Η Ξάνθη έχει μια συναρπαστική ιστορία, η οποία περιλαμβάνει κι ένα γεγονός που δεν έχει συμβεί πουθενά αλλού στον κόσμο: την καταδίκη στα δικαστήρια και τη φυλάκιση μιας… καμπάνας! Ας το πιάσουμε όμως απ’ την αρχή.

Η πόλη μας μέχρι το 1912 ήταν γνωστή λόγω του πλούτου που συγκέντρωναν οι Eλληνες κυρίως επιχειρηματίες που ασχολούνταν με το εμπόριο του καπνού, που ήταν μία από τις μεγαλύτερες και πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις εκείνο τον καιρό.

Oμως οι μεγάλες δουλειές και τα μεγάλα κέρδη απαιτούν τη σκληρή εργασία των φτωχών εργατών, οι οποίοι ειδικά κατά τον Μεσοπόλεμο αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα. Eτσι ανέπτυξαν ένα κίνημα, το καπνεργατικό, το οποίο δεν ήταν μόνο μια απλή διαμαρτυρία, ήταν μια εξαιρετικά οργανωμένη αντίσταση και διεκδίκηση των απλών δικαιωμάτων του μέσου εργάτη.

Μία από τις αιτίες αυτής της διαμαρτυρίας ήταν ότι, ενώ αρχικά τα ωράρια των καπνεργατών ήταν σταθερά και τα μεροκάματα καλά, με τα χρόνια και κυρίως μετά το 1922, που αυξήθηκε με την άφιξη των προσφύγων το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό, οι καπνέμποροι ήθελαν και τα μεροκάματα να μειώνουν διαρκώς και να κρατούν όσο περισσότερο γινόταν τους καπνεργάτες για να βγαίνει γρηγορότερα η παραγωγή.

Αυτό επιβάρυνε ακόμα περισσότερο τις, έτσι κι αλλιώς, δύσκολες και ανθυγιεινές συνθήκες δουλειάς και βέβαια δεν μπορούσαν να το δεχτούν οι εργάτες, οπότε αντιδρούσαν.

Ο συμβολισμός της καμπάνας

Σύμβολο των αγώνων των καπνεργατών στην Ξάνθη και «εγγυητής» της τήρησης του ωραρίου ήταν η καμπάνα που είχαν κρεμασμένη έξω από τα γραφεία του Συνδικάτου Καπνεργατών και σήμαινε την αρχή και το τέλος της εργασίας σε όλα τα εργοστάσια επεξεργασίας καπνού στην Ξάνθη που τότε απασχολούσαν γύρω στους 7.000 εργάτες. Eτσι, η καμπάνα μπήκε στο στόχαστρο των εργοδοτών και των αρχών της πόλης, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια να την κάνουν να σταματήσει να ηχεί και να καλεί τους εργάτες να τηρήσουν το ωράριό τους.

Επειδή όμως η κατάσταση δεν άλλαζε, από την 1η Φλεβάρη του 1925 το Συνδικάτο Καπνεργατών αποφάσισε να επιβάλει μονομερώς το οκτάωρο. Η αντιπαράθεση οδήγησε σε πόλωση και ανταλλαγή ακραίων φράσεων. Μάλιστα μια επιτροπή προσπαθώντας να επιδώσει ψήφισμα διαμαρτυρίας στις Αρχές φέρεται να πήρε την απάντηση: «Να ψοφήσουν οι εργάτες!». Με τα μέλη της να ανταπαντούν «στον δρόμο θα κερδίσουμε το δίκιο μας» και να ξεκινούν μαζικές διαδηλώσεις.

Στις 7 του μηνός πολυβόλα στήνονται απέναντι από τους διαδηλωτές που βρίσκονται στην πλατεία. Χωρίς να φοβηθούν οι καπνεργάτες μαζεύτηκαν στα γραφεία του συνδικάτου, δέχτηκαν συνεχόμενους πυροβολισμούς και τελικά φτάσαμε σε μια εντολή για συμπλοκή σώμα με σώμα. Εν τέλει, μετά από ηρωικό αγώνα των καπνεργατών συνελήφθησαν 60 από αυτούς, εκ των οποίων οι 22 στάλθηκαν αλυσοδεμένοι στις φυλακές της Κομοτηνής.

