Ενα από τα πιο γνωστά τραγούδια του γάμου στις παραδοσιακές κοινωνίες ξεκινάει με τους στίχους: «Δεν σ’ το ‘πα εγώ, μανούλα μου, τον ξένο μην τον μπάζεις; / Κρύψε με, μάνα, κρύψε με, ο ξένος μη με πάρει». Το τραγούδι συνεχίζεται με έναν υποτιθέμενο διάλογο ανάμεσα στη νύφη και στη μητέρα της. Λέω «υποτιθέμενο διάλογο» γιατί το τραγούδι το έλεγαν οι φίλες της νύφης. Εκείνη συνήθως ήταν σιωπηλή.

Το τραγούδι είναι λυπητερό – όπως και άλλα σχετικά – και θα αναρωτιόταν κανείς γιατί τραγουδιέται σε μια μέρα χαράς και γλεντιού, μια και ο γάμος είναι ένα χαρμόσυνο γεγονός για την κοινότητα, που θεωρεί ως προορισμό του ανθρώπου τον γάμο και την τεκνοποιία. Ας δούμε, λοιπόν, τι συνέβαινε και γιατί υπήρχε θλίψη στον γάμο.

Μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα στις ελληνικές παραδοσιακές κοινωνίες ο γάμος είναι ανδρο-πατρο-τοπικός, δηλαδή η νύφη φεύγει από το πατρικό της και πηγαίνει να μείνει στο σπίτι του γαμπρού, μαζί με τα πεθερικά, τους αδελφούς του γαμπρού και τις οικογένειές τους. Τα ανύπαντρα κορίτσια της νέας οικογένειας μένουν επίσης εκεί, ενώ, αν έχουν παντρευτεί, έχουν φύγει ήδη για το σπίτι του συζύγου τους. Και ίσως η επιβαλλόμενη από το τελετουργικό σιωπή της νύφης στον γάμο είναι ένα είδος μυητικού «θανάτου», αφού η ζωή της ως ανύπαντρης στο σπίτι των γονιών της είχε φτάσει στο τέλος της και θα άρχιζε να ζει ως παντρεμένη αλλού (βλ. Μ. Γ. Μερακλής, Ελληνική λαογραφία, Καρδαμίτσα, και του ίδιου Θέματα λαογραφίας, Καστανιώτη).

Σήμερα, η γυναίκα, έχοντας βγει στην αγορά εργασίας, μπορεί να διεκδικεί την ελευθερία της και τον δικό της τρόπο ζωής. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κατορθώνει πάντα. Οι γυναικοκτονίες και οι καταγγελίες για βάναυσες συμπεριφορές και βιασμούς φανερώνουν ότι ακόμη τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα

Η διευρυμένη οικογένεια

Η λέξη «ξένος» δεν σημαίνει ότι όντως είναι ξένος ο γαμπρός – μπορεί να μένει στο διπλανό σοκάκι ή, στη χειρότερη περίπτωση, να κατάγεται από κάποιο διπλανό χωριό. Ομως είναι «ξένος» για την οικογένεια της νύφης και η κοπέλα θλίβεται γιατί θα ζήσει σε ένα σπίτι μαζί με όλους τους άλλους σε μια διευρυμένη οικογένεια, που είναι η κυρίαρχη μορφή οικογένειας σχεδόν σε όλα τα Βαλκάνια. Η περίπτωση του «σώγαμπρου» – μάλλον υποτιμητικός όρος – εμφανίζεται κυρίως στα νησιά ή σε περιπτώσεις «μοναχοκληρονόμισσας», όπου ο πατέρας της νύφης φέρνει τον γαμπρό στο σπίτι για να διατηρήσει την περιουσία του (Μ. Γ. Μερακλής, ό.π.).

Η διευρυμένη οικογένεια σήμερα δεν υφίσταται. Καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να ζήσει σε ένα τέτοιο σπίτι και κάτω από τις διαταγές της πεθεράς. Ομως τότε αυτή η μορφή οικογένειας θεωρούνταν «φυσική». Η μεγάλη καινοτομία έγινε όταν ο πατέρας του γαμπρού άρχισε να κτίζει ένα σπίτι κοντά στο δικό του για το νέο ζευγάρι. Αυτό ήταν και το πρώτο βήμα για την πυρηνική οικογένεια, που αποτελείται από τους γονείς και τα παιδιά τους και πλέον θεωρείται αυτή ως «φυσική».

