Η λέξη «μπαλαφάρα», διαβάζω, προέρχεται από έναν παλιό μπουλουξή, τον Μπαλαφάρα. Ομολογώ πως εξεπλάγην με αυτή την εκδοχή, μια και τόσα χρόνια πίστευα ότι είναι δώρο του Μυριβήλη στη σύγχρονη αργκό μας. Τέλος πάντων, κρατήστε και τα δύο κι ας είναι άχρηστες πληροφορίες. Πάντα σκέφτομαι ότι με κάτι τέτοια μπορεί κανείς να κερδίσει πολλά λεφτά σε κάποιο τηλεπαιχνίδι γνώσεων μια μέρα. Ποτέ δεν ξέρεις…

Τον όρο τον γκούγκλαρα, παρακολουθώντας τη συζήτηση εντός και εκτός Βουλής στο πλαίσιο της πρότασης δυσπιστίας.

Μπαλαφάρες λοιπόν.

Από την έμπνευση του υπουργού Δικαιοσύνης να πει πως όποιος μιλά για μπαζώματα είναι για τα μπάζα (αλήθεια, πώς το λες αυτό όταν ξέρεις πως αφορά και χαροκαμένους ανθρώπους;), ως τους διεθνείς παρατηρητές του Κασσελάκη που νομίζει πως ζούμε στο βασίλειο της Ουαντίγια από τον Δικτάτορα του Μπόρατ και τα θεατράλε «δρώμενα» της κ. Κωνσταντοπούλου που μας ταξίδεψε στο 2015.

Η επιεικής εκδοχή είναι η έλλειψη ενσυναίσθησης στην πρώτη περίπτωση και επίγνωσης στη δεύτερη. (Για την κυρία Κωνσταντοπούλου τα λόγια περισσεύουν.)

Η κάπως πιο υποψιασμένη ερμηνεία όμως είναι πολύ χειρότερη: Είναι καιρός τώρα που αντί να τροφοδοτεί παρεμπιπτόντως ο δημόσιος διάλογος τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η διεργασία είναι η αντίστροφη. Ο δημόσιος διάλογος «διανθίζεται» συνειδητά και προσχεδιασμένα με κορόνες και μαργαριτάρια ώστε να ενδιαφερθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μόνη έγνοια πώς θα γίνουμε viral. Η ουσία θυσιάζεται στον βωμό του ψηφιακού εντυπωσιασμού.

Εκεί το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί με ατάκες, μορφασμούς και νόστιμα γραφικά όπως αυτή η κατακόκκινη σφραγίδα «fake news» που ανήρτησαν αρκετοί υπουργοί και βουλευτές της ΝΔ πάνω από το επίμαχο δημοσίευμα του «Βήματος». Στα προφίλ τους λοιπόν ο κόσμος έβλεπε «fake news». Ακούγοντας συνεντεύξεις τους όμως ουδείς κατάφερε να αντικρούσει την αδιαμφισβήτητη αλήθεια του ρεπορτάζ. Ούτε και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός που στη Βουλή μίλησε όχι για fake αλλά για «παραπλανητικό δημοσίευμα».

Στο μεταξύ, ούτε ένας δεν βρέθηκε να εξηγήσει γιατί δεν ερεύνησε κανένας ποιος έκανε το μοντάζ που όπως λένε είναι γνωστό εδώ κι έναν χρόνο. Αλλά και σήμερα, ουδείς ζητεί διαλεύκανση, προσθέτοντας έτσι ένα νέο κεφάλαιο στην εμπεδωμένη πεποίθηση της κοινής γνώμης περί συγκάλυψης. Και εύλογα διερωτάται κανείς πώς είναι δυνατόν εκείνοι που σε όλα απαντούν 41%, να κλείνουν τα αφτιά  στο 77% (Alco), το 76% (qed) ή το 88% (Metron Analysis) που τους χρεώνει από αναποτελεσματικότητα έως συγκάλυψη;