Απομένει πλέον μόνο ένας καθαρός προεκλογικός μήνας μέχρι το άνοιγμα της κάλπης την 21η Μαΐου. Τα μέχρι στιγμής δημοσκοπικά στοιχεία παραπέμπουν σε μια δύσκολη πρώτη αναμέτρηση, κύριο χαρακτηριστικό της οποίας θα είναι η δυσκολία των κομμάτων που κυβέρνησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια να προσεγγίσουν τα ποσοστά των εκλογών του 2019. Και δεν εξαιρείται κανένα από αυτή τη γενική διαπίστωση.

Οι ερευνητές των διαθέσεων της κοινής γνώμης συμφωνούν ότι η κυβερνώσα Νέα Δημοκρατία θα απέχει σημαντικά από το 39% της προηγούμενης μεγάλης νίκης της και η ηγεσία της θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη αν το αποτέλεσμα της πρώτης κάλπης προσεγγίσει το 34%. Και αυτό γιατί στα αζύγιστα και μη προσαρμοσμένα ποσοστά που λαμβάνουν οι δημοσκοπικές εταιρείες απευθείας από τις μετρήσεις τους κινείται μεταξύ 28% και 29%.

Βάσει αυτών εκτιμούν ότι τα ποσοστά του κόμματος του κ. Μητσοτάκη στις πρώτες εκλογές του Μαΐου θα κυμαίνονται μεταξύ 31% και 34%. Οι απώλειες ουσιαστικά αντιπροσωπεύουν κυρίως την έκταση της φθοράς στα τέσσερα προηγούμενα χρόνια της διακυβέρνησης. Αντιστοίχως δεν βλέπουν να αναπτύσσει εκλογική δυναμική ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόμμα του κ. Τσίπρα δεν έχει ακόμη απαλλαγεί από το βάρος των «αυταπατών και των ψευδαισθήσεων» του 2015.

Το εκλογικό σώμα ορίζεται κατά τα φαινόμενα από τις εμπειρίες εκείνης της περιόδου. Η καχυποψία απέναντι στο κόμμα της νέας Αριστεράς παραμένει διάχυτη στην ελληνική κοινωνία μην επιτρέποντας στον κ. Τσίπρα να εκμεταλλευθεί την όποια φθορά της διακυβέρνησης Μητσοτάκη.

Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος δεν έκανε πολλά πράγματα προκειμένου να αμβλύνει αυτό το σχεδόν γενικευμένο αίσθημα καχυποψίας και αμφιβολίας απέναντι στο κόμμα του. Διατήρησε σχεδόν την αυτή ομάδα, δεν προέβη στην ανανέωση που είχε υποσχεθεί μετά την ήττα του 2019 και προγραμματικά δεν μπόρεσε να παρουσιάσει ξεχωριστό και αξιόπιστο σχέδιο για το μέλλον, παρά ξέμεινε στις συνήθεις προεκλογικές υποσχέσεις χωρίς την απαιτούμενη επαρκή τεχνοκρατική υποστήριξη που οι συνθήκες απαιτούν. Και γι’ αυτόν τα αζύγιστα ποσοστά που λαμβάνουν οι δημοσκόποι απέχουν σημαντικά από το 31,5% του 2019. Κινούνται μεταξύ 22% και 24,5%.

Οπότε οι περισσότεροι εκτιμούν πως αν ξεπεράσει το 30% θα πρέπει να είναι ευτυχής. Σε κάθε περίπτωση, ουδείς εκ των «μετρητών» βλέπει δυναμική ικανή να του δώσει τη διεκδικούμενη πρωτιά. Αντιστοίχως και το ΠαΣοΚ του κ. Ανδρουλάκη υφίσταται την πίεση των κομμάτων που κυβέρνησαν τη χώρα. Με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξεκολλήσει από τη ζώνη του 9%-10%. Φέρει και αυτό σχεδόν προπατορικό αμάρτημα και οι κινήσεις και η όποια έμπνευση της νέας ηγεσίας δεν μοιάζουν ικανές να επιτύχουν το διεκδικούμενο άλμα.

Από εκεί και πέρα οι δημοσκόποι δεν κρύβουν ότι ευνοημένοι της πρώτης κάλπης θα είναι τα μικρότερα αντισυστημικά κόμματα τόσο της εθνικιστικής Δεξιάς, όσο και της ανατρεπτικής Αριστεράς. Αξιολογούν ιδιαιτέρως την επίδοση τόσο του μεταλλαγμένου κόμματος του νεοναζιστή Κασιδιάρη, όσο και του αμφισβητία Βαρουφάκη. Και τα δύο κόμματα μετρώνται κοντά στο 5%. Προκαλεί δε εντύπωση μεγάλη ότι το ένα τρίτο των νέων ψηφοφόρων κατευθύνεται προς την αντισυστημική ψήφο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ προβληματίζεται εντόνως για την προσέλκυση νέων από το ΜέΡΑ25, αν και όπως φαίνεται δεν έχει πολλά περιθώρια αντίδρασης. Οσον αφορά την κάθοδο του κόμματος Κασιδιάρη στις εκλογές της 21ης Μαΐου, αυτή θα κριθεί στις 5 Μαΐου από τον Αρειο Πάγο και μόνο εφόσον επιβεβαιωθεί η απαγόρευση οι δημοσκόποι θα έχουν σαφέστερη εικόνα της συμπεριφοράς των ψηφοφόρων του.

Οπως και να έχει, κοινή είναι η πεποίθηση ότι η πρώτη κάλπη φαντάζει προσώρας τραυματική για τα τρία μεγαλύτερα κόμματα. Πολλά θα κριθούν στη διάρκεια των τελευταίων τριάντα προεκλογικών ημερών. Ωστόσο οι τρέχουσες τάσεις δεν φαίνεται να μπορούν να αλλάξουν δραματικά. Οπότε όπως όλα δείχνουν θα οδεύσουμε προς τη δεύτερη κάλπη με αβεβαιότητες μεγάλες.