Οι εκλογές της 14ης Μαΐου έχουν χαρακτηρισθεί ως οι πλέον κρίσιμες της τελευταίας εικοσαετίας στην Τουρκία. Επιθυμία του Ερντογάν θα ήταν την επέτειο της εκατονταετίας από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923 να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία της εγκαινιάζοντας τον «τουρκικό αιώνα», όπως τον αποκαλεί, με κεντρικό ήρωα τον ίδιο και όχι τον Κεμάλ Ατατούρκ. Αυτή η προοπτική δεν φαίνεται σήμερα ρεαλιστική καθώς η φθορά της εικοσαετούς διακυβέρνησής του μπορεί να τον οδηγήσει εκτός εξουσίας.

Για την τουρκική αντιπολίτευση, αυτές οι εκλογές θα είναι η «μητέρα των μαχών». Αν τις χάσει θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να κλονίσει το καθεστώς Ερντογάν που θα προσλάβει ακόμη περισσότερο αυταρχικά χαρακτηριστικά. Αν τις κερδίσει, θα ανοίξει μια νέα σελίδα για την Τουρκία με τρομακτικές μεν δυσκολίες αφού τα πολύ σοβαρά της προβλήματα δεν θα εκλείψουν αλλά και με πολύ σημαντική υποστήριξη από το εξωτερικό. Σε αυτή την τελευταία διάσταση θα πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή μας. Τι θα συνέφερε την ελληνική εξωτερική πολιτική; Η παραμονή του Ερντογάν ή η επικράτηση του Κιλιτσντάρογλου;

Σε περίπτωση νίκης της αντιπολίτευσης θα πρέπει να αναμένεται μια πολύ αποφασιστική στήριξη από πλευράς ΗΠΑ και ΕΕ. Η Ουάσιγκτον θα επιδιώξει να αποκαταστήσει τις κλονισμένες σχέσεις της με την Αγκυρα προκειμένου να την απομακρύνει από την επιρροή της Μόσχας και να την επαναφέρει στην ατλαντική οικογένεια όπου ο ρόλος της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ παραμένει σημαντικός καθώς έχει τον δεύτερο μεγαλύτερο στρατό μετά τις ΗΠΑ. Μια προβλέψιμη, δυτικόστροφη Τουρκία, μπορεί να έχει σημαντικό ρόλο στον πόλεμο της Ουκρανίας αλλά και στη Μέση Ανατολή.

Η Ευρωπαϊκή Ενωση επίσης θα αντιμετωπίσει τη νέα τουρκική ηγεσία με πιο θετική στάση. Ας μην ξεχνάμε ότι η Τουρκία παραμένει υποψήφια προς ένταξη χώρα. Ακόμη και αν αυτή η προοπτική δεν είναι ρεαλιστική το προσεχές διάστημα, υπάρχουν πολλά ενδιάμεσα στάδια που θα μπορούσαν να προσφέρουν στην Αγκυρα μια πιο ουσιαστική σχέση με την ΕΕ και η αντιπολίτευση έχει ήδη εκφράσει την επιθυμία της να την επιδιώξει.

Η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι συνεπώς έτοιμη για ένα διεθνές περιβάλλον πιο φιλικό απέναντι στην Τουρκία και να σταθμίσει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα της νέας εποχής. Ακόμη και αν ο Ερντογάν επανεκλεγεί, η δεινή οικονομική κατάσταση θα τον οδηγήσει σε συμβιβασμούς προκειμένου να αντλήσει κεφάλαια και στήριξη από το εξωτερικό.

Ανεξαρτήτως αποτελέσματος, ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση με άμεσες επιπτώσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τα μηνύματα έχουν δοθεί στην Αθήνα και τα κόμματα εξουσίας θα έπρεπε ίσως να αναζητήσουν κοινή γραμμή με συναίνεση ως προς την εθνική στρατηγική που πρέπει να ακολουθηθεί ώστε η Ελλάδα να μην είναι απλώς αποδέκτης πρωτοβουλιών τρίτων αλλά διαμορφωτής των δικών της.

Θα πρέπει, με άλλα λόγια, οι επιφορτισμένοι με τη χάραξη εθνικής στρατηγικής να συνειδητοποιήσουν ότι η περίοδος που άρχισε το 1974 στις ελληνοτουρκικές σχέσεις οδεύει προς το τέλος της με τη συμπλήρωση εκατό χρόνων από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Θα έχει ασφαλώς σημασία ποια θα είναι η επόμενη ηγεσία της αλλά οι βαθιές αλλαγές που συνέβησαν την εικοσαετία της διακυβέρνησης Ερντογάν δεν θα ανατραπούν. Η Τουρκία λόγω μεγέθους και γεωγραφικής θέσης είναι μια απαραίτητη χώρα στους διεθνείς συσχετισμούς, ειδικά όπως διαμορφώνονται λόγω των αλλαγών στην περιοχή που επέρχονται ως συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, της εισόδου της Κίνας ως πρωταγωνιστή και της ανάγκης του δυτικού στρατοπέδου να διατηρήσει τα ερείσματά του. Δεν σημαίνει αυτό ότι η Ελλάδα πρέπει να αποδεχθεί τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Ωστόσο, η επόμενη ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσει διακριτό ρόλο στην περιφερειακή αρχιτεκτονική ασφαλείας με επίγνωση ότι δεν θα είναι ο μόνος παίκτης.

Η κυρία Ινώ Αφεντούλη είναι εκτελεστική  διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων.