To ισχύον δικονομικό σύστημα στο Βέλγιο που αφορά στην προφυλάκιση (προσωρινή κράτηση) ενός κατηγορούμενου παρουσιάζει ιδιοτυπίες και διαφοροποιείται ουσιωδώς από τα προβλεπόμενα στις συναφείς διατάξεις του ελληνικού δικαίου.

Αναφορικά με τα αδικήματα που καταλαμβάνονται επ’ αυτοφώρω, ο συλληφθείς οδηγείται ενώπιον του αρμοδίου Ανακριτή και απολογείται συνοπτικά παρουσία του συνηγόρου του, το αργότερο εντός 48 ωρών από τη σύλληψή του.

Ο Ανακριτής έχει δικαίωμα μετά την εν λόγω απολογία να εκδώσει κατά του συλληφθέντος ένταλμα προσωρινής κράτησης, εφόσον υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ενοχής και α. ο συλληφθείς είναι ύποπτος φυγής ή/και β. τέλεσης νέων αδικημάτων ή/και γ. υφίσταται κίνδυνος συσκότισης (αλλοίωσης) των αποδεικτικών στοιχείων της έρευνας.

Οπως στις περισσότερες χώρες της κεντρικής Ευρώπης, έτσι και στο Βέλγιο, η προσωρινή κράτηση ενός συλληφθέντος για τέλεση οικονομικού εγκλήματος διατάσσεται κατά κανόνα με επίκληση του κινδύνου συσκότισης των αποδείξεων, ακόμα και εάν κριθεί ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι ύποπτος φυγής ή ύποπτος τέλεσης νέων αδικημάτων.

Στην περίπτωση αυτή, ο κατηγορούμενος αποστερείται καθοριστικά της δυνατότητας προσυνεννόησης με τους τυχόν συγκατηγορούμενους και ουσιώδεις μάρτυρες της υπόθεσής του, ή της κατασκευής ή αλλοίωσης εγγράφων προς όφελός του.

Εντός 5 ημερών από την έκδοση του εντάλματος σύλληψης ακολουθεί επανεξέταση των λόγων προσωρινής κράτησης από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, το οποίο, αφού ακούσει τον Ανακριτή, τον κατηγορούμενο και το συνήγορό του, αποφαίνεται για την παράταση ή μη της προφυλάκισης και την επιβολή τυχόν περιοριστικών όρων.

Η επανεξέταση των προϋποθέσεων της προσωρινής κράτησης από το δικαστικό συμβούλιο επαναλαμβάνεται σε μηνιαία βάση τους πρώτους 3 μήνες και ακολούθως (σε περίπτωση παράτασης της προφυλάκισης) κάθε δίμηνο.

Δεδομένης της φύσης της συγκεκριμένης υπόθεσης της Ελληνίδας ευρωβουλευτού εκτιμούμε, με κάθε επιφύλαξη, ότι το ένταλμα προσωρινής κράτησής της εκδόθηκε από τον Ανακριτή με επίκληση πρωτίστως του προαναφερόμενου λόγου και δευτερευόντως του πιθανού κινδύνου τέλεσης νέων αδικημάτων.

Ως προς το πλαίσιο ποινής των αδικημάτων: Τα αδικήματα της δωροδοκίας/δωροληψίας κατά τον βελγικό ποινικό κώδικα κατηγοριοποιούνται ανάλογα με τον τρόπο διάπραξής των και τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης από 6 μήνες έως 5 έτη. Η ένταξη σε εγκληματική οργάνωση που σχετίζεται με αδικήματα διαφθοράς τιμωρείται με ποινή φυλάκισης έως 3 έτη, ενώ το αδίκημα της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματική δραστηριότητα επισύρει ανώτατη ποινή 5 ετών.

Ο κ. Ηλίας Σ. Μπίσιας είναι δικηγόρος, δρ Νομ. Πανεπιστημίου Ζυρίχης, μέλος των Δικηγορικών Συλλόγων Αθηνών (ΔΣΑ), Zυρίχης, Ελβετίας (ZAV, SAV), Φρανκφούρτης, Γερμανίας (RAK, DAV).