Την «ιερή» περιουσία επιχειρεί να αγγίξει ο ΣΥΡΙΖΑ σε μια συμφωνία «win-win» μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Κράτους. Το σχέδιο εμπεριέχει συμβιβασμούς, κυρίως σε σχέση με τη δημόσια γη, και αρκετά αδιευκρίνιστα σημεία. Εστιάζει στην εκμετάλλευση εκτάσεων και ακινήτων των οποίων η αξιοποίηση, στο θολό ιδιοκτησιακό τοπίο που τα διέπει, δεν μπορεί να προχωρήσει. Αλλωστε, λόγω της κακουχίας της χώρας από τη λαίλαπα των μνημονίων, η εκμετάλλευση μιας περιουσίας που «κάθεται» δίχως να αποδίδει δείχνει ελκυστική στο όνομα μιας «ευλογημένης» ανάπτυξης.
Είναι όμως πράγματι η εκκλησιαστική περιουσία… γη της επαγγελίας; Επίσημα συγκεντρωτικά στοιχεία δεν υπάρχουν. Η καταγραφή της αποδεικνύεται το ίδιο δύσκολη με τον τετραγωνισμό του κύκλου. Πάντως, κοντός ψαλμός, ολοκληρωμένη αποτύπωση θα υπάρχει μετά την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου το 2022. Στο μεταξύ, σκόρπιες καταγραφές δίνουν μια εικόνα της εκκλησιαστικής «προίκας» που μπορεί να εμπλουτίσει το προτεινόμενο Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας.
Η αγροτική περιουσία της Εκκλησίας αποτελείται κυρίως από δασικές εκτάσεις και βοσκοτόπια. Σύμφωνα με μελέτη των Θ. Τσούμα και Δ. Τασιούλα που εκδόθηκε από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος το 1988, της ανήκουν 1.282.300 στρέμματα. Από αυτά, δασικές εκτάσεις είναι τα 367.000 στρέμματα, βοσκότοποι τα 745.400 και γεωργική γη τα 169.900 (0,48% της γεωργικής γης της χώρας). Το 53% ανήκει σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
Με υπολογισμούς που είχαν γίνει τη δεκαετία του 1990 από υπηρεσίες του τότε υπουργείου Γεωργίας, οι εκτάσεις που κατέχει η Εκκλησία στην Αττική ξεπερνούν τα 61.000 στρέμματα (από αυτά 40.000 είναι δάση και δασικές εκτάσεις) σε Βάρη, Βούλα, Αγ. Ανδρέα, Κοκκιναρά, Πεντέλη, Οινόη, Φυλή, ενώ διεκδικούνται χιλιάδες στρέμματα σε Υμηττό, Πάρνηθα, στη Δυτική Αθήνα (εντός των διοικητικών ορίων των Δήμων Περιστερίου, Πετρούπολης και Χαϊδαρίου) και στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά.
400.000 στρέμματα οι διακατεχόμενες εκτάσεις
Στις δασικές εκτάσεις και στους βοσκοτόπους κρύβεται ένας θησαυρός. Και παρά τις τεράστιες προσπάθειες που κατέβαλαν κατά καιρούς η Εκκλησιαστική Κεντρική Υπηρεσία Οικονομικών της Εκκλησίας της Ελλάδος (ΕΚΥΟ) αλλά και η Αρχιεπισκοπή, τα ακίνητα παραμένουν αναξιοποίητα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σημαντικά περιουσιακά στοιχεία είχαν ενταχθεί στο εκκλησιαστικό «ΤΑΙΠΕΔ» που είχε ιδρυθεί από το κράτος και την Εκκλησία επί πρωθυπουργίας Αντώνη Σαμαρά το 2013. Και παρά τα τότε μεγαλεπήβολα σενάρια και τη διαρροή πληροφοριών για την έλευση αμερικανών, ρώσων, κινέζων και καταριανών επενδυτών, αλλά και για το ενδιαφέρον ελλήνων εφοπλιστών, τελικά, πέντε χρόνια μετά, δεν υπάρχει καμία πρόοδος καθώς υπάρχουν σοβαρές αγκυλώσεις για την αξιοποίησή τους.
Κάποια είναι χαρακτηρισμένα ως δάσος ή δασική έκταση, άλλα διατηρητέα, ορισμένα διεκδικούνται ή είναι διακατεχόμενα (δάση των οποίων το ιδιοκτησιακό καθεστώς δεν έχει επιλυθεί έναντι του Δημοσίου). Μάλιστα, τα διακατεχόμενα εκτιμάται ότι μπορεί να φτάνουν και τα 400.000 στρέμματα ανά τη χώρα. Αμερικανικές εταιρείες είχαν αναλάβει έργο το 2014 δημιουργώντας ειδικούς φακέλους, ενώ στην προσπάθεια ανάπτυξης του «ΤΑΙΠΕΔ» είχαν εμπλακεί και γνωστοί ομογενείς από τις ΗΠΑ.
