Αν το κοινό είναι πάντα «αδηφάγο», τότε ο πειρασμός θα είναι πάντα ασυγκράτητος. Ετσι, κάπως ασυγκράτητα και με το άλλοθι αυτής της ακόρεστης αδηφαγίας, μετατρέπεται μια οικογενειακή τραγωδία σε μια ιστορία κλειδαρότρυπας. Ο δράστης του εγκλήματος των Γλυκών Νερών κατασκευάζει μια εισβολή αδίστακτων κακοποιών. Και όλοι οι υπόλοιποι κατασκευάζουμε θέαμα. Τι έγραφε το θύμα στο ημερολόγιό του; Τι ξέρουν οι γείτονες για τη ζωή του ζεύγους; Τι συνέβαινε πίσω από τους τέσσερις τοίχους της μεζονέτας; Μήπως δεν ήταν τόσο ευτυχισμένοι όσο έδειχναν; Και τι μας λέει η τελευταία φωτογραφία;

Θα μπορούσε να πει κανείς πως όλα αυτά είναι στοιχεία της υπόθεσης. Πως όλα τα ερωτήματα τίθενται για να απαντηθεί το θεμελιώδες ερώτημα κάθε τέτοιου εγκλήματος. Γιατί τη σκότωσε; Δεν είναι όμως ένας συλλογικός Πουαρό που θέτει το ερώτημα – ο εγκληματολόγος που κρύβουμε μέσα μας και τώρα εκφράζεται ελεύθερα και με υψωμένο το φρύδι, ενώ στο μεταξύ είχε αποφανθεί επί παντός του επιστητού ο θαμμένος μας λοιμωξιολόγος. Αυτός που ρωτάει είναι κάποιος που έχει σκύψει στην κλειδαρότρυπα. Και από το ύψος της κλειδαρότρυπας δεν ξεδιαλύνει κανείς εγκλήματα. Από τη θέση της επίκυψης κάνεις μόνο κουτσομπολιό. Οι απαντήσεις στα ερωτήματα δεν είναι υλικό δικογραφίας. Είναι ύλη φλυαρίας. Και η φλυαρία ανοίγει δρόμους στην παραδοξολογία, στην υπερβολή, στην ανεπίγνωστη καχυποψία. Ανοίγει ολόκληρες λεωφόρους στην αμετροέπεια: Μήπως, τελικά, έφταιγε και το θύμα; Μήπως ήταν εκείνη που όπλισε το χέρι εκείνου;

Περιεχόμενο για συνδρομητές

Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.

Έχετε ήδη
συνδρομή;

Μπορείτε να συνδεθείτε από εδω

Θέλετε να γίνετε συνδρομητής;

Μπορείτε να αποκτήσετε την συνδρομή σας από εδω