8η Μαΐου 2010. Ημέρα προσχώρησης στην πρώτη μνημονιακή δανειακή συμφωνία και ένα ορόσημο της μετά το 1974 ελληνικής ιστορίας. Η ιστορική περιοδολόγηση ενδέχεται να καθορίσει τη χρονική αυτή στιγμή ως το σημείο μετάβασης από τη Μεταπολίτευση σε μια νέα φάση, αυτήν της (ενισχυμένης ή μη εξωτερικής) Εποπτείας.

Από την πρώιμη μνημονιακή περίοδο έως σήμερα πληθώρα παραγόντων συντείνουν στη διόγκωση του χρέους έναντι χρηματοπιστωτικών οργανισμών, ασφαλιστικών ταμείων και φορολογικών αρχών: απίσχναση εισοδημάτων μισθωτών και συνταξιούχων, καχεξία επιχειρήσεων ένεκα της πανδημικής αποστασιοποίησης, εκτίναξη του κόστους ενέργειας και αγαθών με αφορμή περιφερειακές συρράξεις, απαξίωση ιδιοκτησιών λόγω φυσικών καταστροφών, αύξηση της ανελαστικής οικιστικής δαπάνης και επιτοκιακή επιβάρυνση των πιστώσεων.

Οταν ο Σκώτος φιλόσοφος του 19ου αιώνα Thomas Carlyle απέδιδε στο χρέος το χαρακτηριστικό του απύθμενου («debt is a bottomless sea»), πραγματευόταν τις κοινωνικοοικονομικές δυστοπίες της εποχής του και δεν φανταζόταν τις τρέχουσες συνθήκες, που ως Λερναία Υδρα δρουν σωρευτικώς: 256 δισεκατομμύρια ευρώ ιδιωτικό χρέος, μοιρασμένο σε τράπεζες και κράτος, προσεγγίζοντας ταχέως το ιλιγγιώδες – αν και ρυθμισμένο με σταθερό επιτόκιο – δημόσιο χρέος.

Ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος έχει προειδοποιήσει για τους κινδύνους για τη συστημική σταθερότητα, που εγκυμονεί η μη θαρραλέα αντιμετώπιση του φαινομένου. Αλλωστε, με πρωτοβουλία της κεντρικής τράπεζας, εισήχθησαν κανόνες διευθέτησης (Κώδικας Δεοντολογίας Τραπεζών) και διαχείρισης του χρέους οφειλετών και εγγυητών (Πλαίσιο λειτουργίας servicers), πριν η ΕΕ λανσάρει ομοιόμορφο ενωσιακό δίκαιο.

Εντούτοις, η εποπτική πρωτοβουλία δεν είναι ex officio αρκετή, εάν δεν υπάρξει νομοθετική παρέμβαση στους παράγοντες που επιδρούν στο αναξιόχρεο. Εύστοχες κρίνονται η επιβολή στους δανειστές υποχρεώσεων πληροφόρησης, το άνοιγμα του εξωδικαστικού μηχανισμού με ευνοϊκότερες ρυθμίσεις και η απαγκίστρωση της αγοράς ακινήτων από την ξενική βουλιμία μέσω Golden Visa, αλλά απαιτούνται ριζοσπαστικότερες τομές.

Εν προκειμένω, η άμεση ενεργοποίηση του sale and lease back και από τους διαχειριστές πιστώσεων θα διασφάλιζε ένα minimum στεγαστικής ασφάλειας, ενόσω η προστασία της κύριας κατοικίας ατονεί. Η προσφορά προς ενοικίαση των αναξιοποίητων εκπλειστηριασθέντων ακινήτων ίσως έδινε πνοή στην ασφυκτιούσα οικιστική αγορά. Η άμβλυνση των στενών κριτηρίων υπαγωγής στους ευαλώτους θα ανακούφιζε πρόσθετες κατηγορίες συναλλασσομένων. Ο έλεγχος της αντιανταγωνιστικής συγκέντρωσης στη σχετική αγορά των «κόκκινων δανείων» θα διευκόλυνε την αποτελεσματικότερη προσέγγιση των οφειλετών. Η υποχρέωση αναχρηματοδότησης υγιών επιχειρήσεων θα διαμόρφωνε ένα περιβάλλον πραγματικών επενδυτών, σε αντιδιαστολή με τη δραστηριοποίηση των distress funds (αναστοχαζόμενοι εδώ την παπανδρεϊκή ρήση περί ραντιέρηδων). Ομοίως, η αφαίρεση του προνομίου διαχείρισης των εγγυημένων από το Δημόσιο δανείων (πρόγραμμα «Ηρακλής»), σε περίπτωση μη επίτευξης στόχων, θα λειτουργούσε ευεργετικά.

Πρόκειται για πολυσύνθετη άσκηση, όπου απαιτείται η σύμπραξη πολιτείας, αγοράς και κοινωνίας με γνώμονα την εξυπηρέτηση του συμφέροντος της ολότητας. Είναι από τις ελάχιστες φορές που οι κλισέ εκφράσεις έχουν την αξία τους: εδώ πράγματι χρειάζεται εθνική πανστρατιά.

Ο κ. Δημήτριος Κ. Ρούσσης είναι επίκουρος καθηγητής Νομικής Σχολής ΑΠΘ, δικηγόρος.