Με το πολιτικό ενδιαφέρον της ΔΕΘ και των καθιερωμένων εξαγγελιών της να εξαντλείται οσονούπω, επικαλυπτόμενο από τις έγνοιες μιας αμετάβλητα δύσκολης καθημερινότητας των πολιτών, ιδιαίτερη αυτή τη φορά βαρύτητα για τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης θα αποκτήσουν τα αναμενόμενα, πλην όμως απρόβλεπτα γεγονότα τής εν εξελίξει ευρισκόμενης κοσμογονικής μετάβασης στην «εποχή των αρπακτικών» και των χαοτικών γεωπολιτικών ανακατατάξεων.

Μπορεί να μην αποτελούν άμεσα μέρος της ατζέντας του εγχώριου κομματικού ανταγωνισμού, λειτουργούν, όμως, υποσυνείδητα ως κρίσιμοι παράγοντες επηρεασμού της κοινωνικής ψυχολογίας ενεργοποιώντας κατά κανόνα τα συντηρητικά αντανακλαστικά μιας μάλλον ανασφαλούς και σίγουρα όχι αισιόδοξης κοινωνίας.00 Κατά τα άλλα, μόνο δευτερεύουσας σημασίας μπορεί να είναι η άμεση αποτίμηση των αποτυπωμάτων που άφησαν οι φετινές παρουσίες του Πρωθυπουργού και λοιπών πολιτικών αρχηγών στη συμπρωτεύουσα.

Οπως άλλωστε διδάσκει η ιστορική εμπειρία και αναμενόταν από τους μη έχοντες παραταξιακές παρωπίδες ή επικοινωνιακές αυταπάτες αναλυτές, ουδεμία συνταρακτική μεταβολή παράχθηκε ή θα μπορούσε να παραχθεί από το περιεχόμενο των λόγων και των μηνυμάτων τους. Πολύ δε λιγότερο όταν στις ημέρες μας έχουν ελαχιστοποιηθεί αυτοί που τους ακούν και είναι ακόμη λιγότεροι αυτοί που τους λαμβάνουν υπόψη τους.

Εδώ εξάλλου έγκειται και το μεγάλο πρόβλημα του βαρέως πάσχοντος από οξεία κρίση αντιπροσωπευτικότητας κομματικού μας συστήματος.

Και ναι μεν ο Πρωθυπουργός στόχευσε μετ’ επιτάσεως, αλλά αμφίβολης επιτυχίας, τα δυο κρίσιμα για την εκλογική του απήχηση κοινά, που είναι αφενός οι νεότεροι ψηφοφόροι, αφετέρου μια νεφελώδους υποστάσεως μεσαία τάξη, δεν είναι ωστόσο καθόλου σίγουρο τι αμφότερα θα συγκρατήσουν στο διάβα τού πολιτικά ωφέλιμου χρόνου. Μένει δε κυρίως να φανεί πόσο χρήσιμα θα αποδειχθούν τα όσα συγκρατήσουν στον προσδιορισμό των εκλογικών τους προτιμήσεων. Οπως μένει να φανεί αν θα συμβάλουν στη γεφύρωση του χάσματος που προσώρας χωρίζει την κυβερνώσα παράταξη από την αυτοδυναμία και τη μονοκομματική διακυβέρνηση που επιδιώκει και πάλι.

Το βέβαιο πάντως είναι ότι κατά τα φαινόμενα και τις πρώτες δημοσκοπικές ενδείξεις η κυβέρνηση έχει περάσει μάλλον κάτω από τον πήχη των υπερπροσδοκιών που καλλιέργησε για την πολιτική δραστικότητα των μέτρων που θα ανακοίνωνε. Πολλώ δε μάλλον που έχοντας διαβεί το σημείο καμπής της μέσης του εκλογικού κύκλου, καλείτο πριν περάσει το σημείο μη επιστροφής να πραγματοποιήσει τον άθλο της αναστροφής εν κινήσει των αρνητικών τάσεων του εκλογικού σώματος, ανακόπτοντας τη δυναμική της αποδρομής που ούτως ή άλλως εμπεριέχεται στην κατάρα της δεύτερης τετραετίας.

Εν προκειμένω μάλιστα η δυναμική αυτή ενισχύθηκε από την αλαζονεία, τη σκανδαλώδη πελατοκρατεία και την απωθητική μεροληψία ενός κλειστού και ενίοτε δυσώδους συστήματος εξουσίας που δύσκολα θα στεκόταν σε οποιαδήποτε ευνομούμενη χώρα της Δύσης.

Δύο είναι κυρίως τα λάθη, η διόρθωση των οποίων θα δυσκολεύει εφεξής όλο και περισσότερο το κυβερνητικό επιτελείο: Το πρώτο είναι η ψευδαίσθηση ότι οι επιδόσεις της οικονομίας μπορεί να αποκτήσουν πολιτικά θαυματουργές ιδιότητες σε μια εποχή της οποίας το πρόβλημα είναι η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η κατάρρευση της κοινωνικής εμπιστοσύνης. Το δεύτερο είναι απότοκο της διαδεδομένης, αν και απατηλής, θεωρίας σύμφωνα με την οποία όσο υπάρχει έλλειψη κυβερνησιμότητας στην αντιπολίτευση τόσο θα διαιωνίζεται και η πολιτική κυριαρχία της σημερινής κυβέρνησης.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι αυτό θα ισχύσει σε τρεις και μόνο περιπτώσεις:

α) Να υιοθετήσει το εκλογικό σώμα το δίλημμα της διακυβέρνησης, πράγμα που δεν είναι πλέον καθόλου αυτονόητο.

β) Να εξακολουθήσει η αντιπολίτευση να κατακερματίζεται αντί να ανασυντίθεται καταθέτοντας προσφορές ικανές να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις μιας νέου τύπου πολιτικής ζήτησης – όπως και αυτή που υποδηλώνει η κινητικότητα των πολιτών εκτός του πλαισίου των συστημικών κομμάτων.

γ) Να αποδειχθεί ότι το λογισμικό των εκλογικών συμπεριφορών έχει πια μεταλλαχθεί σε ακραίο βαθμό.

Εξ ου και το πειραματικό ενδιαφέρον που θα έχουν εκτός των άλλων οι εξελίξεις.

Ο κύριος Γιώργος Σεφερτζής είναι πολιτικός επιστήμονας και επικοινωνιολόγος.