Οι ακτιβιστές του Ρουβίκωνα δραστηριοποιούνται σύμφωνα με την αρχή ότι ο (υποτιθέμενος) «καλός» σκοπός αγιάζει τα αθέμιτα μέσα που χρησιμοποιούν. Στη βάση αυτή οργανώνουν με αυθαίρετο και βίαιο τρόπο τις διαμαρτυρίες τους, καταπατώντας π.χ. το άβατο ξένων πρεσβειών ή προκαλώντας ζημιές και ανασφάλεια σε δημόσιους χώρους και επιχειρήσεις (με θύματα, κυρίως, τους εργαζομένους).
Ενώ οι «Ρουβίκωνες» δεν καίνε κτίρια, ούτε βάφουν με αίμα τα χέρια τους, μέχρι τώρα, ωστόσο δεν κατανοούν το εξής βασικό: Αν χρησιμοποιούμε τη βία, αυθαίρετα, στηριζόμενοι μόνο στις υποκειμενικές πεποιθήσεις ή ιδεοληψίες μας, τότε όχι μόνο υπονομεύουμε τη μονοπώληση της έννομης και νόμιμης βίας από αμερόληπτους δημόσιους θεσμούς, αλλά και νομιμοποιούμε ακόμη και την ωμή φασιστική βία: αφού και αυτή σε κάποιες πεποιθήσεις και ιδεοληψίες στηρίζεται. Συχνά γινόμαστε μάρτυρες ωμής βίας και  αυτοδικίας από στρατευμένα μέλη πολιτικών ομάδων ή κομμάτων (εν μέρει, ανεξαρτήτως χρώματος), αλλά ακόμη και από απλούς πολίτες. Αναφέρω ενδεικτικά: τον τραγικό θάνατο τριών εργαζομένων (μεταξύ των οποίων και μιας εγκύου) από κουκουλοφόρους που πυρπόλησαν τη Marfin Egnatia Bank στη μαζική διαδήλωση της ΓΣΕΕ/ΑΔΕΔΥ (5/5/2010· επίσης, τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τον χρυσαυγίτη Γ. Ρουπακιά (18/9/2013), αλλά και τη δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου σε κοσμηματοπωλείο από ξυλοδαρμό δυο αγανακτισμένων πολιτών (21/9/2018).
Αξίζει να δούμε την αρχή, «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», στο έργο του Ντοστογέφσκι, «Εγκλημα και τιμωρία»: εκεί βλέπουμε πως η αρχή αυτή τείνει να συνοδεύεται από βαθιά ψυχολογική και πνευματική παράκρουση, υπό την επήρεια της οποίας μπορεί να επιτρέπονται όλα – ακόμη και ο φόνος – με την ψευδεπίγραφη νομιμοποίηση ενός υποτιθέμενου «υψηλού ιδανικού». Η σχετική υπόθεση περιστρέφεται γύρω από έναν εξαθλιωμένο πρώην φοιτητή, τον Ρασκόλνικοβ. Αυτός, για να γλιτώσει την αδελφή του από το να παντρευτεί κάποιον, από ανέχεια, αλλά και για να ξαναδώσει νόημα στη ζωή του, δεν διστάζει να δολοφονήσει μια ενεχυροδανείστρια, την οποία θεωρεί κοινωνικό παράσιτο, για να αρπάξει και να «αξιοποιήσει» το κομπόδεμά της.
