Ο ψάλτης – ένας αδύνατος άντρας με ωραία κορμοστασιά και καθαρή, βυζαντινή φωνή με σπάνια τσακίσματα – έδωσε τον τόνο. Ηταν ένας ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου, που αναλάμβανε κάθε χρόνο τη λειτουργία του Επιταφίου.

Ακολούθησαν οι κοπέλες της χορωδίας, ντυμένες στα λευκά, κρατώντας η καθεμιά τους από ένα χαρτί με το κείμενο της λειτουργίας. Οι έντονοι προβολείς πίσω από τις κάμερες και το βαν στα δεξιά του προαυλίου, χαλούσαν ελαφρά τη σκηνοθεσία, ωστόσο οι υπέροχες φωνές, το φυσικό σκηνικό του βράχου, η υπερυψωμένη θέση της εκκλησίας της Παναγίας, με την κοιλάδα στα πόδια της και με θέα στη μισή Σαντορίνη, οι εκατοντάδες επισκέπτες, ντόπιοι, Αθηναίοι, ξένοι, βυθισμένοι όλοι σε μια κατανυκτική σιωπή, το ολόγιομο φεγγάρι, ακόμη και το ελαφρύ αεράκι, όπως θρόιζε τα φύλλα των δέντρων, όλα, έφτιαχναν μια ατμόσφαιρα μεθεκτική, σχεδόν μυητική.

Η εκκλησία βρισκόταν στο κέντρο του Κάστρου. Είχαν πάει στον Πύργο, ένα χωριό στην ενδοχώρα του νησιού, συνήθεια που είχε επιβάλει κάθε Πάσχα η γιαγιά. Ηταν μια από τις ελάχιστες παραχωρήσεις του πατέρα, ο οποίος ούτως ή άλλως δεν είχε και καμία ιδιαίτερη σχέση με τα θεία. Η φήμη της συγκεκριμένης λειτουργίας είχε ξεπεράσει τα όρια του νησιού, εξού και οι κάμερες, το γεγονός κάλυπτε ένα μεγάλο ιδιωτικό κανάλι.

Λίγο πριν βγει ο Επιτάφιος, αποκαλύφθηκε σε ολόκληρή της τη μεγαλοπρέπεια η βασική αιτία που έκανε τη συγκεκριμένη λειτουργία του Πύργου τόσο ξεχωριστή. Σε κάθε ταράτσα, σε κάθε στέγη, σε κάθε στενό, τα πιτσιρίκια του χωριού βύθισαν τα στουπιά τους σε τενεκεδάκια με πετρέλαιο κι ανάβοντάς τα δημιούργησαν μια μοναδική εικόνα, η οποία για κάποιον που θα παρατηρούσε τα τεκταινόμενα έξω απ’ τον οικισμό θα έμοιαζε με φλογισμένο φίδι που ελισσόταν γύρω από το χωριό περισφίγγοντάς τον σ’ έναν πύρινο κλοιό.

Οταν ο Επιτάφιος βγήκε από το Κάστρο, σχηματίστηκε μία τεράστια πομπή που άρχισε να κάνει τον γύρο του Πύργου, ενώ όσοι είχαν μείνει στα σπίτια ράντιζαν τους περαστικούς με κολόνιες. Η οικογένειά μας ακολουθούσε κάπου στη μέση της πομπής. Η αδερφή μου η Αγγελική κι η μάνα μας βάδιζαν δίπλα, στα δεξιά ο Κώστας, εγώ είχα μείνει κάπως πίσω, ενώ ο πατέρας περπατούσε πιο μπροστά απ’ όλους και χάζευε τριγύρω με βλέμμα απλανές. Κοιμόταν όλο το απόγευμα. Είχε ανάγκη άλλωστε απ’ όλη του την ενέργεια για το κρυφό νυχτερινό του ραντεβού. Τη γιαγιά την είχαν αφήσει στην Οία με τη γυναίκα που τη φρόντιζε, θα ‘ταν μεγάλος κόπος να μετακινηθεί. Η μητέρα, της οποίας η λαμπάδα είχε σβήσει, έσκυψε προς την Αγγελική ν’ ανάψει.

