Το «Δελτίον Εγκλημάτων» του Ιστορικού Αρχείου των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» και «ΤΑ ΝΕΑ» φέρνει στο φως εγκλήματα, σήμερα άγνωστα, που όμως κάπου στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα απασχόλησαν την ελληνική κοινή γνώμη.

Στις γραμμές που ακολουθούν, το μόνο που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, είναι τα ονόματα των θυτών και των θυμάτων. Αυτά τα έχουμε αντικαταστήσει με ψευδώνυμα.

Τα γεγονότα, όμως, οι πράξεις, οι αντιδράσεις, το μίσος, ο φόβος, το πάθος και όσα συνέθεσαν τα δράματα, που άφησαν κάποτε την Ελλάδα με το στόμα ανοικτό, είναι πέρα για πέρα αληθινά.

Στο βοσκοτόπι

Το πρωινό της 27ης Μαρτίου του 1953, λίγο έξω από το χωριό Λάδι του νομού Ηλείας, πρόβατα βοσκούν σκορπισμένα σε ένα απόμερο σχετικά βοσκοτόπι.

Είναι μια απόλυτα συνηθισμένη εικόνα, σύμφωνη με τη ρουτίνα και τον τρόπο ζωής της επαρχίας των μέσω της δεκαετίας του ’50.

Σε ένα σημείο όμως, κείτεται στο χώμα νεκρός ένας 42χρονος άνδρας, ο Λευτέρης Οικονομάκος.

Λίγες ημέρες αργότερα, στις 29 Μαρτίου, στα γραφεία του «ΒΗΜΑΤΟΣ» φτάνει τηλεγράφημα του ανταποκριτή της εφημερίδας από τον Πύργο.

«Την πρωΐαν της σήμερον προσήχθησαν ενώπιον του ανακριτού Αμαλιάδος αι δύο αδελφαί Αναστασία και Βάσω, θυγατέρες Νέστορα Αρμπάτη, εκ του χωρίου Λάδι».

«Τη θέλω»

Ο 42χρονος που είχε βρεθεί νεκρός, ο Λευτέρης Οικονομάκος είχε αγαπήσει σφοδρά την 25χρονη Βάσω.

Ο Οικονομάκος ήταν σίγουρος ότι είχε γνωρίσει τη γυναίκα της ζωής του και ήθελε όσο τίποτε άλλο να την κάνει γυναίκα του. Για τον λόγο αυτό αποφάσισε να εμφανιστεί στους γονείς της και να την ζητήσει επισήμως σε γάμο.

Η απάντηση όμως που πήρε δεν ήταν αυτή που θα ήθελε.

Η οικογένεια της Βάσως αρνήθηκε να του δώσει την 25χρονη για γυναίκα του και σύμφωνα με «ΤΟ ΒΗΜΑ» ο λόγος ήταν ότι «επρόκειτο περί κακοποιού».

Το «λερωμένο» ποινικό μητρώο του Λευτέρη Οικονομάκου, για το οποίο δεν γράφτηκαν στις εφημερίδες περισσότερες πληροφορίες, στάθηκε εμπόδιο ανυπέρβλητο για τους σκοπούς που είχε για τη Βάσω. Όσο και αν επέμεινε με αλλεπάλληλες προτάσεις προς την οικογένειά της, εκείνοι αρνούνταν έστω και να συζητήσουν το θέμα.

Απειλές

Ο Οικονομάκος όμως δεν υποχωρούσε. Η στάση του απέναντι στη Βάσω είχε γίνει πλέον εμμονική και οι αρχικά ευγενικές  προτάσεις γαμού έδωσαν τη θέση τους σε φωνές και απειλές τόσο προς την ίδια τη Βάσω όσο και προς κάθε μέλος της οικογένειάς της.

Όταν μάλιστα είδε ότι ούτε με αυτόν τον τρόπο πέτυχε τον σκοπό του, ο Οικονομάκος αποφάσισε να απαγάγει τη Βάσω στήνοντάς της ενέδρα κατά τη διάρκεια της επιστροφής της από την Αμαλιάδα στο χωριό της.

Γράφει «ΤΟ ΒΗΜΑ» της 31ης Μαρτίου 1953:

«Ο Οικονομάκος μένεα πνέων ηπείλει τους πάντας, την πρωΐαν δε της παρελθούσης Πέμπτης απεπειράθη να απαγάγη την Βάσω επιστρέφουσαν εξ Αμαλιάδος εις το χωριό της, αλλ’ απέτυχε του σκοπού του».