Σε αποτέλεσμα αυτών, οι εργοδότες συνέχισαν να επιβάλλουν το ωράριο που τους συνέφερε, παρόλο που η καμπάνα συνέχιζε να δίνει το σύνθημα της έναρξης και της λήξης των εργασιών.

Μάλιστα, ο αστυνομικός διευθυντής της πόλης έπειτα από εντολή 17 καπνοβιομήχανων αποφάσισε να καταργήσει το χτύπημα της καμπάνας με την παράλογη κατηγορία ότι ο ήχος της έφερνε θλίψη και σύγχυση στους πολίτες της Ξάνθης. Στα παραπάνω, οι εργάτες αντέδρασαν υποστηρίζοντας πως η Ξάνθη είχε αρκετές καμπάνες και ήταν παράλογο το αίτημα να απαγορευτεί το χτύπημα μόνο της συγκεκριμένης. Με τη δικαιολογία της «θλίψης» και επειδή ο γραμματέας του συνδικάτου αρνήθηκε να παραδώσει την καμπάνα στις Αρχές, τελικά τον έσυραν στο δικαστήριο, όπου όμως δεν μπόρεσαν να βρουν νόμο ώστε να απαγγείλουν κατηγορίες, με αποτελέσματα να αναγκαστούν να αποσύρουν την κατηγορία. Για να σιγουρευτούν οι καπνοβιομήχανοι πως η καμπάνα δεν θα τους ξαναενοχλούσε, έφτασαν στο σημείο να στείλουν αστυνομία να τη… συλλάβει, να τη σύρουν στα δικαστήρια και να την καταδικάσουν (!) σε 6 μήνες φυλάκιση στις φυλακές της Κομοτηνής. Αργότερα αφού «αποφυλακίστηκε», επέστρεψε στο συνδικάτο, αλλά συνεχίστηκε η ποινή της και η σιγή.

Το τέλος της τιμωρίας

Σε μια συνέλευση τον Αύγουστο του 1927 οι καπνεργάτες πήραν την απόφαση να σταματήσουν τη σιωπή της καμπάνας. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησαν να τη χτυπούν, χωρίς να τους εμποδίσει κάποιος, μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας, όταν εμφανίστηκαν χωροφύλακες ζητώντας το όνομα αυτού που τη χτύπησε. Οι καπνεργάτες αφού άκουσαν τον χαμό που γινόταν, μαζεύτηκαν στα γραφεία μαζί με άλλους εργάτες, για να προφυλάξουν το κτίριο.

Την επομένη νύχτα, οι χωροφύλακες μέσα στα σκοτάδια στήθηκαν μπροστά από το συνδικάτο για να αποτρέψουν το χτύπημα της καμπάνας το επόμενο πρωί και τα κατάφεραν. Κατά το μεσημεράκι όμως η χωροφυλακή εισέβαλε στα γραφεία και δημιουργήθηκε χάος. Ενας εργάτης κατάφερε να χτυπήσει την καμπάνα και πιάστηκε για λίγο από τους χωροφύλακες. Στη διαμάχη που έγινε 50 άτομα τραυματίστηκαν και 16 στάλθηκαν στις φυλακές της Κομοτηνής, ενώ η καμπάνα κατασχέθηκε. Την επέστρεψαν μετά από διαμαρτυρίες, έναν μήνα μετά, αλλά απαγορευόταν το χτύπημά της. Μάλιστα, τον Γενάρη του 1928 καταδικάστηκαν 13 καπνεργάτες επειδή χτύπησαν την καμπάνα.

Τον Ιούνιο του 1928 έγινε μια μεγάλη πανελλαδική καπνεργατική απεργία η οποία ξεκίνησε από την Καβάλα και εξαπλώθηκε σε όλη την χώρα. Η απεργία κράτησε περίπου έναν μήνα και πνίγηκε στο αίμα. Παρά τον ηρωικό αγώνα τους, η απεργία ηττήθηκε. Πολλοί εργάτες φυλακίστηκαν και τους… ακολούθησε και στη φυλακή η καμπάνα για δεύτερη φορά. Οι απεργίες συνεχίστηκαν, με κορυφαία αυτή του Μαΐου του 1936 με αρκετούς νεκρούς και τραυματισμένους.

Η καμπάνα του Συνδικάτου υπάρχει ακόμα ως κειμήλιο και φυλάσσεται στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Ξάνθη. Η ιστορία της, δραματική και κωμική ταυτόχρονα, σηματοδοτεί την εποχή των αγώνων για εργασιακά δικαιώματα.