Εχοντας μεγαλώσει στη Χαλκίδα, με μεταβατικό στάδιο τα φοιτητικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ο επόμενος στόχος ήταν η μεγάλη πόλη που θα μπορούσε να προσφέρει ανωνυμία, καινούργια πράγματα, πλήθος ερεθισμάτων, δυνατότητες συνάντησης. Αθηναία αισθάνομαι, αλλά είναι μια ταυτότητα που κατακτήθηκε στην ενήλικη ζωή.

Το πρώτο σπίτι ήταν στον Αγιο Ελευθέριο, κι έβγαινα, θυμάμαι, στην Ομόνοια από το μετρό με μια ανασφάλεια κάθε φορά από πού πας για πού. Πήρε λίγο καιρό να ξεχωρίσω τις λεωφόρους που έφευγαν ακτινωτά από αυτό που ως παιδί έμαθα να αναγνωρίζω σαν την καρδιά της πόλης και σιγά-σιγά έγιναν οικεία τα μέρη που οδηγούσαν, Σύνταγμα, Πλατεία Αμερικής, Μεταξουργείο, Γκάζι, Μοναστηράκι, αντίστροφα από τους δείκτες του ρολογιού.

Κι έπειτα βρήκα δουλειά σε μια καινούργια εφημερίδα πόλης που μοιραζόταν δωρεάν και λεγόταν «Athens Voice», ως επιμελήτρια κειμένων, από όπου μάθαινα πλέον κάθε εβδομάδα τα πάντα για την Αθήνα από πρώτο χέρι, τα πρόσωπα, τα στέκια, τα συγκροτήματα, τις ταινίες, τα μέρη με ιστορία, αλλά και τα προβλήματα και τις προσδοκίες – υπήρχε τότε μια διάχυτη αισιοδοξία που γκρεμίστηκε άτσαλα στα χρόνια της κρίσης. Στο μεταξύ έγιναν πολλά, και πολλά καλά, η εφημερίδα φέτος γιορτάζει τα 20 χρόνια, όσα περίπου κι εγώ σε αυτή την πόλη που έμαθα να αγαπώ μέσα από τις δικές της και τις δικές μου περιπέτειες.

Πώς χτίζεται η σχέση μας με έναν τόπο, όταν δεν έχουμε παιδικές μνήμες; Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν την πρώτη φορά που πήγα στο Παρίσι, ήταν βράδυ όταν άρχισε να ακούγεται ένα σαξόφωνο που έπαιζε Coltraine, μια μουσική που αγαπούσα, και κάτω από το παράθυρό μου στη γωνία του δρόμου είδα έναν πλανόδιο μαύρο μουσικό που με έκανε να νιώσω αυτή την παράξενη οικειότητα σαν να ήμουν ξαφνικά σπίτι μου.

Οπως τώρα που έχω φτιάξει στη διαδρομή για το γραφείο, από Γκύζη, Χαριλάου Τρικούπη μέσω Ιπποκράτους, το soundtrack της πόλης: ένα ρεστοράν καινούργια ανακάλυψη που παίζει απαλή τζαζ και έχει τέλειο φαγητό, το αγαπημένο μου μαγαζί με second hand ρούχα απέναντι που βάζει Μαρία Κάλλας, στο ανθοπωλείο πιο κάτω η μουσική πάντα ωραία και ευωδιαστή κι έπειτα στρίβοντας στη γωνία το στέκι για φαγητό με ένα παλιό τρανζιστοράκι έξω που παίζει Τρίτο Πρόγραμμα. Είναι ένας τρόπος να επανανοηματοδοτήσω την τόσων χρόνων καθημερινή μου διαδρομή, και κάτι που με κάνει να συγχωρώ τα βρώμικα κτίρια, τα ανύπαρκτα πεζοδρόμια, τη βαβούρα του δρόμου, την όχι και τόσο ωραία ατμόσφαιρα από τα αυτοκίνητα.

Τη σχέση μας με την πόλη τη χτίζουμε εμείς με την επινοητικότητά μας και όταν βρίσκουμε εκεί έξω πράγματα, μέρη, ανθρώπους, ιδέες που μας αφορούν προσωπικά.

