Το 2019 φαντάζει ήδη μακρινό. Το 2015 ακόμα περισσότερο, όσο για το 2010-2012 βρίσκεται μάλλον θαμμένο κάπου στη συλλογική μνήμη. Η ελληνική κοινωνία άφησε πίσω της την κρίση, ή τουλάχιστον την ψυχολογία της κρίσης, και αντιμετωπίζει, σύμφωνα με όλους τους δείκτες, με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον της. Αν ισχύει αυτό, γιατί το πολιτικό σύστημα δεν ακολουθεί τη γενική τάση και παραμένει γαντζωμένο στην πόλωση του 2015; Στην προεκλογική περίοδο του 2023 τα κόμματα, αντί να κοιτάζουν προς την επόμενη δεκαετία, πορεύονται με το κεφάλι στραμμένο στην προηγούμενη, με κίνδυνο να σκοντάψουν πάνω στο σκιάχτρο του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου.

Την προηγούμενη εβδομάδα, συμμετέχοντες στις διαδηλώσεις κατά του δημοψηφίσματος του 2015 και στην προσπάθεια αποκαθήλωσης του ΣΥΡΙΖΑ από την εξουσία, επέκριναν την εκδήλωση «Μένουμε Ευρώπη;», και κυρίως το σημαινόμενό της. Το ερωτηματικό του τίτλου τέθηκε με αφορμή τις παρακολουθήσεις τηλεφώνων, αλλά υπονοούσε κάτι πιο ταυτοτικό: Ποιοι, τελικά, περιφρουρούν και ποιοι περιφρονούν την Ευρώπη;

Οι οπαδοί του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου θεωρούν ότι τα ερωτήματα σχετικά με τη θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη τέθηκαν και απαντήθηκαν διά παντός τον Ιούλιο του 2015. Και έχουν δίκιο, σε ό,τι αφορά την Ευρώπη. Το μέτωπο, όμως, που άρχισε να σχηματίζεται το 2010 και πήρε συγκεκριμένη σάρκα και οστά πέντε χρόνια αργότερα δεν ήταν μονολιθικό. Ηταν μία βαθιά πολιτική και ευρεία συνένωση πολιτών, οι οποίοι αντιτάχθηκαν στην ίδια τη φύση του ΣΥΡΙΖΑ και έδωσαν μάχη για να διατηρηθεί η χώρα εντός του δημοκρατικού και ευρωπαϊκού πλαισίου. Με τη Νέα Δημοκρατία δεν είχαν οργανική σχέση, άλλωστε την εποχή που διαμορφωνόταν το μέτωπο η ΝΔ αδιαφόρησε. Αργότερα καρπώθηκε την κριτική και τη δυναμική του.

Τα διλήμματα και η αντιπολίτευση

Η μάχη αυτή ολοκληρώθηκε. Το μέτωπο δεν γίνεται να «αναστηθεί», γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν βρίσκεται στην εξουσία. Οι εκκλήσεις να μη διαλυθεί το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο, ακόμα και από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πότε αναφέρεται στο «μέτωπο της αλήθειας και της λογικής» και πότε θέτει το δίλημμα «σταθερότητα ή περιπέτειες», τι άλλο υποκινούν παρά τον φόβο μην έλθει ξανά ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία; Η ΝΔ προσπαθεί να κρατήσει ζωντανό ένα εξαϋλωμένο μέτωπο – οι υποστηρικτές του Πρωθυπουργού που αποστρέφονται τον ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστούν μέτωπο – υποβοηθούμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ και την έξαλλη αντιπολίτευσή του. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο μόνος του το δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ και μόνος του συντηρεί ό,τι έχει απομείνει από αυτό.

Η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση, κυρίως από ένα τμήμα φιλελεύθερων πολιτών που ψήφισαν όχι τη ΝΔ, αλλά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, το 2019, έχει άλλα χαρακτηριστικά. Κάποιοι ενοχλούνται επειδή αντί για επιτελικό κράτος βλέπουν ένα διαχειριστικό σχήμα, άλλοι δυσφορούν με το ύφος της εξουσίας, αρκετοί θεωρούν ότι τη στιγμή που θα έπρεπε να εκπέμψει ένα ισχυρό μεταρρυθμιστικό σήμα, η κυβέρνηση επιστράτευσε το εγχειρίδιο του παλαιοκομματισμού μοιράζοντας αφειδώς προεκλογικά επιδόματα. Τα επιδόματα για αυτούς δεν αντανακλούν το ενδιαφέρον της κυβέρνησης για την κοινωνία, αλλά το ενδιαφέρον για την προστασία του εαυτού της και της διατήρησής της στην εξουσία.

Η κοινωνία, όμως, είναι η μεγάλη πρόκληση. Ο ΣΥΡΙΖΑ λαΐκισε και τιμωρήθηκε. Η ΝΔ απογοητεύει ένα τμήμα των πολιτών που την εμπιστεύτηκαν, ιδίως από το προοδευτικό Κέντρο, το οποίο αντιδρά, χωρίς να στρέφεται προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του Αλέξη Τσίπρα, ότι δεν καταφέρνει να απλώσει την επιρροή του στο Κέντρο και εξηγεί την πόλωση και την οξύτητα που καλλιεργεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, δεν είναι απομονωμένος.

Τα στοιχεία για την επιρροή

Οπως δείχνουν τα στοιχεία της Metron Analysis, στη διαχρονικά χειρότερη φάση του, το 2019, ενώ είχε βαριές απώλειες στις ευρωεκλογές, στις βουλευτικές που ακολούθησαν έφτασε κοντά στο όριο της επιρροής του. Στον δείκτη «θα μπορούσα να ψηφίσω ΣΥΡΙΖΑ» το ποσοστό του ήταν 33% και στην κάλπη 31,5%, που σημαίνει ότι ο Αλ. Τσίπρας έχει τον τρόπο να συσπειρώνει το ακροατήριό του. Τώρα ο αντίστοιχος δείκτης τοποθετεί την επιρροή του στο 37% – 4 μονάδες πάνω από 2019 -, ενώ το ποσοστό «δεν θα ψήφιζα ποτέ ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκε από 67% το 2019 σε 62% σήμερα. Αν καταφέρει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να επανασυσπειρώσει τους ψηφοφόρους του, το ποσοστό του στις εκλογές αναμένεται να είναι υψηλό. Αντιστοίχως, η ΝΔ έχασε 4 μονάδες, το 48% όσων δήλωναν ότι θα μπορούσαν να ψηφίσουν ΝΔ το 2019, έπεσε σήμερα στο 44%.

Παρ’ όλα αυτά, η ΝΔ διατηρεί από το 2019 άνετο δημοσκοπικό προβάδισμα, το οποίο ενισχύεται από την έλλειψη σοβαρής εναλλακτικής πρότασης από την αντιπολίτευση. Τα στοιχεία δείχνουν ότι πιθανότατα οι ψηφοφόροι θα δώσουν δεύτερη ευκαιρία στον Κ. Μητσοτάκη. Αλλά η δεύτερη θητεία θα καθοριστεί από τη δυναμική του εκλογικού αποτελέσματος και από τα μεγάλα διλήμματα που θα θέσει πρωτίστως η κοινωνία. Τα αδιέξοδα της αντιπολίτευσης θα αφορούν και την κυβέρνηση, γιατί μια σύγχρονη, αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν μπορεί να λειτουργήσει ομαλά, χωρίς τουλάχιστον δύο ολοκληρωμένες εναλλακτικές προτάσεις να διεκδικούν τον χώρο τους στον δημόσιο βίο. Αυτό το έλλειμμα δεν θέτει μόνο τα όρια της αντιπολίτευσης αλλά και της κυβέρνησης.