Μετά και από αυτήν του την αποτυχία ο Οικονομάκος θέλησε να συναντήσει την αδερφή της Βάσως Αναστασία. Η συνάντηση αυτή θα απέβαινε μοιραία.

«Την πρωΐαν της Παρασκευής, ο Οικονομάκος μετέβη εις το χωρίον Λάδι και εις το μέρος όπου η Αναστασία έβοσκε τα πρόβατά της και την ήπειλησεν, ότι θα εφόνευεν αυτήν και όλους τους οικείους της, εάν δεν ελάμβανεν ως σύζυγό του την Βάσω».

Η Αναστασία δεν πτοήθηκε από τις απειλές του Οικονομάκου, του απάντησε σε ανάλογο ύφος και αμέσως ξεκίνησε ένας έντονος μεταξύ τους διαπληκτισμός. Ο Οικονομάκος όμως δεν αρκέστηκε στα λόγια. Αντιθέτως  «προεκλήθη σφοδρά λογομαχία μεταξύ Αναστασίας και Οικονομάκου, η οποία κατέληξεν εις συμπλοκήν».

Συμπλοκή

Ο Οικονομάκος ήταν αποφασισμένος να κάνει πράξη τις απειλές που για καιρό εξαπέλυε ενάντια στην οικογένεια της Βάσως.

Ο Οικονομάκος επιτέθηκε στην Αναστασία, η οποία αντέδρασε και προσπάθησε να αμυνθεί. Εκείνος «εξήγαγε σουγιάν και δι’ αυτού έπληξε την Αναστασίαν εις την αριστερήν παρειάν (σ.σ. μάγουλο) και τον  αριστερόν θώρακα πλησίον της καρδιάς».

Τα σημεία στα οποία έπληξε ο Οικονομάκος την Αναστασία με τον σουγιά του δεν αφήνουν καμία αμφιβολία για την ανθρωποκτόνο του πρόθεση.

Κόντρα όμως σε κάθε πιθανότητα, η Αναστασία δεν το έβαλε κάτω. Αντιθέτως αντέδρασε, και με νύχια και με δόντια, προσπάθησε να αποκρούσει τα χτυπήματα του Οικονομάκου.

«Η ατυχής Αναστασία καίτοι αιμόφυρτος, κατόρθωσε να συλλάβη τον Οικονομάκο από τον λαιμόν. Ήρχισε τότε δεινή πάλη και οι δύο εκυλίσθησαν εις το χώμα».

Όμως, για κακή τύχη της Αναστασίας, ο σουγιάς δεν ήταν το μόνο όπλο που έφερε μαζί του ο Οικονομάκος. Έτσι, πάνω στην πάλη ο 42χρονος καταφέρνει και οπλίζει την κυνηγετική του καραμπίνα στρέφοντάς την προς την Αναστασία.

Η νεαρή κοπέλα, αιμόφυρτη ήδη από τις μαχαιριές του Οικονομάκου, βρίσκεται μπροστά στην προτεταμένο του όπλο.

Την τελευταία ακριβώς στιγμή, όμως, έρχεται μια σωτήρια παρέμβαση.

«Εις τας φωνάς της Αναστασίας προσέτρεξεν εν τω μεταξύ η Βάσω, καθ’ ην στιγμήν ο Οικονομάκος προσεπάθει να κάμη χρήσιν του κυνηγετικού του όπλου».

Ο Οικονομάκος δεν προλαβαίνει να πυροβολήσει και την στιγμή εκείνη η Αναστασία βρίσκει μία χρύση για να σώσει τη ζωή τη δική της και της αδερφής της ευκαιρία. Είναι μια αξίνα.

»Εις μίαν στιγμήν η Αναστασία ήρπασε μίαν εκεί πλησίον ευρισκόμενην αξίνην διά της οποίας και επολτοποίησε την κεφαλήν του θύματος, ακολούθως δε μετά της αδελφής της Βάσως μετέβησαν εις Αμαλιάδα και παρεδόθησαν αμφότεραι εις την εκεί αστυνομικήν Αρχήν».

«ΤΑ ΝΕΑ», 30.3.1953, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι αρχές έφτασαν στον τόπο του φονικού και έψαξαν τη σορό του Οικονομάκου για τυχόν περαιτέρω στοιχεία.

Στις τσέπες του βρέθηκε το εξής σημείωμα:

«Τη Βάσω την πήρε ο Λευτέρης Οικονομάκος».

Ο νεκρός ήταν αποφασισμένος να απαγάγει τη Βάσω πάση θυσία. Η Βάσω όμως και η Αναστασία είχαν άλλη γνώμη.