είμαι, γιατί είμαι, τι είμαι». Είχα και έχω υπαρξιακό πρόβλημα γιατί μια αναδρομική έκθεση είναι σαν απολογισμός. Υπήρχε πάντα ένα μπέρδεμα με τη δουλειά μου. Κάνω παιδικά βιβλία – ορισμένα έχουν εικαστικό ενδιαφέρον –, κάνω τον Σαββόπουλο, κάνω ζωγραφική. Πολλές φορές δυσκολεύεται να με κατατάξει ο κόσμος».

«Εσείς τι αισθάνεστε;» ρωτώ. «Ολα αυτά μαζί» απαντά. «Νιώθετε ότι αναγνωρίζεται το έργο σας;». «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ να είμαι αρεστός, αλλά δεν ξέρω να κάνω κομπλιμέντα».

Στην έκθεση θα παρουσιαστούν δείγματα δουλειάς από εξήντα χρόνια πορείας και θα ανασυστήσουν μια καριέρα που δεν ήταν ποτέ μονόπλευρη ή προβλέψιμη. Σχέδια από τους «Αχαρνής» που είχε κάνει με τον Σαββόπουλο στην μπουάτ «Ρήγας» το 1976 και κυκλοφόρησαν σε δίσκο το 1977 ή τη «Λυσιστράτη» με τον Μίκη Θεοδωράκη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών το 2002, ζωγραφικά έργα με τον αγαπημένο του ήρωα «Δον Κιχώτη», μεγάλες αφίσες, εξώφυλλα βιβλίων, δίσκων και CD. Από κοντά και ορισμένα σχέδια που έκανε πριν από τη δικτατορία και ο Ασαντούρ Μπαχαριάν είχε βγάλει σε ένα βιβλιαράκι το ’66 με το καλλιτεχνικό γραφείο Ωρα.

«Είναι μαύρα και μελαγχολικά, βγάζουν μια μοναξιά. Στη συνέχεια πέρασε μια μεγάλη περίοδος με ζωγραφική και μετά, όταν ανακάλυψα τον Δον Κιχώτη, ξαναβρήκα τα παλιά, χαμένα μελαγχολικά όνειρα της προ δικτατορίας εποχής». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν και τα σκίτσα που έκανε ως παιδί. Σε ένα έχει ζωγραφίσει τρία κεφάλια και είναι οι τρεις τύποι μαθητή, «ο επιμελής, ο μέτριος και ο αμελής». «Εγώ ανήκα στις δύο τελευταίες κατηγορίες» θα πει. Ο Κυριτσόπουλος φοίτησε στο Πειραματικό Δημοτικό Σχολείο Πανεπιστημίου Αθηνών στην οδό Σκουφά και είχε επιλέξει να παρακολουθήσει το μάθημα των Καλών Τεχνών στα ελεύθερα απογεύματα που είχαν οι μαθητές τις Πέμπτες. «Πήγαινα και ζωγράφιζα, είχα δάσκαλο ο οποίος με έδιωχνε επειδή τα έκανα στραβά, για παράδειγμα τον τρόπο που ζωγράφιζα τα πόδια του Σαρλό. Το ίδιο μού έλεγαν όταν πήγα στην «Αυγή» ως γελοιογράφος το ’65, ότι ζωγράφιζα τα πόδια στραβά».

Φωτ.: Ανδρέας Σιμόπουλος

Στο Λούβρο και στο Les Deux Magots

Ο Αλέξης Κυριτσόπουλος ήταν σταθερά «ακατάτακτος» και μολονότι άνοιγαν όλες οι πόρτες διάπλατα για να αγκαλιάσουν το ταλέντο του, εκείνος επέλεγε να μην περάσει το κατώφλι τους. Από τον δάσκαλο στον οποίο τον πήγε η μητέρα του όταν ήταν 16 ετών έχοντας διακρίνει το ταλέντο του, στο εργαστήριο του Γιώργου Μαυροΐδη στην Καλών Τεχνών όπου τον σύστησε ο φίλος του Διονύσης Φωτόπουλος, στο Τμήμα Χαρακτικής της École des Beaux-Arts στο Παρίσι όπου έγινε δεκτός όταν πήγε στη Γαλλία το 1967, ως τη Σχολή για τις Arts Plastiques et Environnement που συστάθηκε στην περιοχή Les Halles μετά τον Μάη του ’68.

