Στις 25 Νοεμβρίου 2022 η Εστέρ Ντιφλό, νομπελίστρια Οικονομίας για το 2019 και τακτική καθηγήτρια του Πανεπιστημίου ΜΙΤ της Μασαχουσέτης, έδωσε την εισαγωγική της διάλεξη για το χειμερινό εξάμηνο στο Κολέγιο της Γαλλίας. Εν μέσω πληθωρισμού, ενεργειακής κρίσης και αναμενόμενης ύφεσης επέλεξε να επισκεφθεί έναν παλιότερο τόπο της σκέψης της: οι οικονομολόγοι δεν πρέπει να θεωρούνται αμιγείς επιστήμονες, είναι ωφέλιμο να αυτοπροσδιορίζονται ως τεχνικοί, μηχανικοί – ακόμη και υδραυλικοί. Κατά την Ντιφλό οι ομόλογοί της, επιρρεπείς στη μοντελοποίηση των δεδομένων, τείνουν να απλοποιούν την πραγματικότητα προκειμένου να ανακαλύψουν την εσωτερική της λογική. Σε μια τέτοια προσέγγιση οι λεπτομέρειες εκλαμβάνονται συχνά ως περισπασμοί. Το ίδιο όμως συμβαίνει και όταν καλούνται από κοινού με πολιτικούς και γραφειοκράτες να συνομολογήσουν την τεχνική πλευρά της οικονομικής πολιτικής – εκεί μετρούν οι αφηρημένες στοχεύσεις, οι γενικές κατευθύνσεις, τα ανθρώπινα μέτρα παραβλέπονται. Ως αποτέλεσμα, οι πολιτικοί εκπονούν τελικά προγράμματα που κυριαρχούνται από την ιδεολογία, την άγνοια και την αδράνεια: «Βασίζονται στην ιδεολογία της εποχής (ή τη δική τους), στην άγνοια των λεπτομερειών και από τη στιγμή που θα εφαρμοστούν, δεν καταργούνται».

Παρόμοιες ενστάσεις για τις προτεραιότητες της σύγχρονης οικονομικής επιστήμης έχουν εκφραστεί από διάφορες πλευρές στο παρελθόν. Η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου της Μασαχουσέτης στη Βοστώνη Τζούλι Νέλσον, για παράδειγμα, στο βιβλίο της Οικονομικά με ανθρώπινο πρόσωπο (εκδ. Κριτική, 2009) παρατηρούσε ότι η κυρίαρχη σήμερα νεοκλασική σχολή υιοθετεί την ιδέα ότι υπάρχει ένας οικονομικός κόσμος που διέπεται από τους νόμους της οικονομίας όπως ο φυσικός κόσμος διέπεται από τους νόμους της νευτώνειας φυσικής. Για τη Νέλσον η μηχανιστική αυτή αντίληψη που ανάγεται στον Ανταμ Σμιθ αγνοεί τον άνθρωπο ως υποκείμενο των οικονομικών τα οποία οφείλουν να επανεπινοηθούν ως κοινωνική επιστήμη.

Η Ντιφλό, με τη σειρά της, υποστηρίζει ότι οι οικονομολόγοι θα πρέπει να στραφούν στην επίλυση καθημερινών προβλημάτων. Περιγράφει τη δική της εμπειρία ως «υδραυλικού οικονομολόγου» στην περίπτωση μιας πρωτοβουλίας της κυβέρνησης του Μαρόκου η οποία επιχείρησε να αναβαθμίσει την πρόσβαση των φτωχότερων οικογενειών της Ταγγέρης στο νερό. Αν και η όλη διαδικασία είχε ελάχιστο κόστος, η ζήτηση υπήρξε εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς ήταν τόσο πολύπλοκη ώστε οι κάτοικοι παραιτούνταν. Η πρότασή της για τη δημιουργία μιας ομάδας που θα διευκόλυνε τους δικαιούχους με κατ’ οίκον επισκέψεις για τη βεβαίωση των δικαιολογητικών υλοποιήθηκε, και το ποσοστό συμμετοχής αυξήθηκε από το 10% στο 69%.

Παρόμοιες πραγματιστικές λύσεις είναι αναγκαίες κατά την Ντιφλό προκειμένου η επιστήμη της οικονομίας να ξεφύγει από τη μηχανιστική αντίληψη της αποστολής της και να λάβει αληθινά ουμανιστικό χαρακτήρα. Οπωσδήποτε, η τολμηρή αυτή θέση λίγο ταιριάζει με την επικρατούσα εικόνα του οικονομολόγου ως μετρητή μυστηριακών μεγεθών ή προφήτη των τάσεων της αγοράς. Σε μια εποχή όμως έντονων αναταράξεων και επιστροφής δαιμόνων από προγενέστερες φάσεις της σύγχρονης Ιστορίας το αίτημα για μια στροφή προς το συγκεκριμένο, για μια οικονομία όπου εκτός από τους αριθμούς θα ευημερούν και οι άνθρωποι, φαντάζει ιδιαίτερα απτό. Το ερώτημα που προκύπτει, αν προεκτείνει κανείς την προβληματική της Εστέρ Ντιφλό, υπερβαίνει τα όρια της εστίασης στα ζητήματα της καθημερινότητας: είναι εφικτή άραγε σήμερα μια οικονομική πολιτική χωρίς εμμονές, είναι εφικτή η αναμόρφωση της οικονομικής επιστήμης;

Το Βήμα / Νέες Εποχές