Η χαραυγή του 21ου αιώνα συνέπεσε με μια νέα ιστορική περίοδο για την Ελλάδα. Η ένταξή μας στη ζώνη του ευρώ, η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, τα μεγάλα έργα στο κέντρο και την περιφέρεια καθώς και η προετοιμασία για την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στη χώρα μας το 2004, δημιούργησαν μια αίσθηση ανέφελου όσο και απαιτητικού μέλλοντος.
Το ΠαΣοΚ, έχοντας ήδη πολλά χρόνια στην κυβέρνηση, έδινε την αίσθηση κουρασμένου κόμματος – αίσθηση που συνοδευόταν και από μια διάχυτη οσμή σκανδάλων. Ετσι, η ΝΔ, που ιστορικά διεκδικούσε τον ρόλο του πιο σταθερού πυλώνα του κομματικού μας συστήματος, φάνηκε ήδη από το 2000 ότι βρισκόταν στα πρόθυρα της εξουσίας και πως ήταν ζήτημα χρόνου να την καταλάβει. Πράγματι, τον Μάρτιο του 2004 η ΝΔ του Κ. Καραμανλή κέρδιζε τις εκλογές με 45,4%.
Η λήξη της θητείας της κυβέρνησης Καραμανλή συνέπεσε όμως όχι μόνο με μια νέα κυβερνητική εναλλαγή αλλά και με τη χρεοκοπία της χώρας και την είσοδο στη μεγάλη περιπέτεια της κρίσης. Παρότι το ΠαΣοΚ ήταν αυτό που υπέστη κυρίως τα επίχειρα της δημοσιονομικής κατάρρευσης, η ΝΔ έγινε επίσης μέρος της οξείας κρίσης του κομματικού συστήματος.
Στις εκλογές του Μαΐου 2012 έπεσε εκλογικά στο ιστορικό χαμηλό του 18,9%, αν και διασώθηκε στις δεύτερες εκλογές εκείνου του «διπλού εκλογικού σεισμού», όπως έχει αποκληθεί, και τέθηκε επικεφαλής της τρικομματικής (και αργότερα δικομματικής) κυβέρνησης υπό τον Α. Σαμαρά. Μετά τη διακυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα, η ΝΔ με ανανεωμένο πολιτικό πρόσωπο υπό τον Κ. Μητσοτάκη ανέλαβε εκ νέου τα ηνία της χώρας, με το 39,9% στις εκλογές του Ιουλίου 2019, υποσχόμενη μια επάνοδο στην «κανονικότητα».
Αν δούμε αυτή την περίοδο από μια μεγαλύτερη απόσταση, μπορούμε να διαπιστώσουμε το εξής. Ενώ η περίοδος της Μεταπολίτευσης του 20ού αιώνα σχηματικά ανήκε στο ΠαΣοΚ, καθώς από τα 30 χρόνια μεταξύ 1974-2004 κυβερνούσε τα 19, η Μεταπολίτευση του 21ου αιώνα ανήκει στη ΝΔ, αφού βρίσκεται στην κυβέρνηση τα 14 από τα 21 χρόνια έως σήμερα.

Σε αυτή την εκλογική και κυβερνητική επιτυχία της ΝΔ τον 21ο αιώνα μπορούμε να παρατηρήσουμε συνέχειες και ασυνέχειες, σταθερές και αλλαγές. Αυτό που παραπέμπει σε μία βασική σταθερά είναι η κεντρική στρατηγική επιλογή, που αφορά μια μετατόπιση εγγύτερα στο Κέντρο του πολιτικού φάσματος. Με παραλλαγές, αυτή η στρατηγική υπηρετήθηκε τόσο το 2004 όσο και το 2019.
Ο Κ. Καραμανλής εφάρμοσε σε πρώτη φάση τη στρατηγική του λεγόμενου «μεσαίου χώρου», που σήμαινε το repositioning της ΝΔ σε έναν μετριοπαθή πολιτικά και κοινωνικά (και κρίσιμο εκλογικά) χώρο, στο Κέντρο και προς τα δεξιά. Ηταν μια ελληνική εκδοχή της στρατηγικής της «τριγωνοποίησης» που είχε εφαρμόσει ο Μπιλ Κλίντον στις ΗΠΑ, επιχειρώντας να τοποθετηθεί όχι απλώς στο πεδίο που όριζαν τα δύο μεγάλα κόμματα του αμερικανικού δικομματισμού αλλά σε μια τρίτη θέση, πάνω και πέρα από αυτά.
