O επίλογος σε ένα προηγούμενο παράδειγμα που αποτελεί το μέτρο του παρόντος έναντι προτύπων δεν μπορεί πια να ικανοποιήσει. Στην περίπτωσή μας το πρότυπο είναι η κουλτούρα του μοντερνισμού με την οποία ταυτιζόμαστε τόσο εμφατικά όσο οι πρόγονοί μας με τη θρησκεία και το έθνος. Η συλλογική αυτή ταυτότητα δεν συνδέεται με ένα μέρος του κόσμου αλλά με τη νοσταλγία για μάχες και ουτοπίες όπου όλα τα μάτια εστίαζαν σε ένα ιδεώδες μέλλον. Η απώλεια μιας τέτοιας προοπτικής δεν σημαίνει ωστόσο το τέλος του μοντερνισμού, αλλά μάλλον το αδύνατο του τέλους του, εφόσον δεν διαθέτουμε εναλλακτική. Αυτός είναι ο λόγος που συμφωνώ με τον όρο «υπερνεωτερικότητα» (surmodernité, hypermodernity) όπως τον εισήγαγε ο γάλλος ανθρωπολόγος Μαρκ Οζέ προκειμένου να ορίσει τον παρόντα χρόνο. Η νεωτερικότητα έχει λάβει χίλιες μορφές και εμείς διαφωνούμε για το αν συνεχίζει να ζει δι’ αυτών ή αν έχει ήδη εγκαταλειφθεί.

Και η Ιστορία, όμως, αν και εδώ και καιρό (και για καλούς λόγους) έχει ανακηρυχθεί νεκρή, αρνείται να δεχθεί τη μοίρα της και, πανταχού παρούσα, συνεχίζει να μιλά με την απρόσκλητη φωνή της. Τέλος, οι κλασικές τέχνες, τις οποίες πολλές φορές έχουμε αφήσει πίσω μας οριστικά και με επισημότητα, υπάρχουν ακόμη πέραν πάσης προσδοκίας αντλώντας νέα δύναμη και ελευθερία ακριβώς από το γεγονός αυτό. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι ζούμε ακόμη με τις παλιές προκλήσεις και ευκαιρίες οι οποίες απασχολούσαν κάποτε τον «κλασικό» μοντερνισμό. Οποιαδήποτε ματιά σε αυτόν τον μοντερνισμό δεν μπορεί παρά να είναι αναδρομική, καθώς τονίζει με περισσότερη σαφήνεια από ποτέ τη διαφορετική συνθήκη και τη νέα πολιτισμική εμπειρία. Γι’ αυτό και η διαφωνία ως προς το αν το παρόν διατηρεί το παλιό προφίλ του αποκαλούμενου μοντερνισμού έχει από καιρό καταστεί περιττή. Βρισκόμαστε στη διαδικασία της επέκτασης της έννοιας του μοντερνισμού όπως ακριβώς συνέβαινε πάντοτε με την έννοια της τέχνης όποτε επιθυμούσαμε να συνεχίσουμε τη χρήση της.

Οι media arts (τέχνες των νέων μέσων), για παράδειγμα, αποτελούν αντίδραση στον κόσμο των media ο οποίος, ως γνωστόν, δεν υπήρχε την περίοδο του κλασικού μοντερνισμού. Τα media είναι εγγενώς παγκόσμια και κατά συνέπεια αναστέλλουν κάθε περιφερειακή και ατομική πολιτισμική εμπειρία. Αγγίζουν τους πάντες και προσαρμόζονται στα πάντα, γι’ αυτό και βασικός τους σκοπός έγινε η κατανάλωση πληροφορίας και ψυχαγωγίας με υψηλό επίπεδο τεχνολογίας και χαμηλό επίπεδο ιδεών. Η κοινότοπη έννοια της τέχνης δεν αρκεί πλέον για να αντεπεξέλθει στην κατάσταση αυτή. Είναι κοινό μυστικό ότι η Τέχνη με κεφαλαίο «Τ» έχει στο μεταξύ κατακερματιστεί σε ένα φάσμα αντιστασιακών φαινομένων που γίνονται δεκτά ως τέχνη εκ των προτέρων. Η ίδια η απώλεια ενός δεσμευτικού ορισμού της τέχνης μάς αποτρέπει από το να πάρουμε μια σαφώς καθορισμένη θέση έναντι των media arts. Το ζήτημα δεν είναι αν έχουν τη δυνατότητα να αποτελέσουν τέχνη αλλά αν οι καλλιτέχνες έχουν τη διάθεση να δημιουργήσουν τέχνη με τις νέες τεχνολογίες. Η τέχνη είναι ακόμη προσδεδεμένη στον καλλιτέχνη που τη χρησιμοποιεί ως προσωπική έκφραση και στον θεατή που μαγεύεται από αυτήν. Αυτό την καθιστά κρυφό αντίπαλο της τεχνολογίας της οποίας λόγος ύπαρξης είναι η λειτουργικότητα και της οποίας η πληροφορία δεν απευθύνεται στον θεατή αλλά στον χρήστη. Γι’ αυτό και η τεχνολογία αδιαφορούσε πάντοτε για την προσωπική κοσμοεικόνα όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στην τέχνη.

Για να το θέσουμε με ακραίους όρους, η τεχνολογία δεν ερμηνεύει τον κόσμο αλλά επινοεί έναν τεχνολογικό κόσμο όπου κάθε φυσική και χωρική πραγματικότητα αναστέλλεται. Ετσι δραματοποιεί την κρίση του ατομικισμού που εμφανίστηκε με τον μοντερνισμό και την εξάντληση της αστικής κουλτούρας. Οι φιλόσοφοι ήδη έχουν κάνει λόγο για το περιττό ή το ξεπερασμένο του ανθρώπου ως προς τα κείμενα και νέα καλλιτεχνικά ρεύματα χαιρετίζονται ως «μετα-ανθρώπινα», σύνθημα που εμπεριέχει τον τρομερό και, ελπίζει κανείς, λανθασμένο επίλογο της εποχής μας. Ταυτόχρονα, ένα προοδευτικό αντικίνημα αναδύεται με την έννοια ότι τα ίδια τα media, τα ακροατήρια των οποίων διατηρούν την πίστη τους στη νέα τεχνολογία, καλούν για την επιστροφή στην ατομική και φυσική πραγματικότητα. Το σώμα γίνεται θέμα συνεδρίων φιλοσοφίας και στόχος νέων εγκαταστάσεων όπως του Γκάρι Χιλ. Σκηνοθέτες όπως ο Πίτερ Γκρίναγουεϊ εγκαταλείπουν τον κόσμο του υποκατάστατου όπως εμφανίστηκε στο σέλιλοϊντ και το βίντεο και οργανώνουν εκθέσεις που εμπλέκουν με φυσικό τρόπο τους θεατές. Το θεατρικό έργο που κάποτε διεκδικούσε το φαίνεσθαι ως προνόμιό του έχει αποβεί καταφύγιο της χαμένης πραγματικότητας γιατί είναι πολύ πιο ρεαλιστικό από όσο οποιοδήποτε αναλογικό ή ψηφιακό μέσο θα μπορούσε ποτέ να γίνει.

Ο Χανς Μπέλτινγκ (1935-2023) ήταν ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς της Τέχνης.

Το παραπάνω απόσπασμα προέρχεται από το βιβλίο του «Art History after Modernism» (εκδ. University of Chicago Press).