«Γιατί ψηφίζουμε;». «Για την Ευρώπη». Σε έναν ιδανικό κόσμο, όπου θα ήταν όλα τακτοποιημένα, θα απαντούσε έτσι κανείς και θα ξεμπέρδευε με τρεις λέξεις. Στον κόσμο που οραματίστηκαν οι ιδρυτικοί πατέρες της ευρωπαϊκής ιδέας και που τότε, πάνω από τα ερείπια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, φάνταζε σαν ουτοπία.

Μακροϊστορικά, το όραμα εκπληρώθηκε. Για ολόκληρους αιώνες οι τρεις λέξεις με τις οποίες ξεμπερδεύει κανείς απαντούσαν μόνο στο ερώτημα «γιατί πολεμάμε». Γιατί όμως κανένας δεν διακρίνει σήμερα αυτό το μακροϊστορικό άλμα από τα κανόνια στην ψήφο; Γιατί δεν δίνει την παραμικρή σημασία στο γεγονός πως η Ευρώπη δεν βάφεται πλέον με αίμα αλλά με χρώματα κομμάτων που συμμαχούν σε «ευρωομάδες»;

Επειδή η μικροϊστορία γράφεται αλλιώς. Στην εκπληρωμένη ουτοπία, η ψήφος για την Ευρώπη μοιάζει τόσο στεγνά γραφειοκρατική όσο και η ίδια η Ευρώπη. Μοιάζει ακόμη και αν χάρη σε αυτή τη γραφειοκρατία, που δεν χάνεται σε μία αλλά σε καμιά 25αριά μεταφράσεις, οι ιθαγενείς της ηπείρου δεν σκοτώνονται πια μεταξύ τους, παρά μετακινούνται ελεύθερα έχοντας γκρεμίσει τα εθνικά τους σύνορα.

Κανένας δεν θυμάται όμως τα τείχη που γκρεμίστηκαν, όπως κανένας δεν βλέπει ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα εξακολουθεί, εδώ και 70 τόσα χρόνια και παρά τους τριγμούς και τις προφητείες της κατάρρευσης, να θωρακίζεται πόντο-πόντο. Κάποτε θα φτιάξουμε και «ευρωπαϊκό θόλο» για να μας προστατεύει από τα εναέρια φουσάτα των εχθρών. Ο ήχος από τα πυροβόλα των drones θα φτάνουν στα αφτιά μας σαν ακίνδυνα πυροτεχνήματα.

Ουτοπία; Ναι, αλλά τόσο δεδομένη που δεν μπορεί να βαρύνει καμία ψήφο. Η Ευρώπη πέτυχε ένα μοναδικό θαύμα στην Ιστορία, ενώ συγχρόνως μοιάζει αλυσοδεμένη σε μια αρχέγονη μοίρα ή σε κάποια κατάρα από εκείνες που έθρεφαν τους μεσαιωνικούς της θρύλους. Είναι σαν να την έχει καταραστεί κάποιος μάγος πάνω από το καζάνι του πως, ενώ θα αλλάξουν τα πάντα, στα μάτια των υπηκόων της θα φαίνεται πως δεν έχει αλλάξει τίποτα.

Κι έτσι, κανένας δεν ψηφίζει για την Ευρώπη – ούτε καν για την Ευρώπη που θέλει. Ως «ευρωπαϊκή», η ψήφος βουλιάζει στην αδιαφορία, μπορεί και στην πολυτέλεια της βολής αν συγκριθεί η δική μας ουτοπία με το πλήθος των δυστοπιών του υπόλοιπου κόσμου. Η ψήφος όμως κάτι πρέπει να εκφράζει, κάποια κινητήριος δύναμη και ένα εσωτερικό κίνητρο χρειάζεται για να σηκωθεί ο ψηφοφόρος από τον καναπέ του. Γι’ αυτό η ψήφος για τις ευρωεκλογές πρώτα «εθνικοποιείται» με τη ΝΔ, τον ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠαΣοΚ. Και έπειτα εξατομικεύεται στο προσωπικό ισοζύγιο φόβων και προσδοκιών του καθενός. Μήνυμα «σταθερότητας» θα βγει από τις κάλπες της 9ης Ιουνίου; Ή μήπως «δυσαρέσκειας»;

Το δίλημμα δεν είναι μόνο ελληνικό. Τίθεται σε μια σειρά από ευρωπαϊκές χώρες και σε κάποιες από αυτές με ακόμη μεγαλύτερη ένταση. Στην Ιταλία και στη Γαλλία οι ευρωεκλογές πήραν την πατίνα του εθνικού δημοψηφίσματος, οι κάλπες στήνονται για εθνικά referenda. Και μετά το βράδυ της Κυριακής, το μελάνι που θα χυθεί για τον Εμανουέλ Μακρόν θα είναι απείρως περισσότερο από εκείνο που θα καταναλωθεί για τον συσχετισμό των δυνάμεων στο νέο Ευρωκοινοβούλιο. Οχι πως δεν θα ξοδευτούν κάμποσα κιλά για την πτέρυγα που θα καταλάβει η Ακρα Δεξιά στο ημικύκλιο. Αλλά οι πολλοί τόνοι του μελανιού θα αφιερωθούν στη Λεπέν που μπορεί να έρχεται.

Ούτε όμως το ακροδεξιό φάντασμα της ουτοπίας φαίνεται ικανό να διαπεράσει το παχύ στρώμα της αδιαφορίας. Το βράδυ της 9ης Ιουνίου μπορεί να τρομάξει η αποχή από τις κάλπες και ένα άλλο ερώτημα, πολύ πιο αγωνιώδες και απαιτητικό, να προβάλει: «Γιατί δεν ψηφίζουμε;». Και εδώ κανένας δεν μπορεί να ξεμπερδέψει με τρεις λέξεις.