Η μαθητεία και η επαφή του Κυριτσόπουλου με την τέχνη έγινε μέσα από τα βιβλία και τις επισκέψεις στα μουσεία. «Υπήρχε ένα βιβλιοπωλείο δίπλα στο café Les Deux Magots στο Παρίσι και εκεί ανακάλυψα καλλιτέχνες όπως ο Ουίλιαμ Τέρνερ. Μετά έπεσα πάνω στον Πάουλ Κλέε και κόλλησα. Με μαγεύει ακόμη. Θυμάμαι πώς με συγκλόνισε ένα κείμενο του Αντονέν Αρτό για τον Βαν Γκογκ (σ.σ.: «Βαν Γκογκ: Ο αυτόχειρας της κοινωνίας»). Παράλληλα, με τον φίλο μου Ανδρέα Στάικο ήμασταν συνέχεια στα μουσεία, πηγαίναμε κάθε μέρα στο Λούβρο. Εχω δει πάρα πολλή ζωγραφική στη ζωή μου».

«Πάντα πίστευα ότι η τέχνη είναι συναίσθημα, ότι πρέπει να είναι ειλικρινής, όχι ντεκόρ ή εξυπνάδες.»

Αραγε μετανιώνει που δεν ολοκλήρωσε κάποιες ακαδημαϊκές σπουδές; «Αυτή την τελευταία δεκαετία το σκέφτομαι. Παλαιότερα έλεγα ότι είμαι πιο μάγκας, εκ των υστέρων όμως βρίσκω ότι όλο αυτό γινόταν περισσότερο από δειλία παρά από τσαμπουκά και αυτό το μετανιώνω. Δειλία να μπω μέσα σε ένα πράγμα και να το παλέψω, να το δουλέψω. Από την άλλη, υπήρχε ανέκαθεν και ένα θέμα προσωπικότητας. Δεν καταλάβαινα την κλασική, συμβατική ζωγραφική, πίστευα ότι θα καταπιεζόμουν αν προσπαθούσα να την ακολουθήσω. Δεν με ενδιέφερε η αναπαράσταση, πήγαινα στο Λούβρο και προσπερνούσα, για παράδειγμα, τα έργα της φλαμανδικής ζωγραφικής με τις νεκρές φύσεις, έπρεπε να διαβάσω Τσβέταν Τοντόροφ και το έργο του για τον Διαφωτισμό για να αρχίσω να καταλαβαίνω. Τώρα το σκέφτομαι και ντρέπομαι. Πάντα πίστευα ότι η τέχνη είναι συναίσθημα, ότι πρέπει να είναι ειλικρινής, όχι ντεκόρ ή εξυπνάδες. Οταν έκαναν αυτούς τους πίνακες οι Φλαμανδοί αποτύπωναν τη χαρά της ζωής».

Ο Κυριτσόπουλος είχε ξεκινήσει ως φοιτητής της Νομικής για να συνεχίσει την οικογενειακή παράδοση αλλά και για να μπορεί να βιοποριστεί μια και εκείνη την εποχή δεν μπορούσε κανείς να φανταστεί πως τα σκίτσα που ζωγράφιζε θα γίνονταν επάγγελμα. «Για να έχουν λόγο ύπαρξης τα έκανα γελοιογραφίες. Στα 21 μου είχα γνωρίσει τη δουλειά του εικονογράφου Σολ Στάινμπεργκ, έβλεπα και όσα έκανε ο Μίνως Αργυράκης και μου άρεσαν. Οταν έφυγα το ’67 από την Αθήνα ήμουν ένας γνωστός γελοιογράφος που έβγαζε λεφτά από τη δουλειά του. Είχα ξεκινήσει από τους «Δρόμους της Ειρήνης» και μετά είχα πάει στην «Αυγή»».

«Στο Παρίσι ήμουν πολύ φίλος και με τον Στέλιο Ράμφο. Κάθε βράδυ πηγαίναμε βόλτα για δύο ώρες και μου έλεγε τι διάβαζε. Τα πρώτα δύο πράγματα για τα οποία μου μίλησε ήταν ένα βιβλιαράκι του Εμανουέλ Λεβινάς και ένα του Μορίς Μερλό-Ποντί για τη ζωγραφική.»

Ο πατέρας του, ένας πατρινός δικηγόρος, δεν είδε ποτέ τελικά την απομάκρυνση του γιου του από τη Νομική με καλό μάτι – όταν γύρισε ο Κυριτσόπουλος από το Παρίσι το ’71 τον ξαναέγραψε στη Σχολή. «Γύρω στο ’90, τότε δηλαδή που ήμουν πλέον γνωστός, δούλευα, έκανα εκθέσεις, μου είπε μια φορά που τσακωθήκαμε: «Και τι είσαι; Ενας αποτυχημένος φοιτητής της Νομικής είσαι»». Ηταν όμως μια γενιά που μάλλον δεν άφηνε να την επηρεάσουν οι όποιες «χοντράδες» των γονιών – ή τουλάχιστον δεν απέκτησε ποτέ τη συνήθεια να τις αναλύει ψυχαναλυτικά.