Ο εισαγγελέας που ερευνά την πιθανή ενοχή του Ρασκόλνικοβ έχει μελετήσει ήδη ένα παλαιότερο άρθρο του τελευταίου, σύμφωνα με το οποίο: για χάρη κάποιων υψηλών ιδανικών μπορεί να γίνονται ακόμη και φόνοι! Στο άρθρο διαχωρίζονται οι άνθρωποι σε «κοινούς», που πρέπει να υπακούουν χωρίς να έχουν δικαίωμα να προχωρούν πέρα από τον νόμο, και στους  «εξαιρετικούς», που δεν έχουν μεν το επίσημο δικαίωμα, ωστόσο μπορούν να επιτρέπουν στη συνείδησή τους να υπερβαίνει έννομα εμπόδια προκειμένου να προωθήσουν αυτό που οι ίδιοι θεωρούν καλό για την κοινωνία. Από τη σκοπιά αυτή, ο υποτιθέμενος «καλός» σκοπός (που φαίνεται να εξαγνίζει όλα τα μέσα) ισχύει μόνο για τους μεγάλους προφήτες, στρατηλάτες, εφευρέτες, νομοθέτες, επαναστάτες που ανήκουν στους «εξαιρετικούς»: χωρίς να τίθεται θέμα υπερβάλλοντος ζήλου ή λάθους στην αυθαιρεσία και τις πράξεις τους. Παρόμοιο λάθος μπορεί να καταλογίζεται μόνο στους «κοινούς» ανθρώπους, όπως γράφει ο Ρασκόλνικοβ: «Η φύση σκαρώνει καμιά φορά ορισμένες φάρσες, και τότε οι κοινοί άνθρωποι φαντάζονται πως είναι ηγέτες, καταλύτες και φορείς του Νέου Λόγου»… Στο πλαίσιο αυτό ξετυλίγεται ο παρακάτω διάλογος:
«Τι θα γίνει λοιπόν…» ρώτησε ο εισαγγελέας τον Ρασκόλνικοβ, «αν βρεθεί κανένας άντρας ή και κανένας νεαρός που να φανταστεί πως είναι Λυκούργος ή Μωάμεθ… κι αρχίσει να παραμερίζει όλα τα εμπόδια; Εχει, βλέπετε, μπροστά του μια μεγάλη πορεία και για την πορεία χρειάζονται χρήματα. Ε, κι αν αρχίσει να τα παίρνει από δω κι από κει;…».  «Τέτοιες περιπτώσεις πρέπει πραγματικά να υπάρχουν» απάντησε ο Ρασκόλνικοβ: «Οι ανόητοι κι οι φιλόδοξοι είναι πολύ πιθανό να πιαστούν απ’ αυτό το δόλωμα· ιδιαίτερα οι νέοι». «Σκέφτηκα» συνέχισε ο εισαγγελέας, πως «όταν γράφατε το αρθράκι σας, δεν μπορεί παρά να… θεωρούσατε τον εαυτό σας, έστω και τόσο δα, «εξαιρετικό» άνθρωπο, που λέει έναν καινούργιο λόγο, …έτσι δεν είναι;». «Πολύ πιθανόν…» απάντησε ο Ρασκόλνικοβ. «Κι αφού είναι έτσι», ξαναρώτησε ο εισαγγελέας: «Θα το αποφασίζατε καμιά φορά… ε, ας πούμε λόγω ορισμένων αποτυχιών και δυσκολιών σας στη ζωή, ή για να φανείτε κατά κάποιον τρόπο χρήσιμος σ’ όλη την ανθρωπότητα, θα τ’ αποφασίζατε να περάσετε πάνω από το εμπόδιο; Να σκοτώσετε, να πούμε, και να ληστέψετε;». «Δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε Μωάμεθ, ούτε Ναπολέοντα» απάντησε ο Ρασκόλνικοβ. «Ε, καλά τώρα» ανταπάντησε ο εισαγγελέας. «Και ποιος δεν θεωρεί τον εαυτό του Ναπολέοντα εδώ στη Ρωσία μας;».
Τηρουμένων των αποστάσεων και των αναλογιών, κάθε ώριμος συμπολίτης μας που διαβάζει το «Εγκλημα και τιμωρία» είναι πιθανό να νιώσει παράλληλους συνειρμούς από την ανεύθυνη δράση τρομοκρατικών ομάδων, αλλά και των «Ρουβικώνων», που συγχέουν τη «δική» τους αυθαίρετη βία με τη θεσμικά έννομη και νόμιμη. Επειδή, πολλοί από αυτούς πιστεύουν ότι αποτελούν «τα εγγόνια» του Διαφωτισμού, τούς υπενθυμίζω πως, σύμφωνα με τον φιλόσοφο του Διαφωτισμού, Καντ: όλοι μας «οφείλουμε να δραστηριοποιούμαστε με τέτοιον τρόπο ώστε η ρυθμιστική αρχή της βούλησής μας να μπορεί, συγχρόνως, να καταστεί καθολικός νόμος». Πράγματι: ενώ θα ήταν πολύ καλό αν, για παράδειγμα, όλοι δεν εξαπατούσαν τους άλλους και δεν έκλεβαν, κάτι παρόμοιο δεν θα μπορούσε βέβαια να ισχύει ούτε για τους ένοπλους τρομοκράτες ούτε για τους ακτιβιστές του Ρουβίκωνα.
Ο κ. Στέλιος Χιωτάκης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης.