Οι βασικοί τύποι των εκλογικών συστημάτων (τα πλειοψηφικά, τα αναλογικά και τα ενδιάμεσα μεικτά) είναι προφανές ότι καθορίζουν άμεσα τους όρους διακυβέρνησης, κυρίως ως προς το αν αυτή θα είναι μονοκομματική ή διακομματική. Το δίπολο αυτό – που σε μεγάλο βαθμό σήμερα αποτελεί το δίλημμα της (διπλής ενδεχομένως) επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης στην Ελλάδα – συνιστά το κύριο (αν και όχι πάντα το μοναδικό) κριτήριο διαχωρισμού ανάμεσα σε δύο διακριτά μοντέλα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, της ανταγωνιστικής/πλειοψηφικής (πρότυπο του Westminster) και της συναινετικής/συμβιωτικής.

Το πρώτο μοντέλο παραπέμπει σε ισχυρές κυβερνήσεις, που συχνά ωστόσο ασκούν συγκεντρωτικά την εξουσία. Βέβαια, η σύγχρονη τάση είναι να δημιουργούνται οι κατάλληλες θεσμικές δικλίδες και τα αντίβαρα ελέγχου της διακυβέρνησης. Το δεύτερο μοντέλο θεωρείται μεν αντιπροσωπευτικότερο και δημοκρατικότερο, αλλά με πιο περιορισμένες δυνατότητες παρέμβασης, καθώς και με μεγαλύτερη κυβερνητική αστάθεια.

Από τη Βρετανία στην Ελλάδα

Το τελευταίο συμπέρασμα επαληθεύεται εν τούτοις όλο και λιγότερο τα τελευταία χρόνια. Πράγματι, λαμβάνοντας υπόψη π.χ. τις εξελίξεις των τελευταίων ετών στη Βρετανία (χαρακτηριστικό παράδειγμα πλειοψηφικού μοντέλου), η περιπέτεια του Brexit αποδυνάμωσε την κομματική συνοχή και οδήγησε σε παρατεταμένη κυβερνητική αστάθεια και σε 3 εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε διάστημα 4 ετών (2015, 2017, 2019), παρά την καταρχήν διατήρηση των μονοκομματικών πλειοψηφιών.

Από την άλλη πλευρά, πολιτικά συστήματα χωρών με μακρά παράδοση στην αναλογική (σε κάποιες περιπτώσεις από την εποχή του Μεσοπολέμου) είναι πιο συνηθισμένα να απορροφούν τους κραδασμούς των κυβερνητικών κρίσεων, προσφέροντας ακόμα και νέες κυβερνητικές λύσεις, χωρίς την ανάγκη προσφυγής σε νέες εκλογές. Αλλά και γενικότερα τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην Ευρώπη παρατηρείται μια συνεχής αύξηση των διακομματικών κυβερνήσεων, γεγονός που οφείλεται κυρίως στην αποδυνάμωση των άλλοτε ισχυρών κομμάτων, προϊόν κατά βάση της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο.

Ετσι και στην Ελλάδα μετά το 2012 η συγκρότηση ενός νέου μικρότερου δικομματισμού και ο συνολικότερος κατακερματισμός του κομματικού συστήματος είχαν ως συνέπεια την ανάγκη κυβερνητικών συνεργασιών, παρά τη διατήρηση του «μπόνους πλειοψηφίας». Οι συνεργασίες της ΝΔ με το ΠαΣοΚ (και με τη ΔΗΜΑΡ μέχρι το 2013) και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ αποτέλεσαν τα βασικά κυβερνητικά σχήματα της περιόδου 2012-2019, ενώ ερώτημα αποτελεί αν η επιστροφή στις αυτοδυναμίες με τη νίκη της ΝΔ το 2019 σημαίνει και μια γενικότερη προτίμηση του εκλογικού σώματος υπέρ αυτού του μοντέλου.

Συναίνεση και ευελιξία

Οσο τώρα για το πρότυπο της συναινετικής δημοκρατίας και των διακομματικών κυβερνήσεων, αυτό διακρίνεται σε υποκατηγορίες. Συχνότερο σημείο αναφοράς αποτελεί η περίπτωση της Γερμανίας, όπου βέβαια παράλληλα με την αναλογική ισχύει και το όριο εκπροσώπησης του 5%, από τα ισχυρότερα στην Ευρώπη, το οποίο καθορίζει και την υψηλή «περιοριστική επίδραση» (κατά Ηλία Νικολακόπουλο) του εκλογικού συστήματος. Το στοιχείο αυτό διευκολύνει αποφασιστικά τη συγκρότηση κυβερνητικών πλειοψηφιών, σε ένα πολιτικό σύστημα που ταυτόχρονα χαρακτηρίζεται από την ευελιξία των πολιτικών δυνάμεων να συμμαχούν ανάλογα με τη συγκυρία. Ετσι η ταυτόχρονη ύπαρξη μεσαίων κομμάτων που συχνά παίζουν τον ρόλο του μπαλαντέρ (pivotal parties) είναι ο καταλύτης για την κυβερνησιμότητα του πολιτικού συστήματος, με ιστορικό το παράδειγμα του FDP που για 50 σχεδόν χρόνια αποτέλεσε τον σταθερό κυβερνητικό εταίρο, άλλοτε του CDU και άλλοτε του SPD. Ανάλογο ρόλο στην Ελλάδα θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να παίξει στη σημερινή συγκυρία το ΠαΣοΚ/ΚΙΝΑΛ.