Από την άλλη, υπήρχε και υπάρχει ένα πολύ σημαντικό αντίβαρο στη ζωή του: οι φίλοι του. «Πριν από τη δικτατορία ήταν ο Στάικος, ο Σαββόπουλος, ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, ο Γιώργος Μανιάτης
– ο συγγραφέας που είχε δραπετεύσει από τη λεγεώνα των ξένων –, ο Διονύσης Φωτόπουλος. Στο Παρίσι ήμουν πολύ φίλος και με τον Στέλιο Ράμφο. Κάθε βράδυ πηγαίναμε βόλτα για δύο ώρες και μου έλεγε τι διάβαζε. Τα πρώτα δύο πράγματα για τα οποία μου μίλησε ήταν ένα βιβλιαράκι του Εμανουέλ Λεβινάς και ένα του Μορίς Μερλό-Ποντί για τη ζωγραφική (σ.σ.: «L’Œil et l’Esprit»). Μετά γνώρισα τον Πέρη Ιερεμιάδη και μαζί του τον Καντίνσκι. Από όλους αυτούς έμειναν ο Στάικος και ο Σαββόπουλος, με τους υπόλοιπους οι πορείες ζωής μάς απομάκρυναν. Με τον Φωτόπουλο αγαπιόμαστε αλλά δεν βλεπόμαστε. Πάντα έφερνε τον Μόραλη στις εκθέσεις μου».

Η τεκτονική δύναμη του Σαββόπουλου

Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι ένας φίλος που καθόρισε τον Αλέξη Κυριτσόπουλο. Γνωρίστηκαν το 1963, όταν ο τραγουδοποιός πρωτοκατέβηκε στην Αθήνα. «Εδώ δίπλα στη Νοταρά έμενε ένας φίλος μου, ο Αλκης Σαχίνης – που λέει και το τραγούδι, «πού ακούστηκε ο Αλκης να πεθαίνει» κ.τ.λ. – και μου λέει ένα βράδυ: «Θα μείνω μαζί σου γιατί ήρθε ένας φίλος μου από τη Θεσσαλονίκη και του άφησα το δωμάτιό μου». Ηταν ο Διονύσης. Μετά δουλεύαμε μαζί στην απογευματινή εφημερίδα της «Αυγής», τη «Δημοκρατική Αλλαγή», εγώ έκανα γελοιογραφίες, εκείνος έγραφε ρεπορτάζ. Η γυναίκα ενός συναδέλφου έδινε τα ωροσκόπια, οπότε καμιά φορά τα ψιλογράφαμε κι εμείς και ο Διονύσης μάς παρακαλούσε να γράψουμε κάτι καλό γι’ αυτόν. Εμείς του λέγαμε: «Δεν έχουμε ορατότητα, δεν βλέπουμε τα άστρα σήμερα!».

Ο Διονύσης λοιπόν ενέπνευσε πολύ τον Αλέξη και μάλιστα σε μια περίοδο που τη θεωρεί τη Χρυσή Εποχή της Ελλάδας (1960-67). «Υπήρχαν οι εκδόσεις Γαλαξίας, το περιοδικό του Νίτσου «Θέατρο», οι «Εποχές'», ο «Ζυγός», ο Κουν, ο Χατζιδάκις. Ηταν μια μικρή Ανοιξη, κάτι το υπέροχο, και υπήρχε μια ευφορία που εν τέλει έμοιαζε με ελπίδα αναγέννησης μετά τον Εμφύλιο. Ωστόσο, και το λέω και για μένα προσωπικά, υπήρχε επίσης μια μελαγχολία ανεξήγητη. Ανεξήγητη γιατί η γενιά μου ήταν πολύ δυναμική και δήλωνε τις προθέσεις της για δράση. Σε αυτόν τον κόσμο λοιπόν με όλη την πολιτική δύναμη και τη μελαγχολία, έρχεται ο Διονύσης και αρχίζει να γκαρίζει για τη Ζωζώ και το Βιετνάμ. Ο Διονύσης ήταν για μένα μια δύναμη ζωής, μια ενθουσιώδης ενέργεια που μου ταίριαζε πολύ. Τώρα τελευταία έχω καταλάβει ότι κρυβόμουν πίσω από τον Διονύση όπως ο Κριστιάν πίσω από τον Σιρανό ντε Μπερζεράκ. Ελεγε και εξέφραζε αυτά που θα ‘θελα να πω εγώ, ο αμήχανος».

«Εχω ένα απωθημένο, το animation.»