– «Αυτές οι φωτιές… Μου θυμίζουν τα βαρελότα στον γάμο μου…» είπε η μητέρα.

– «Ακόμα πετάνε στις νύφες βαρελότα;».

– «Ναι… Δεν θυμάσαι, σ’ το ‘χα πει, εμένα είχε αρπάξει το νυφικό από κάτω και κάναμε αμάν να το σβήσουμε».

– «Αυτός ο γάμος είχε πιάσει φωτιά απ’ την αρχή» σχολίασε δηκτικά ο Κώστας από δίπλα.

Η πομπή είχε σταθεί μπροστά σ’ ένα εκκλησάκι στη μέσα πλατεία του χωριού και οι κοπέλες συνέχιζαν να ψάλλουν τα εγκώμια. Ο δε ψάλτης, στο «γλυκύ μου έαρ» κρατούσε τόσο πολύ το έψιλον, που η επόμενη συλλαβή νόμιζες ότι πετούσε. Η Αγγελική πλησίασε τη μητέρα και την έπιασε αγκαζέ, ο πατέρας έβγαλε το κομπολόι του – ακόμη και αυτός καταλάβαινε πως ήταν άπρεπο ν’ ανάψει τσιγάρο – ενώ ο Κώστας στάθηκε πίσω μου και κάτι μου ψιθύρισε πάνω από τον ώμο.

– «Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει αύριο».

– «Τι θα γίνει δηλαδή;».

– «Θα δεις».

Η πομπή ξεκίνησε και πάλι. Το πλήθος συνέχιζε τη διαδρομή του στα στενά του χωριού σαν να διέσχιζε τελετουργικά έναν ποταμό στις όχθες του οποίου έλαμπαν μικρές διαδοχικές εστίες φωτιάς.

– «Τι σκέφτεσαι;» ρώτησα τον πατέρα που περπατούσε σκυφτός, με το βλέμμα χαμηλά.

– «Τίποτα…».

– «Μη μου πεις τη λειτουργία…».

– «Γιατί νομίζεις πως δεν τα ψάχνω εγώ τα πράγματα; Δεν μ’ έχετε για φιλοσοφημένο άνθρωπο, έτσι; Ακου λοιπόν να μαθαίνεις. Υπάρχει κάτι που τον Θεό τον κάνει μοναδικό. Δεν το ‘χουν σκεφτεί πολλοί αυτό».

– «Τι;».

– «Ο Θεός δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να σώσει έναν άνθρωπο από τον θάνατο. Ενας άνθρωπος όμως μπορεί να σώσει κάποιον άλλον κι από βέβαιο θάνατο ακόμη. Εχει γίνει. Εχει αποδειχθεί. Ο Θεός όμως όχι. Κι αυτό τον κάνει μοναδικό».

Του έδειξα τον Επιτάφιο.

– «Αυτόν εδώ όμως τον έσωσε».

– «Τον έσωσε; Και πού ‘ν’ τος, αγόρι μου;»

– «Παντού, λένε…».

– «Μπα, τον έχεις δει εσύ;».

Δεν απάντησα.

– «Πάντως εμένα το μόνο νταβαντούρι που μ’ αρέσει στη θρησκεία είν’ αυτό. Ο Επιτάφιος. Εχει μια αλήθεια. Και για μένα η αλήθεια είναι το πιο σημαντικό πράγμα».

– «Γι’ αυτό μάθαμε να τη λέμε πάντα σ’ αυτή την οικογένεια;» είπα. Ακούστηκε ειρωνικό. Και ήταν.

Ο πατέρας με κοίταξε. Υστερα έφτυσε κάτω.