Η συγγραφή ενός σχολικού βιβλίου είναι μία από τις δυσκολότερες συγγραφικές διαδικασίες γιατί θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη το ενδιαφέρον και η ψυχολογία του αναγνώστη ο οποίος είναι σε ευαίσθητη ηλικία, τόσο όσον αφορά την ψυχολογία όσο και τα ενδιαφέροντά του. Ομως πολλά σχολικά βιβλία είναι γραμμένα από ειδικούς οι οποίοι επειδή γνωρίζουν πολύ καλά το αντικείμενο που πραγματεύονται, πιστεύουν ότι έγραψαν ένα καλό βιβλίο.

Ο πρώτος και κυριότερος λόγος για να διεγερθεί το ενδιαφέρον του μαθητή είναι να βρει στο βιβλίο τη χρησιμότητα του περιεχομένου που καλείται να διαβάσει και να μάθει. Οταν ήμουν μαθητής του Γυμνασίου τη δεκαετία του ’60, δεν βρίσκαμε καμία άλλη χρησιμότητα στην Αλγεβρα, πέραν του να περάσουμε το μάθημα. Κανένας δεν μας είχε πει και κανένα βιβλίο δεν έγραφε για το τι ακριβώς μπορούσαμε να κάνουμε με τα Μαθηματικά. Ισως αυτή η ανησυχία μου να ξεδιαλύνω αυτό το μυστήριο με οδήγησε τελικά να γίνω μαθηματικός και μάλιστα εφαρμοσμένος.

Ενας δεύτερος παράγοντας που βοηθάει στο να αντιληφθεί ο μαθητής την αξία μιας συγκεκριμένης γνώσης, είναι να προσπαθεί ο συγγραφέας να προσαρμόζεται στα ενδιαφέροντα του παιδιού, τα οποία φυσικά μεταβάλλονται με την ηλικία. Ετσι, ο συγγραφέας θα πρέπει να είναι ουσιαστικός γνώστης τόσο της περιρρέουσας ατμόσφαιρας της εποχής όσο και της ηλικίας των μαθητών για τους οποίους προορίζεται ένα σχολικό βιβλίο.

Σε ό,τι αφορά στα μαθηματικά βιβλία, που γνωρίζω καλύτερα, θα ήθελα να γίνω πιο σαφής. Για τη συγγραφή ενός μαθηματικού βιβλίου έχει χυθεί πολύ μελάνι και έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις διεθνώς. Υπάρχουν δύο κυρίως προσεγγίσεις: αυτή της αυστηρής αξιωματικής θεμελίωσης και αυτή της χαλαρής αρχικά παρουσίασης. Η δεύτερη άποψη εστιάζει στην ουσιαστική κατανόηση των εννοιών και των μεθόδων. Ο μεγάλος μαθηματικός Morris Kline έχει διατυπώσει την άποψη ότι «η μαθηματική δημιουργία βασίζεται καθαρά στην ενόραση και στη διαίσθηση, ενώ η αξιωματική θεμελίωση αποτελεί την ταφόπετρα μιας ολοκληρωμένης θεωρίας». Η αξιωματική θεμελίωση μιας θεωρίας είναι απαραίτητη για να παραμείνει στο έγκυρο μαθηματικό οπλοστάσιο, αλλά όχι στο διάστημα που αυτή γεννιέται και αναπτύσσεται. Συνεπώς, πρώτα διεγείρουμε το ενδιαφέρον του μαθητή για το ποια προβλήματα μπορεί να λύσει μια μέθοδος και στη συνέχεια του περιγράφουμε τη μέθοδο.

Ετσι κλιμακώνεται η ανάπτυξη μιας μαθηματικής μεθόδου και έτσι μπορεί να το καταλάβει ουσιαστικά, και όχι μέσω παπαγαλίας, ο μαθητής. Νομίζω ότι τα περισσότερα σχολικά βιβλία δεν ικανοποιούν αυτές τις προδιαγραφές. Ας ελπίζουμε ότι αυτό θα αλλάξει στο άμεσο μέλλον για να φέρει τον μαθητή πιο κοντά στα βιβλία του.

Ο κ. Γεώργιος Δάσιος είναι αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Πατρών, πρόεδρος του Εθνικού Οργανισμού Εξετάσεων και της Επιτροπής των Πανελλαδικών Εξετάσεων.