Τι ξέρουμε για τη γενιά της Σταυρούπολης; Είναι κάτι περισσότερο από μια πενταετία που στον χώρο της νεανικής υποκουλτούρας κυκλοφορεί ο όρος «Νίπστερ», για να περιγράψει τον συγκερασμό της κουλτούρας του χίπστερ με την ιδεολογία του νεοναζισμού. Αναφέρεται σε μια νέα μορφή Ακροδεξιάς που κερδίζει έδαφος στην Ευρώπη, σε μια Ακροδεξιά με διαφορετικό φαινότυπο, χωρίς ξυρισμένα κεφάλια, μαύρες μπλούζες, στολές παραλλαγής και ναζιστικά συνθήματα. Είναι νέοι της εποχής τους, που μιλούν για την παγκοσμιοποίηση, τον φεμινισμό, τα δικαιώματα, την ετεροκανονικότητα, την αγάπη για την πατρίδα, τη φτώχεια, την αλληλεγγύη, τη σημασία της συλλογικότητας. Εμφανίζονται ως πρεσβευτές του καινούργιου, μακριά από αγκυλώσεις του παρελθόντος και των τραυμάτων του. Ακούνε χιπ χοπ, έχουν έντονη παρουσία στα κοινωνικά δίκτυα, πολλοί από αυτούς ως influencers. Νέοι, καλογυαλισμένοι, με σύγχρονο λόγο και εμφάνιση, έχουν καταφέρει να διευρύνουν σημαντικά το ακροατήριό τους – αν όχι τις επιρροές τους. Το κλίμα περιγράφει πολύ καλά η ταινία «Je suis Karl» του Christian Schwochow, που προβάλλεται τούτες τις μέρες στην πλατφόρμα του Νέτφλιξ. Υπάρχει μάλιστα μια χαρακτηριστική σκηνή όπου σε ένα συνέδριο της οργάνωσης «Re/Generation. We are the new Europe», ακροδεξιάς οργάνωσης που ωστόσο κρατά μάλλον καλυμμένο τον χαρακτήρα της, ένας από τους συμμετέχοντες φωνάζει ένα ναζιστικό σύνθημα, για να αποδοκιμαστεί αμέσως από τους διοργανωτές, που διακηρύσσουν ότι εστιάζουν στη νέα γενιά και το μέλλον, και όχι στο παρελθόν, με το οποίο δεν σχετίζονται.
Στα δικά μας παρόμοιοι ψίθυροι υπήρχαν, ιδιαίτερα από όταν άρχισε να αποκτά δύναμη η Χρυσή Αυγή. Οι πρώτες δυσαρέσκειες έφεραν τη συζήτηση για τη «σοβαρή Χρυσή Αυγή», ενώ το έδαφος για τον χρυσαυγιτισμό είχε καλλιεργηθεί από αρκετά κανάλια που διέφευγαν της προσοχής μας. Οσο εστιάζαμε, και δικαίως, στα πογκρόμ εναντίον των μεταναστών, στα τρόφιμα μόνο για Ελληνες και στις ναζιστικές φιέστες του κόμματος, στο ελληνικό διαδίκτυο στρωνόταν ο δρόμος για την κανονικοποίηση της ακροδεξιάς ιδεολογίας και αισθητικής. Εκεί το παιχνίδι παιζόταν στο πεδίο των πολιτισμικών ταυτοτήτων, σε δύο επίπεδα: από τη μία με το να παρουσιάζεται η Αριστερά (και ιδιαίτερα η νέα Αριστερά) ως καρικατούρα και από την άλλη με το να χτίζεται ένα φιλικό πρόσωπο της Ακροδεξιάς, με το οποίο μπορούσαν να ταυτιστούν οι νέοι χωρίς ενοχές και ταμπού. Αλλωστε, κανείς δεν την αποκαλούσε Ακροδεξιά: στη χειρότερη περίπτωση ήταν ο χώρος του εθνικισμού και στην καλύτερη ενός φρεσκοσερβιρισμένου συντηρητισμού, που θα επανάφερε τα πράγματα στη «φυσική τους τάξη». Διαχεόταν η κουλτούρα της Ακροδεξιάς, χωρίς αναγκαστικά να ονομάζεται ως τέτοια. Μια ηχηρή παρέμβαση στο πεδίο του πολιτισμού, που απέκρυπτε τη σιωπηλή αλλά συστηματική παρέμβαση στο πεδίο του πολιτικού.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.