Η περιουσία που αναμένεται να ενταχθεί στο νέο, μεγάλο «ΤΑΙΠΕΔ» της Εκκλησίας και της Πολιτείας, που ιδρύεται από τους κ.κ. Τσίπρα και Ιερώνυμο, είναι μεταξύ άλλων τα:
– 85 στρέμματα που βρίσκονται γύρω από τον λόφο του ορφανοτροφείου της Βουλιαγμένης (ιδρύθηκε το 1920) και ανήκουν στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Αθηνών. Το 2014 το ακίνητο κατεγράφη από το αμερικανικό γραφείο Cushman & Wakefield.
– 3.500 στρέμματα στην Πεντέλη, στα οποία η Εκκλησία της Ελλάδος επιθυμούσε να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκό πάρκο, αλλά τα σχέδια σκόνταψαν στον αναδασωτέο χαρακτήρα της περιοχής.
– 11,5 στρέμματα στην οδό Δεινοκράτους στο Κολωνάκι, όπου από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, επί αρχιεπισκοπίας Χριστόδουλου, η Εκκλησία επιθυμούσε να χτίσει πολυτελές ξενοδοχείο. Το πρότζεκτ «κόλλησε» στις αντιδράσεις των περιοίκων, αλλά και στο γεγονός ότι ορισμένα κτίρια στο εσωτερικό του ακινήτου, από την εποχή του Ιωάννη Μεταξά, χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα.
– Δεκάδες στρέμματα εκατέρωθεν της λεωφόρου Σχιστού.
– Το νησάκι Σαμιοπούλα ανήκε στη Μονή Μεγάλης Παναγιάς της Μητρόπολης Σάμου. Είχε παραχωρηθεί για καλλιέργεια σε ακτήμονες οι οποίοι δεν ζουν πλέον.
– 1.800 στρέμματα στη Φασκομηλιά (εκτείνεται από τη λίμνη Βουλιαγμένης έως τη Βάρκιζα, εκεί βρίσκεται και το γνωστό κέντρο «Island») ανήκουν στην Ιερά Σύνοδο. Το μεγαλύτερο τμήμα της έχει δασικό χαρακτήρα, ενώ βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των δήμων της περιοχής.
«Από τα 1.800 στρέμματα της Φασκομηλιάς, αξιοποιήσιμα είναι τα 250 στρέμματα που μπήκαν στο σχέδιο πόλης το 1955. Ο συντελεστής δόμησης όμως μειώθηκε σε 0,002, δηλαδή χτίζεις περί τα 500 τ.μ. Βγήκαν και διάφορα Προεδρικά Διατάγματα Προστασίας του Σαρωνικού, της λίμνης Βουλιαγμένης, του Υμηττού που θέτουν σοβαρές δεσμεύσεις. Αν η κυβέρνηση βγάλει τις αγκυλώσεις που εμποδίζουν την αξιοποίησή τους, θα μπορούσε να αναπτυχθεί ήπια η περιοχή και ευχαρίστως να μοιραστούμε τα έσοδα με το κράτος» σημειώνει στο «Βήμα» πηγή της Ιεράς Συνόδου.
Στο νέο Ταμείο, όπως λένε στελέχη της Εκκλησίας, δεν μπορούν να ενταχθούν ακίνητα της Εκκλησίας όπως το ξενοδοχείο «Electra Metropolis Hotel» των 10.000 τ.μ. της οδού Μητροπόλεως και τα ξενοδοχεία της οδού Ερμού και της οδού Βαλαωρίτου, τα οποία έχουν ενοικιαστεί και ανακαινιστεί.
Οι πέντε νομοί με τις μεγαλύτερες εκτάσεις
Πέντε είναι οι νομοί στους οποίους εκτείνονται μεγάλες εκκλησιαστικές περιουσίες (εκ των οποίων πολλές διακατεχόμενες). Πρώτη στη λίστα η Χαλκιδική. Περί τα 86.330 στρέμματα δάσους και 2.300 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης υπάγονται στην Αθωνική Πολιτεία. Δεν αποτελούν περιουσία προς αξιοποίηση εξαιτίας του καθεστώτος των μονών. Επίσης, 8.000 στρέμματα ανήκουν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Στον Νομό Χαλκιδικής υπάρχουν και 8.340 στρέμματα διακατεχόμενων.
