Οσο εθισμένος και να είναι κανείς με την ελληνική πολιτική ζωή, δεν παύει να εκπλήσσεται – τουλάχιστον σε μένα αυτό συμβαίνει – από το θλιβερό επίπεδο της προεκλογικής εκστρατείας, από την αδυναμία των κομμάτων, κυρίως δε της αντιπολίτευσης, να αρθρώσουν έναν πολιτικά συγκροτημένο ρόλο που να μας παρουσιάζει την άποψή τους για το μέλλον της χώρας και να μας εξηγούν τους λόγους για τους οποίους θα πρέπει να ψηφίσουμε κάποιο από αυτά.

Ακόμη χειρότερα, τα κόμματα θεωρούν ότι τα πάντα στο πολιτικό σύστημα της χώρας βαίνουν καλώς και αυτό προκύπτει από την αδυναμία τους ή την έλλειψη βούλησης να κάνουν προτάσεις για τη βελτίωσή του, για να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες που αυτά εντοπίζουν και να το κάνουν πιο λειτουργικό για τους πολίτες. Κάποιες αποσπασματικές αναφορές στους νέους ψηφοφόρους δεν υποκρύπτουν παρά υποκρισία καθώς δεν εγγίζουν τα ουσιώδη προβλήματα που οδηγούν στην πολιτική περιθωριοποίηση αυτής της ομάδας.

Με διαφορετικά λόγια, είναι προφανές ότι όλες οι αδυναμίες του πολιτικού συστήματος δεν τους λένε απολύτως τίποτα, όπως τίποτα δεν τους λέει το γεγονός ότι στην ιεράρχηση της εμπιστοσύνης που τρέφουν οι πολίτες για τους θεσμούς τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται στην τελευταία θέση με το άθλιο ποσοστό του 16,5%. Αλλωστε το γεγονός ότι σχεδόν ένας στους δύο εγγεγραμμένους στους εκλογικούς καταλόγους δεν θα ψηφίσει δείχνει την απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται η εκλογική διαδικασία και τα πολιτικά κόμματα από τους δυνητικούς ψηφοφόρους.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις στοιχειώδεις παρατηρήσεις τότε το συμπέρασμα είναι ότι τα πολιτικά κόμματα – έστω και με διαφορετική διαβάθμιση – ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τη νομή της εξουσίας και όχι για το μέλλον της χώρας.

Ο πρωθυπουργός υποσχέθηκε ότι κατά τη διάρκεια των εργασιών της επόμενης Βουλής, για την ακρίβεια, θα προσέθετα, μόλις περάσουν πέντε χρόνια από την τελευταία αναθεώρηση του Συντάγματος θα προχωρήσει στην έναρξη της διαδικασίας για νέα αναθεώρηση.

Εάν τώρα η αναθεώρηση αυτή αφορά μόνο το άρθρο 16, νομίζω ότι δεν αξίζει τον κόπο να χάσει τον χρόνο του. Το πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης δεν θα λυθεί με τη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Ενδεχομένως να μην αντιπροσωπεύω τίποτε περισσότερο από τον εαυτό μου, αλλά ως πολίτης αυτής της χώρας προσδοκώ μεταρρυθμίσεις που θα αλλάξουν προς το καλύτερο τη φυσιογνωμία της δημοκρατίας μας και που θα πείσουν τους πολίτες ότι το πολιτικό σύστημα υπάρχει για να αντιμετωπίσει τα προβλήματά τους. Και ακόμη για να μας πείσει ότι υπάρχει μία εξυγιαντική δυναμική στην πολιτική ζωή μας: πότε επιτέλους θα ελεγχθούν με αυστηρότητα τα οικονομικά των κομμάτων, πότε θα δούμε δημοσιευμένο έναν ισολογισμό και έλεγχο από ορκωτούς λογιστές.

Ο απολογισμός σε όλους τους τομείς, φυσικά δε και στην οικονομική διαχείριση, είναι θεμελιώδες στοιχείο της δημοκρατίας και όσο δεν γίνεται κάτι τέτοιο ο πολίτης έχει δικαίωμα να σκέφτεται ό,τι θέλει και να μη δείχνει καμία εμπιστοσύνη στα κόμματα.

Ο πρωθυπουργός θα πρέπει να προχωρήσει σε δυναμικές προσπάθειες μεταρρύθμισης γιατί ο τόπος με το τρέχον πολιτικό σύστημα αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του και το μέλλον, που παρά τα όσα λέγονται χωρίς καμία συναίσθηση της πραγματικότητας, θα είναι δύσκολο και σκληρό για όσες χώρες δεν έχουν λάβει τα μέτρα τους.

Θα πρέπει επιτέλους η Ελλάδα να πάψει να ζει με βάση την πορεία του εκλογικού κύκλου και να επιδιώξει να μετασχηματιστεί σε αυτό που κάθε σώφρων άνθρωπος προσδοκά: σε ένα κράτος που σέβεται τους πολίτες του και συμπαρίσταται στις ομάδες εκείνες που πραγματικά έχουν ανάγκη βοήθειας.

Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.