Η κατεδάφιση της γέφυρας ήταν προγραμματισμένη και ελεγχόμενη. Η εταιρεία είχε λάβει τα μέτρα της, ομοίως και η Αστυνομία. Παρ’ όλα αυτά, όταν η γέφυρα κατέρρευσε από κάτω βρίσκονταν άνθρωποι. Ο ένας σκοτώθηκε, νομίζω τέσσερις νοσηλεύονται τραυματισμένοι. Πώς είναι δυνατόν να συμβαίνει; Λίγο μετά, όμως, φούντωσαν οι πυρκαγιές, είχαμε την εκκένωση χιλιάδων τουριστών, χάθηκαν ζωές και έτσι το ερώτημα έμεινε να αιωρείται αναπάντητο. Πολύ βολικά, για όλους. Γιατί οι άνθρωποι κάτω από τη γέφυρα ήσαν Ρομά, που μάζευαν σίδερα. Δεν ήταν, νομίζω, η αδιαφορία του κράτους ή της εταιρείας για τους Ρομά, εκείνο που επέτρεψε την παρουσία τους κάτω από τη γέφυρα, αλλά μάλλον ο φόβος. Αν μπλέξεις με τη συγκεκριμένη «ευαίσθητη κοινωνική ομάδα», πρώτον, δεν βγάζεις άκρη και, δεύτερον, υπάρχει ένα ολόκληρο κοινό επαγγελματιών τριγύρω τους, έτοιμο να σε καταγγείλει για ρατσισμό. Πιθανό να είναι και τα δύο, πάντως ο φόβος είναι υπαρκτός και εκδηλώνεται ως ανοχή στην ιδιόμορφη παραβατικότητα, εφόσον αυτή μένει εκτός του κόσμου μας και δεν τη βλέπουμε.

Σχετική είναι η στάση της Πολιτείας και των εντεταλμένων εκπροσώπων της απέναντι στον «Ρουβίκωνα». Σου λέει, δεν γκρέμισαν κιόλας τον τοίχο, απλώς τον μουτζούρωσαν, άσε καλύτερα μην μπλέξουμε με τα χειρότερα. Με κάποιον τρόπο (που δεν είναι κανένα μυστικό, τον λένε θράσος), οι Ρουβίκωνες έχουν επιβάλει στην Πολιτεία την αντίληψη ότι το πολιτικό κόστος από την περιστολή της δράσης τους θα είναι μεγαλύτερο από την ανοχή στις επιθέσεις τους. Και έτσι επιβιώνουν, εξελισσόμενοι σε μια οριακή γραφικότητα, που υφίσταται στην γκρίζα ζώνη μεταξύ άκρας Αριστεράς, χουλιγκανισμού και τρομοκρατίας – στο τριεθνές, όπως λέμε. Επιπλέον, όπως έκανε και η «17Ν», αλλά σε τελείως διαφορετική κλίμακα, φροντίζουν να συμπλέουν με το κοινό αίσθημα, όποτε τους προσφέρεται η ευκαιρία. Ποιος θα υπερασπιστεί τον ιδιοκτήτη του καταστήματος, για το οποίο εργαζόταν ο διανομέας που δούλευε με τον καύσωνα και έχασε τη ζωή του; Ή, πολύ περισσότερο, ποιος θα υπερασπιστεί τον ιδιοκτήτη του κλειστού καταστήματος του Μίχου; Τους έχει αναγνωριστεί, λοιπόν, ατύπως, το προνόμιο να απονέμουν «δικαιοσύνη», με ήπιες μορφές βίας.