Στον Νομό Τρικάλων είναι καταγεγραμμένα 41.110 στρέμματα δάσους, 23.850 στρέμματα δασικών εκτάσεων και 22.840 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης, εκ των οποίων πολλά διακατεχόμενα.
Στην Αττική βρίσκονται τα μεγάλα και ακριβά «φιλέτα». Στην Εκκλησία ανήκουν 33.860 στρέμματα δάσους, 6.500 δασικής έκτασης και 20.570 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης, αλλά και 800 στρέμματα στη Νέα Μάκρη που είναι διακατεχόμενα και διεκδικούνται από τη Μονή Πεντέλης.
Στον Νομό Μαγνησίας, η εκκλησιαστική περιουσία (και διακατεχόμενες εκτάσεις) φθάνει τα 31.460 στρέμματα δάσους, 5.490 στρέμματα δασικών εκτάσεων και 3.340 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης.
Και η «ισχυρή πεντάδα» ολοκληρώνεται με τον Νομό Αχαΐας, στην επικράτεια του οποίου η Εκκλησία διαθέτει 20.670 στρέμματα δάσους, 1.680 δασικής έκτασης και 1.060 στρέμματα χορτολιβαδικής έκτασης, εκ των οποίων η πλειονότητα είναι διακατεχόμενες εκτάσεις.
185 χρόνια τριγμών και νόμων που καταπέφτουν στα δικαστήρια
1832: Ο Οθωνας ορίζεται βασιλιάς της Ελλάδος.
1833-1834: Διαλύονται 416 μοναστήρια και η κινητή και ακίνητη περιουσία τους διατίθεται για την ίδρυση Εκκλησιαστικού Ταμείου.
1843: Το Ταμείο περιέρχεται στη διοίκηση και στη διαχείριση της επί των Οικονομικών Γραμματείας τους Κράτους και αργότερα διαλύεται.
1917-1930: Αναγκαστική απαλλοτρίωση μονών, ύψους 1 δισεκατομμυρίου προπολεμικών δραχμών. Κατεβλήθησαν τα 40 εκατομμύρια.
1931: Με τον νόμο 4684 επιβάλλεται εκ νέου ρευστοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
1945: Οι κληρικοί αρχίζουν να πληρώνονται από το Δημόσιο με τον νόμο «Περί ρυθμίσεως των αποδοχών του Ορθοδόξου Εφημεριακού Κλήρου της Ελλάδος, του τρόπου πληρωμής αυτών και περί καλύψεως της σχετικής δαπάνης». Ταυτόχρονα αυξάνεται η φορολόγηση από τις εισπράξεις της Εκκλησίας, η οποία καταργήθηκε το 2004.
1952: Υπογράφεται «Σύμβαση περί εξαγοράς υπό του Δημοσίου κτημάτων της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Ελλάδος προς αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών και ακτημόνων». Η Εκκλησία παραχώρησε 80% της καλλιεργούμενης ή καλλιεργήσιμης αγροτικής της περιουσίας και τα 2/3 των βοσκοτόπων της. Ελαβε σειρά αστικών ακινήτων, τα οποία όμως είτε ανήκαν σε υπηρεσίες του Δημοσίου είτε το καθεστώς αποτέλεσε αντικείμενο αντιδικίας με ιδιώτες.
1968: Οι κληρικοί εντάσσονται πλήρως στο μισθολόγιο και στις κλίμακες του Δημοσίου.
1976: Ο τότε υπουργός Παιδείας Γ. Ράλλης καταρτίζει σχέδιο για την εκκλησιαστική περιουσία το οποίο ναυαγεί. Οπως ναυαγεί και η προσπάθεια του διαδόχου του Ιωάννη Βαρβιτσιώτη.
1980: Ενταξη μητροπολιτών στο μισθολόγιο του Δημοσίου.
1985: Ο Απόστολος Κακλαμάνης παρουσιάζει νομοσχέδιο για τη «Ρύθμιση θεμάτων μοναστηριακής περιουσίας».
1986: Ο Αντώνης Τρίτσης εμφανίζει σχέδιο συμφωνίας 100 χρόνων για την ανάπτυξη της εκκλησιαστικής περιουσίας, σε συνεργασία με τους γεωργικούς συνεταιρισμούς.
1987: Νόμος 1700, που διόριζε μεταξύ άλλων το ΔΣ του ΟΔΕΠ για τη διαχείριση και την αξιοποίηση της μοναστηριακής και εκκλησιαστικής περιουσίας. Κατέπεσε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια με απόφαση του 1994.
2013: Δημιουργείται η Εταιρεία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας ΑΕ (ΕΑΕΑΠ) με τη συμμετοχή της Αρχιεπισκοπής Αθηνών κατά 50% και του ελληνικού Δημοσίου επίσης κατά 50%.