Πάντως η δουλειά του Κυριτσόπουλου είναι περισσότερο ταυτισμένη με το φωτεινό μονοπάτι της τέχνης, χάρη στα ζωντανά χρώματα που χρησιμοποιεί. Αραγε η τέχνη πρέπει να είναι πολιτικοποιημένη, νιώθει την υποχρέωση όπως άλλοι καλλιτέχνες να τοποθετηθεί απέναντι στα γεγονότα της εποχής; «Το αισθάνεται αυτό ο Κουνς; Οχι ότι μου αρέσει ο Κουνς, το λέω επειδή είναι σταρ. Το αισθάνεται ο Χόκνεϊ; Πάντως εγώ, εδώ και μια δεκαετία λατρεύω τον Ουίλιαμ Κέντριτζ. Ξεκίνησε πολιτικοποιημένος, με αναφορές στο Απαρτχάιντ, όταν έκανε όμως τον «Μαγικό Αυλό» έφυγε από αυτόν τον δρόμο. Πιστεύω ότι ο καλλιτέχνης είναι ένας λειτουργός της ψυχής του».

Η αδυναμία που δείχνει ο Κυριτσόπουλος στον Κέντριτζ δεν είναι τυχαία. «Εχω ένα απωθημένο, το animation. Εχουμε κάνει κάτι προσπάθειες με τον Μάκη τον Φάρο, με τον Δον Κιχώτη με τον οποίο κόλλησα μία δεκαπενταετία. Εκκρεμεί με έναν τρόπο, και στην έκθεση θα δείξουμε τις απόπειρές μας ως work in progress. Είναι κάτι που με ενδιαφέρει ακόμη».

Ο καλλιτέχνης ως… κανίβαλος

Οσον αφορά την άνθηση των τεχνών στην Αθήνα και τις επανεκκινήσεις των μεγάλων μουσείων της πόλης όπως το ΕΜΣΤ και η Εθνική Πινακοθήκη, ο Κυριτσόπουλος παρακολουθεί τα τεκταινόμενα από μακριά, καθώς πενθεί ακόμα την πρώιμη απώλεια ενός πολύ αγαπημένου προσώπου του. «Μπορώ να πω ότι μου αρέσει πολύ η δουλειά του Τάσου Μαντζαβίνου, του Αχιλλέα Παπακώστα, του Μιχάλη Μανουσάκη. Με ενδιαφέρει τι κάνουν αλλά δεν τα παρακολουθώ όλα. Υπάρχουν άλλοι ζωγράφοι που κινούνται στα όρια του διακοσμητικού. Από διεθνείς καλλιτέχνες πιστεύω  ότι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς έχει ένα πραγματικό ενδιαφέρον, όπως η δουλειά που έκανε με την Κάλλας (σ.σ.: «Οι επτά θάνατοι της Μαρίας Κάλλας»). Θα σας πω γιατί. Ξέρετε, ο Μορίς Σέντακ είναι ένας πολύ αγαπημένος μου εικονογράφος. Του είχε γράψει λοιπόν κάποτε μια μαμά: «Το βιβλίο σας άρεσε πολύ στο παιδί μου!». Εκείνος συγκινήθηκε πολύ και έστειλε στο παιδί ένα σκίτσο του. Τι το ‘κανε το παιδί; Το έφαγε! Η Αμπράμοβιτς έχει αυτή την κανιβαλική αγάπη με την Κάλλας και για αυτό έκανε αυτό το έργο. Πώς λέει η μαμά στο παιδί: «Θα σε φάω»; Ο καλλιτέχνης πρέπει να έχει αυτή τη σχέση με τα πράγματα. Να παθιάζεται; Τουλάχιστον».

Ενα έργο που ο ίδιος θεωρεί σταθμό στη ζωή και την καριέρα του είναι πάντως το «Παραμύθι με τα χρώματα» (εκδ. Κέδρος), στις σελίδες του οποίου το ουράνιο τόξο φεύγει και παίρνει τα χρώματα μαζί του. «Η πρώτη μου ιδέα ως πρώην κομμουνιστής ήταν να σχεδιάσω έναν κακό γίγαντα ο οποίος το κλέβει και το κάνει παντελόνι. Δεν μου άρεσε όμως να φταίει αυτός, δηλαδή κάποιος απέξω – οι Αμερικάνοι, ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός – αλλά να φταίμε εμείς. Χάνεται το ουράνιο τόξο, καταστρέφεται το περιβάλλον, επειδή δεν το προσέχαμε. Υποτίθεται ότι οι συνθήκες μάς καθορίζουν και πρέπει να τις αλλάξουμε. Ναι, αλλά πρώτα πρέπει να αλλάξουμε εμείς, να γίνουμε κάτι διαφορετικό από αυτό που μας καθορίζουν οι συνθήκες, να τις υπερβούμε. Αυτό που λέμε ότι κάνει ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τα κάνει λίμπα, αλλά λέει και πράγματα συγκλονιστικά».