Στο μοντέλο αυτό – όπως και στο προηγούμενο, αυτό της διευρυμένης οικογένειας – υποτίθεται ότι ο γάμος διαρκεί εφ’ όρου ζωής, εφόσον «ους ο Θεός συνέζευξεν άνθρωπος μη χωριζέτω». Ομως, το διαζύγιο, ο πολιτικός γάμος και το σύμφωνο συμβίωσης έχουν ανατρέψει τις απόψεις αυτές.

Μονογονεϊκές οικογένειες συναντώνται πολύ συχνά και κανείς δεν θεωρεί ότι αυτό είναι κάτι το αφύσικο. Οι συνθήκες ζωής, η οικονομία, η εργαζόμενη γυναίκα συνετέλεσαν στο να αλλάξουν τα πρότυπα ζωής και η μορφή οικογένειας δεν είναι πάντα η «καθιερωμένη» και «φυσική» πυρηνική οικογένεια. Μια γυναίκα μπορεί να γεννήσει και να μεγαλώσει το παιδί ή τα παιδιά της μόνη της, προστατευμένη και από τον νόμο.

Το ίδιο προστατεύονται και τα εκτός γάμου παιδιά, ενώ η λέξη «μπάσταρδος» έχει χάσει την αρχική μειωτική σημασία της. Αξίζει, όμως, να θυμηθούμε πώς αντιμετώπιζε παλαιότερα η κοινωνία τη γυναίκα που τολμούσε να χωρίσει. Μέχρι και τη δεκαετία του 1970 ο όρος «ζωντοχήρα» αποτελούσε στίγμα και η γυναίκα αντιμετωπιζόταν υποτιμητικά – για να μην πω και εχθρικά.

Σπάνια αναφέρονταν λόγοι κακοποίησης ή άλλου είδους προβλήματα που ίσως υπήρχαν στον γάμο και την ώθησαν στον χωρισμό. Χαρακτηριστικές είναι οι εικόνες της «χωρισμένης» γυναίκας στις ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου: Ηταν η «εύκολη» γυναίκα, η προκλητική, η «αντροχωρίστρα» που ξελόγιαζε τους άντρες και αποτελούσε απειλή για την οικογένεια, γι’ αυτό και οι «ευυπόληπτες» κυρίες την απέφευγαν.

Ζήτημα ελευθερίας

Σήμερα, η γυναίκα, έχοντας βγει στην αγορά εργασίας, μπορεί να διεκδικεί την ελευθερία της και τον δικό της τρόπο ζωής. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι το κατορθώνει πάντα‧ οι γυναικοκτονίες και οι καταγγελίες για βάναυσες συμπεριφορές και βιασμούς φανερώνουν ότι ακόμη τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα.

Η πυρηνική οικογένεια μέχρι πρότινος θεωρούνταν η μόνη «φυσική» και δεν σκεφτόμασταν ότι σε άλλες, μη δυτικές κοινωνίες, εντελώς διαφορετικά πρότυπα οικογένειας θεωρούνται «φυσικά». Προοδευτικά δεχτήκαμε και άλλες μορφές οικογένειας, με τις όποιες αντιδράσεις που εμφανίζονται κάθε φορά απέναντι στο νέο. Η δύναμη των στερεοτύπων προκαθορίζει συμπεριφορές. Ωστόσο, ρωγμές στο σύστημα και στο «αυτονόητο» γίνονται πάντα, άλλοτε αργά και ανεπαισθήτως και άλλοτε απότομα, και συνήθως «την πληρώνουν» οι καινοτόμοι μέχρις ότου να επιβληθούν τα νέα πρότυπα.

Τον τελευταίο καιρό ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και η τεκνοθεσία αποτελούν σχεδόν το μοναδικό θέμα συζήτησης και προβολής από τα ΜΜΕ και αναρωτιέται κανείς γιατί συμβαίνει αυτό, αφού μια γρήγορη ματιά στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν φανερώνει ότι τα πρότυπα οικογένειας αλλάζουν στον χρόνο και στον χώρο.

*Η κυρία Αννα Λυδάκη είναι καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.