Κοιτάξτε την ίδια Βουλή, όμως, για να δείτε στην πιο υψηλή μορφή της την ανοχή στις ιδιαιτερότητες της δημοκρατίας μας, που έκλεισε μόλις τα 49 της. Είναι σαν να έχει βγει από επεισόδιο των «Monty Python» η στάση του ΚΚΕ στο θέμα της ψήφου των αποδήμων, που πρόσφατα υπερψηφίστηκε με πλειοψηφία 208 ψήφων από τη Βουλή. Είναι αστείο και παράλογο να εγκαλεί την κυβέρνηση ότι «κάνει μια μεγάλων διαστάσεων αλλοίωση του εκλογικού σώματος» ο ηγέτης του κόμματος, που αν αποκτούσε ποτέ την κυβέρνηση θα καταργούσε τις εκλογές. Με όλο τον σεβασμό προς τον συμπαθέστατο κ. Δημήτρη Κουτσούμπα (γιατί εγώ σέβομαι όλες τις θρησκείες κι ας είμαι άθεος), όταν το ΚΚΕ τοποθετείται σε ζητήματα που αφορούν τις ελεύθερες εκλογές, με τον τρόπο που έχουμε μάθει να τις κάνουμε στη Δύση, είναι σαν να έχουμε την Ιερά Σύνοδο να μας δίνει οδηγίες για τις πρακτικές του σεξ. Πολύ περισσότερο, όταν το 1978, όπως θυμήθηκε ο Κώστας Τασούλας, ήταν το ΚΚΕ εκείνο που ζητούσε από την τότε κυβέρνηση να διευκολύνει τους αποδήμους στην άσκηση ενός δικαιώματος το οποίο ούτως ή άλλως είχαν. (Προσοχή, όμως! Αυτό όμως δεν πρέπει να παρερμηνευθεί ως ασυνέπεια του ΚΚΕ. Κάθε άλλο. Είναι απόδειξη συνέπειας, γιατί το ΚΚΕ είναι πάντα εναντίον της κυβέρνησης, της εκάστοτε κυβέρνησης. Επ’ αυτού δεν κάνουν διακρίσεις…)

Στον αντίποδα των παραπάνω, τοποθετείται αυτό που είδαμε και διαβάσαμε από τα διεθνή πρακτορεία για την Γκρέτα Τούνμπεργκ. Η αξιαγάπητη μικρή Γκρέτα, που είναι πλέον 20 χρονών κοπέλα, αλλά συνεχίζει να δείχνει δεκατεσσάρων, μετείχε σε κάποια ακτιβιστική δράση στη Σουηδία και, επειδή αρνήθηκε να υπακούσει στην εντολή της Αστυνομίας, όχι μόνο τη μετέφεραν σηκωτή (το βλέπετε στη φωτογραφία), αλλά της έκοψαν και ένα πρόστιμο περί τα 230 ευρώ. Δεν χωρεί αμφιβολία, δε, ότι το πρόστιμο θα απαιτηθεί και θα καταβληθεί. Ποιος θα τολμούσε ποτέ εδώ να επιβάλει πρόστιμο στην Γκρέτα;

Δεν αξιολογώ τίποτα από τα παραπάνω· διαπιστώσεις κάνω, προσπαθώντας να καταλάβω. Ετσι κι αλλιώς, η δημοκρατία φυτρώνει διαφορετικά σε κάθε τόπο, ανάλογα με τις παραδόσεις του και το πολιτισμικό υπόβαθρο. Ούτε εξιδανικεύω τα πράγματα. Η Γκρέτα, λ.χ., ζει σε μία χώρα όπου οι κανόνες τηρούνται αυστηρά και απαρεγκλίτως. Ισως γι’ αυτό όμως, αν κοιτάξετε στο βάθος του βλέμματος αυτού του αξιαγάπητου πλάσματος, θα αναγνωρίσετε τον επίσκοπο Εντβαρντ Βεργκέρους – όσοι τουλάχιστον θυμάστε την ταινία «Φάνι και Αλέξανδρος» του Μπέργκμαν. Μορφές ανοχής σαν αυτές που περιγράφω παραπάνω μπορεί να είναι οι «στοχαστικές προσαρμογές τους Ελληνισμού», που λέει ο ποιητής. Αυτές με τις οποίες επιβιώνει…