Οταν είχα πάει στο Βερολίνο πόσο πολύ είχα ζηλέψει όλο αυτό το πράσινο, τις ποδηλατάδες στο ποτάμι και το ότι οι κάτοικοι εκεί εισέπνεαν καθαρό αέρα. Και αυτή την αίσθηση που εισέπραττα από τους περαστικούς, ότι η ζωή είναι ωραία, χαλαρή και εύκολη να τη ζεις.

Εχω αυτή την ιδέα, λοιπόν, ότι τη σχέση μας με την πόλη τη χτίζουμε εμείς με την επινοητικότητά μας και όταν βρίσκουμε εκεί έξω πράγματα, μέρη, ανθρώπους, ιδέες που μας αφορούν προσωπικά – κάπως έτσι δεν χτίζουμε και τη σχέση μας με τον εαυτό μας και τους άλλους; Φτιάχνοντας ομόκεντρους κύκλους: το σπίτι μας, ο δρόμος μας, η γειτονιά μας, το κέντρο της πόλης όπου συναντιόμαστε, οι γειτονιές με τα σπίτια των φίλων μας και τις δουλειές μας – μαζί με τα βιβλία που διαβάζουμε, τα μουσεία που πηγαίνουμε, τους κινηματογράφους, τα θέατρα, τους συναυλιακούς χώρους, τα ταξίδια που κάνουμε, την οικογένεια, τους φίλους, τους γνωστούς, τους συμπολίτες μας που διασταυρώνονται οι δρόμοι μας και κάποτε μπορεί και να συναντηθούν.

Πόσο πιο ωραίο να εστιάζει κανείς στους τόπους συνάντησης παρά σε αυτή τη συλλογική γκρίνια που μας πιάνει τόσο συχνά, επειδή πιο πολύ από την κουλτούρα προσωπικής ευθύνης έχουμε μια κουλτούρα απόδοσης ευθυνών. Αν όσο γκρινιάζαμε ήμασταν και συνεπείς πολίτες, η πόλη μας θα ήταν καλύτερη και εμείς καλύτερα μέσα σε αυτήν. Μας αρέσει να αναλωνόμαστε στην κριτική, ίσως επειδή έχουμε απαιτήσεις, ή και επειδή δεν είμαστε ιδιαίτερα συμφιλιωμένοι με την αποτυχία και τον πειραματισμό.

Ακόμα και ο Μεγάλος Περίπατος, αν το δεις καλοπροαίρετα, ναι, απέτυχε, έγινε όμως μια προσπάθεια για αυτήν την πόλη που είναι αφιλόξενη και για τους πεζούς που χρειάζονται περισσότερο χώρο από τα αυτοκίνητα. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να μη χρησιμοποιούμε αυτοκίνητο για να κατέβουμε στο κέντρο; Αν ο καθένας έκανε αυτό που του αναλογεί όσο καλύτερα μπορεί, αν οδηγούσαμε σωστά, αν ανακυκλώναμε τα σκουπίδια μας, αν σεβόμασταν τους συμπολίτες μας και τα δημόσια αγαθά, αν ήταν η ευγένεια ψηλά στην κλίμακα των αξιών μας, αυτό θα επηρέαζε τη σχέση μας με τον δημόσιο χώρο με πολύ πιο καθοριστικό τρόπο από ό,τι αυτή η ιδέα που μας κατατρύχει πως οι καλοί είμαστε πάντα εμείς και οι κακοί οι άλλοι. Οχι ότι δεν έχει σημασία ποιοι διοικούν την πόλη, έχει, και πολλή μάλιστα.

Και να είμαστε υπεύθυνοι, και να απαιτούμε, και να βρίσκουμε νόημα εκεί που δεν υπάρχει, και να παραμένουμε πολίτες. Να ένα προσωπικό στοίχημα, μαζί με την ψήφο μας, εν όψει εκλογών.

Η κυρία Δήμητρα Γκρους είναι αρθρογράφος και επιμελήτρια ύλης του free press «Athens Voice».