Την τριγωνοποίηση έχει επικαλεστεί και ο Κ. Μητσοτάκης, στο πλαίσιο της δικής του στρατηγικής για την επάνοδο στην «κανονικότητα» μετά τα οξυμμένα πάθη της δεκαετίας της κρίσης. Η ΝΔ του 2019 απευθύνθηκε πρωτίστως στη μεσαία τάξη, στους λογικούς και μετριοπαθείς πολίτες, στο «κεντρώο» πνεύμα που επιθυμούσε την ειρήνευση και τη σταθεροποίηση. Στρατηγική αντικειμενικά επιτυχημένη και ταυτόχρονα πολυσυλλεκτική.
Η μετατόπιση προς το Κέντρο επιβεβαιώνεται και από τα διαθέσιμα στοιχεία. Αν συγκρίνουμε τις τελευταίες προεκλογικές μας έρευνες αντίστοιχα του 2004 και του 2019, βλέπουμε ότι η πρόθεση ψήφου στη ΝΔ του Κ. Μητσοτάκη είναι σαφώς μετατοπισμένη προς το Κέντρο σε σχέση με τη ΝΔ του Κ. Καραμανλή. Το 2004 η πρόθεση ψήφου στη ΝΔ ήταν 22,5% σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως κεντρώοι, ενώ το 2019 ανερχόταν σε 32,5%, δηλαδή 10 μονάδες περισσότερο. Αντίστροφα, στους δεξιούς η πρόθεση ψήφου ήταν 90,9% το 2004 για να μειωθεί σαφώς σε 67,1% το 2019. Η μετακίνηση προς ένα πιο κεντρώο πολιτικό ακροατήριο για τη ΝΔ του 2019 σήμαινε ταυτόχρονα ότι άφηνε και περισσότερο ακάλυπτο χώρο στα δεξιά της – αρκεί να σκεφτεί κανείς πόσα κομματικά σχήματα εμφανίστηκαν εκ δεξιών της ΝΔ στην περίοδο της κρίσης, αλλά και σήμερα ακόμη, ενώ στην καραμανλική περίοδο υπήρχε κατά βάση το ΛΑΟΣ.

Εντοπίζεται όμως και μία ακόμη σημαντική αλλαγή, δημογραφικού τύπου αυτή τη φορά. Οπως ξέρουμε, το εκλογικό σώμα στην Ελλάδα «γερνάει», καθώς οι νεότερες γενιές προσέρχονται με όλο και μεγαλύτερη δυσκολία στην κάλπη. Το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με το ακροατήριο της ΝΔ.
Το 2004 η πρόθεση ψήφου στη ΝΔ πριν από τις εκλογές παρουσίαζε μια σημαντική ηλικιακή ομοιογένεια, που κινούνταν από 36,2% στις ηλικίες 17-24 ετών μέχρι 47,6% στις ηλικίες 55-64, δηλαδή σε ένα εύρος περί τις 10 μονάδες. Το 2019, οι αποστάσεις γίνονται χάσμα: 20,6% στους 17-24 αλλά 45,4% στους 65+, όπου και το ισχυρότερο ποσοστό για τη ΝΔ. Η κεντρώα μετατόπιση της ΝΔ συμβαδίζει, λοιπόν, με ένα δημογραφικό προφίλ που προσιδιάζει σε εκείνο της χώρας: αδυναμία στις νεότερες ηλικίες και υπερεκπροσώπηση στις (αρκετά) μεγαλύτερες, που όμως είναι και εκείνες που εν τέλει ψηφίζουν.
Πολιτική και κυβερνητική κυριαρχία, μετατόπιση στο Κέντρο αλλά και δημογραφική απίσχνανση: αυτά είναι ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της ΝΔ του 21ου αιώνα. Απόδειξη, ίσως, του πραγματισμού και της ικανότητας προσαρμογής της μίας από τις βασικές κομματικές παρατάξεις που καθόρισαν και συνεχίζουν να καθορίζουν τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Και ταυτόχρονα μια σημαντική πρόκληση για το μέλλον.
Ο κύριος Στράτος Φαναράς είναι πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Metron Analysis SA.
Ο κύριο Γιάννης Μπαλαμπανίδης είναι πολιτικός αναλυτής, επικεφαλής πολιτικής και κοινωνικής έρευνας Metron Analysis.