Γενικότερα η ευελιξία αυτή του γερμανικού κομματικού συστήματος συναντάται και σε άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης με αναλογικό εκλογικό σύστημα και με αρκετά συχνές τις ανακατατάξεις των κυβερνητικών συμμαχιών (Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Φινλανδία).

Η σκανδιναβική περίπτωση

Αρκετά διαφορετικό είναι το παράδειγμα των σκανδιναβικών κυρίως χωρών (Σουηδία, Νορβηγία και μέχρι πρόσφατα η Δανία), όπου δεν παρατηρείται ανάλογη ευελιξία. Αντιθέτως, το χαρακτηριστικό αυτών των πολιτικών συστημάτων είναι η σταθερότητα των αντιπάλων κομματικών συμμαχιών που συνήθως αντιστοιχούν σε μια κεντροαριστερή και μία κεντροδεξιά. Ετσι, παρά την απαιτούμενη συναίνεση μεταξύ των συμμάχων, σε αυτά τα πολιτικά συστήματα η εκλογική αναμέτρηση έχει σταθερά διπολικό (και εν τέλει ανταγωνιστικό/πλειοψηφικό) χαρακτήρα, με την εξουσία να καταλήγει πάντα στην αθροιστικά πλειοψηφούσα συστοιχία.

Μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις, είναι δυνατόν το κυρίαρχο κόμμα της επικρατούσας συμμαχίας να μην είναι και το συνολικότερα πρώτο σε ψήφους. Πρόκειται για την περίπτωση της περίφημης «κυβέρνησης ηττημένων», σχήμα αρκετά σύνηθες και αποδεκτό για τις συγκεκριμένες χώρες (παλιότερα και στην Ολλανδία), ενώ χαρακτηριστικό παραμένει το παράδειγμα του SPD στη Γερμανία (1969-1982), όπου από τις τέσσερις κυβερνήσεις που είχε σχηματίσει σε συνεργασία με το FDP, μόνο στη μία είχε και τη σχετική πλειοψηφία των ψήφων. Στην Ελλάδα ανάλογα ιστορικά παραδείγματα έχουν αποτελέσει οι (θνησιγενείς βεβαίως) κεντρώες κυβερνήσεις Πλαστήρα (1950-1952), ενώ σε αντίστοιχη κατεύθυνση κινήθηκε τον Ιούνιο του 1989 η (ατελέσφορη) πρόταση του Α. Παπανδρέου προς τον ενιαίο Συνασπισμό, με το επιχείρημα της «προοδευτικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας».

Διακριτό μοντέλο, τέλος, αποτελούν οι χώρες της Ιβηρικής, όπου λόγω του σχετικά μικρού μεγέθους των εκλογικών περιφερειών το εκεί αναλογικό σύστημα έχει συχνά λειτουργία παρόμοια με αυτήν της ελληνικής «ενισχυμένης αναλογικής», καταλήγοντας σε σημαντική υπερεκπροσώπηση του πρώτου κόμματος. Εν τούτοις και σε αυτή την περίπτωση το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης την προηγούμενη δεκαετία είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή στις κυβερνήσεις συνεργασίας, με τα πρόσφατα σχετικά παραδείγματα των Κόστα και Σάντσες.

Στο μεταίχμιο η Ελλάδα

Η περίπτωση της Ελλάδας βεβαίως δύσκολα θα μπορούσε να ενταχθεί με ασφάλεια σε ένα από τα δύο πρώτα βασικά υποδείγματα. Η κουλτούρα των συναινέσεων και των κυβερνήσεων συνεργασίας είναι πολύ πρόσφατη, ενώ λόγω της αρνητικής συγκυρίας μέσα στην οποία αυτές λειτούργησαν, είναι αμφίβολο κατά πόσο συγκεντρώνουν την προτίμηση των ελλήνων πολιτών, γεγονός που εγείρει ερωτηματικά ακόμα και για τη λειτουργικότητα ενός απολύτως αναλογικού εκλογικού συστήματος. Τη στιγμή που ο κομματικός ανταγωνισμός δεν διαθέτει την ευελιξία της κεντρικής Ευρώπης, αλλά εξακολουθεί να αναπτύσσεται σε διπολικά ή διχοτομικά πλαίσια, χωρίς όμως το σύνολο των κομμάτων να τοποθετείται μέσα σε αυτά. Από την άλλη πλευρά, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις στην Ελλάδα δεν μπορούν να θεωρούνται πια αυτονόητες, ειδικά μετά την αρνητική σε αρκετά σημεία εμπειρία της τελευταίας τετραετίας, αλλά και με το δημοσκοπικό τοπίο που διαμορφώνεται μέχρι τώρα, μετά την τραγωδία των Τεμπών.

Ο κ. Παναγιώτης Κουστένης είναι δρ Πολιτικής Επιστήμης.